«Ηταν ο ήρωάς μου, ο μέντοράς μου, υπό μια έννοια ο πατέρας μου»
Η φινλανδή τραγουδίστρια, συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια μιλάει για το πώς ο Μίκης Θεοδωράκης καθόρισε τη ζωή της, για τη μουσική του και τη σχέση του με την πολιτική
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Συνέδεσε τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα με τον πολιτικό αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη κατά της χούντας. Η συνάντηση με τη μουσική ιδιοφυΐα του είχε τη δύναμη να αλλάξει οριστικά την καριέρα και τη φιλοσοφία της ζωής. Η φινλανδή τραγουδίστρια, συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια Αρια Σαγιονμάα ήρθε στην Αθήνα για το ύστατο χαίρε στον δικό της μαέστρο και μέντορα και μίλησε στο «Βήμα».
Κυρία Αρια Σαγιονμάα, υπήρξατε στενοί φίλοι και συνεργάτες με τον Μίκη Θεοδωράκη. Σήμερα θρηνείτε μαζί με όλους τους Ελληνες για την απώλεια αυτού του τεράστιου άνδρα και μουσικοσυνθέτη. Πότε συναντήσατε τον Μίκη για πρώτη φορά και πώς συνέβη;
«Θυμάμαι, ήμουν νεαρή φοιτήτρια στο Ελσίνκι, μελετούσα κλασικό πιάνο στην Ακαδημία Sibelius. Ημουν ενεργό μέλος της θεατρικής φοιτητικής ομάδας. Ηταν η εποχή που ήμασταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι για τα πολιτικά δρώμενα στον κόσμο, τις ιδεολογίες, την ελευθερία και είχαμε ριζοσπαστικές ιδέες. Κάναμε πρόβες για ένα έργο σχετικό με την Ελλάδα, το «Καμπαρέ για τη δημοκρατία», ένα έργο όπου είχα πρωταγωνιστικό ρόλο. Ψάχναμε πολιτικά τραγούδια και λαθραία βρήκαμε τα τραγούδια του Μίκη. Η πρώτη μου επαφή ήταν το «Περιγιάλι» («Αρνηση») του Σεφέρη που είχε μελοποιήσει ο Μίκης. Οι στίχοι ήταν πρωτόγνωροι. Δεν είχαν σχέση με τη δογματικότητα των πολιτικών στίχων του Μπρεχτ. Μιλούσαν για ένα «περιγιάλι λευκό σαν περιστέρι… όπου διψούσαμε το μεσημέρι αλλά δεν μπορούσαμε να πιούμε… το νερό ήταν γλυφό». Μόλις το άκουσα ήταν σαν να με διαπερνά ηλεκτρισμός. Εμαθα ότι ο συνθέτης του βρισκόταν φυλακισμένος λόγω αυτού και άλλων τραγουδιών και δεν μπορούσα να το χωνέψω. Η σκέψη του πώς μπορεί κάποιος που έχει γράψει αυτά τα υπέροχα τραγούδια να βρίσκεται εξόριστος σε ένα νησί με βασάνιζε. Ηθελα πολύ να συναντήσω αυτόν τον άνδρα. Κι έπειτα, εντελώς ξαφνικά, έγινε ένα θαύμα. Δυο χρόνια αργότερα ο Μίκης, έχοντας καταφέρει να ξεφύγει από την Ελλάδα, φτάνει στη Φινλανδία. Εμφανίζεται στο θέατρο, με ακούει, ανεβαίνει στη σκηνή, παίρνει το μικρόφωνο και λέει «η Αρια θα με ακολουθήσει στην παγκόσμια περιοδεία μου». Διηύθυνα το θέατρο εκείνη την εποχή και είχα άλλα πράγματα να κάνω, όμως άφησα τα πάντα. Τις σπουδές μου, την Ακαδημία κι έφυγα μαζί με αυτόν τον άνδρα στο Παρίσι».
Μας λέτε ότι τον ακολουθήσατε σε αυτή την περιοδεία που έκανε ανά τον κόσμο δίνοντας συναυλίες και ομιλίες προσπαθώντας να βρει στήριξη στην εκστρατεία του κατά της χούντας. Πιστεύετε ότι ήταν γραφτό να τον συναντήσετε;
«Ναι, έτσι φαίνεται, ήταν γραφτό. Το «άλμα από το βουνό» που έκανα, δηλαδή να παρατήσω τη ζωή μου στο Ελσίνκι και να τον ακολουθήσω, να μπω και να μάθω την ελληνική κουλτούρα, τη μουσική του, να ακολουθήσω όλους αυτούς τους έλληνες καλλιτέχνες, τον αγώνα τους, ήταν μια εμπειρία που καθόρισε τη ζωή μου».
Γράψατε ένα βιβλίο που διηγείται τη στενή φιλία που αναπτύξατε μαζί του και που διατηρήσατε μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Μου έλεγαν να γράψω ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, όμως πάντα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τον Μίκη. Εκανα έναν συμβιβασμό κι έγραψα την ιστορία του Μίκη μέσα από τα μάτια μου και για το τι κατάφερα να γίνω χάρη στον Μίκη. Το βιβλίο «Μια νέα γυναίκα αποκαλύπτεται, η συνάντηση με τον Μίκη» (εκδόσεις ΙΑΝΟΣ) μιλάει για την περιοδεία μας ανά τον κόσμο αλλά και τη μουσική του. Μιλάει για το χιούμορ και τις ευαισθησίες του. Είναι το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη γραμμένο από έναν άλλο καλλιτέχνη».
Ποια είναι η πιο ζωντανή ανάμνηση που έχετε από εκείνον;
«Εχω αμέτρητες αναμνήσεις. Ο Μίκης έστρεψε τη ζωή μου σε άλλη κατεύθυνση. Εγινε πρώτα ο ήρωάς μου κι έπειτα η μουσική μου ακαδημία. Διότι, ξέρετε… εγώ δεν ήξερα να τραγουδάω. Φώναζα όπως φωνάζουν οι διαδηλωτές στα οδοφράγματα. Και το να ερμηνεύω τα τραγούδια του δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Φοίτησα στο «σχολείο» του Μίκη με έναν φανταστικό πιανίστα που είχε εκείνη την εποχή, τον Διδίλη. Ο Μίκης έγινε ο μέντοράς μου και υπό μια έννοια ο πατέρας μου».
Ο Μίκης ήταν για όλους τους πολίτες του κόσμου ένας φάρος έμπνευσης. Στην κηδεία του Ούλοφ Πάλμε τραγουδήσατε το «Είναι μεγάλος ο καημός», ένα βαθιά πολιτικό τραγούδι που αναφέρεται στην εξορία του. Πώς ήταν εκείνες οι στιγμές;
«Ηταν μια αξέχαστη στιγμή με όλους τους ηγέτες του κόσμου μπροστά στη σκηνή. Είχαν έρθει η Μελίνα Μερκούρη, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Γιώργος Παπανδρέου. Το βράδυ, θυμάμαι, ο Ανδρέας με κάλεσε με την ελληνική αντιπροσωπεία σε δείπνο στο «Grande Hotel» και μετά όλοι μαζί ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά. Καθόμασταν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα και τραγουδούσαμε όλη τη νύχτα τα τραγούδια του Μίκη».
Συστήσατε και κάνατε ευρύτερα γνωστό τον Μίκη Θεοδωράκη στους Σκανδιναβούς. Τι αισθήματα και τι συνειρμούς γεννά για εκείνους η μουσική του;
«Ηχεί παράξενο, όμως η μουσική του Μίκη στις σκανδιναβικές χώρες είναι όπως και εδώ στην Ελλάδα, βαθιά ριζωμένη στην καρδιά και στις ψυχή τους. Διότι είναι γραμμένη και μεταφρασμένη από τους καλύτερους ποιητές στα σουηδικά και στα φινλανδικά. Για εμένα προσωπικά ήταν ένας μακρύς δρόμος να βρω τον τρόπο να τιμήσω αυτούς τους υπέροχους στίχους της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και αυτό είναι το κλειδί της μουσικής του Μίκη. Αισθανόμαστε την απώλεια του Μίκη σαν δική μας απώλεια, γιατί η μουσική του αποτελεί μέρος της σκανδιναβικής μουσικής ανθολογίας. Είναι ολοζώντανη. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω».
Υπάρχει κάτι πιο προσωπικό για τον χαρακτήρα του ή για τον τρόπο που συνεργαζόταν με άλλους που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας;
«Ηταν ένας ταπεινός καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος με κατανόηση και καλοσύνη. Με όλη τη σημασία της λέξης, ήταν ένας τεράστιος καλλιτέχνης, μια αξιοσημείωτη μουσική προσωπικότητα. Η συμμετοχή του στην πολιτική ήταν η κινητήριος δύναμή του. Επαιρνε… φωτιά από αυτή και δεν σταματούσε να γράφει. Να γράφει παντού. Στη φυλακή, στην εξορία. Στη Μακρόνησο έγραφε ακόμη και σε χαρτί υγείας. Εγραφε στους τοίχους. Στο λεωφορείο συνέθετε όπερες όταν ταξιδεύαμε προς το Λοφότεν στη Βόρεια Νορβηγία και είχε μαζί του… τους αρχαίους θεούς. Είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη του, στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία της Ελλάδας. Και παρά το γεγονός ότι το σώμα του είχε βασανιστεί, είχε διαλυθεί, μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν διαυγής. Ενας απίστευτος πολιτικός αγωνιστής!».
Ποιο τραγούδι του Μίκη σας σημάδεψε ως τραγουδίστρια και γιατί;
«Υπάρχουν πολλά τραγούδια, όμως ξεχωρίζω το «Περιγιάλι» γιατί έτσι πρωτογνώρισα την ομορφιά της ποίησης του Σεφέρη, τη λυρικότητα των στίχων του… το «αλλάξαμε ζωή», το «διψάσαμε το μεσημέρι… μα το νερό γλυφό». Ηταν η πρώτη μου επαφή με τον Μίκη και μέσα από αυτό το τραγούδι έμαθα το πώς αφοσιώθηκε για τον καλό σκοπό στη ζωή».

