Ας μπούμε στη μηχανή του χρόνου και ας γυρίσουμε έναν – δύο αιώνες πίσω για να βρεθούμε μαζί με Eλληνες όχι στην Ελλάδα αλλά στην ξενιτιά. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μαζί με τις βαλίτσες τους μετέφεραν στην άλλη άκρη του Ωκεανού και τη μουσική τους, την παραδοσιακή τους μουσική, διαμορφώνοντας ένα ενδιαφέρον μουσικό ιδίωμα. Αυτό ακριβώς πραγματεύεται η μουσική παράσταση «Γιατί γλυκό μου sweetheart? – Τζαζ και… χιτζάζ από το Ελις Αϊλαντ στο Σικάγο!» που επιμελείται και παρουσιάζει επί σκηνής ο Λάμπρος Λιάβας, στο Gazarte, τις Τετάρτες του Δεκεμβρίου.

Εξι δεξιοτέχνες της ελληνικής δημοτικής μουσικής που αποτελούν το συγκρότημα των ΤΑΚΙΜ, μαζί με τους τραγουδιστές Γιάννη Νιάρχο και Κατερίνα Τζιβίλογλου, ζωντανεύουν το «Καφέ-Αμάν Αμέρικα», το μουσικό έπος του απόδημου ελληνισμού. «Επίτιμοι» καλεσμένοι είναι ο «πατριάρχης» του ελληνικού λαϊκού κλαρίνου Πετρο-Λούκας Χαλκιάς (που έζησε στην Αμερική την περίοδο 1960-1979), καθώς και ο δεξιοτέχνης στο μπουζούκι Νίκος Τατασόπουλος (γιος του Γιάννη Τατασόπουλου – «Ντίλιγκερ» που άφησε εποχή στα κέντρα της Ομογένειας).

«H μουσική ακολουθούσε τους μετανάστες από το αποχαιρετιστήριο γλέντι στο χωριό, στα αμπάρια και στο κατάστρωμα της τρίτης θέσης στο υπερωκεάνιο της μεγάλης φυγής, στην άφιξή τους στο «Καστιγκάρι» (όπως εξελλήνισαν το κτιριακό συγκρότημα Castle Garden στο Ellis Island όπου περνούσαν καραντίνα) και ακολούθως στη νέα τους ζωή στις κοινοβιακές συναναστροφές» ανέφερε στο «Βήμα» ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.  

Μαζί τους έφεραν και την κουλτούρα του καφενείου. Και συγκεντρώνονταν εκεί. Στα ελληνικά καφενεία της παροικίας. «Οι μετανάστες έβρισκαν, ανάμεσα στ’ άλλα, και μια παρηγοριά» λέει ο Λ. Λιάβας. Πράγματι, στη διάρκεια των μοναχικών ωρών, μαζεύονταν κάθε είδους Ελληνες: υπάλληλοι σιδηροδρόμων, εργάτες εργοστασίων, μαγαζάτορες, επαγγελματίες, άνεργοι, συνδικαλιστές, ερασιτέχνες φιλόσοφοι, όλο το κουτσομπολιό της κοινότητας, χαρτοκλέφτες, φιλοθεάμον κοινό. «Το καφενείο ήταν επίσης κέντρο διασκεδάσεως. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα με χαρτοπαίκτες βαθιά βυθισμένους σε κάποιο παιχνίδι, πολύ συχνά το «σκαμπίλι». Οταν κουράζονταν από το παιχνίδι, άρχιζε η μουσική. Ενα ή δύο βιολιά, μια μεγάλη κιθάρα με τρομερή αντήχηση, ένα σαντούρι.

Μετά την απομάκρυνση των τραπεζιών, οι θεατές μαζεύονταν τριγύρω και ενθάρρυναν με φωνές τους χορευτές».