Η πρόθεση του Πρωθυπουργού να φέρει τον εκλογικό νόμο στη Βουλή μέσα στον Ιανουάριο και η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας περί τα μέσα Φεβρουαρίου ολοκληρώνουν μια νέα πολιτική αρχιτεκτονική.

Είναι η κατάληξη μιας σειράς αλληλένδετων παρεμβάσεων που ξεκίνησαν με τη συνταγματική  αναθεώρηση, συνεχίστηκαν με την ψήφο των ομογενών και φτάνουν στον εκλογικό νόμο και στην Προεδρία.

Μιλώντας για τον νέο εκλογικό νόμο ο Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε ένα σύστημα αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους εδρών.

Μια ιδέα δηλαδή που έχει ήδη προτείνει το ΚΙΝΑΛ και η οποία δεν μεταβάλλει τη βασική λογική του εκλογικού νόμου που ψήφισε το 2004 η κυβέρνηση Σημίτη και ισχύει έκτοτε.

Με ελάχιστες τροποποιήσεις (όπως η αύξηση του μπόνους εδρών που έγινε το 2008 επί κυβέρνησης Καραμανλή) το σύστημα αυτό αποδείχθηκε το μακροβιότερο της Μεταπολίτευσης. Ισχυσε σε οκτώ εκλογές – από το 2004 έως το 2019…

Υπό αυτήν την έννοια δεν νομίζω ότι θα υπάρχει πρόβλημα να συμφωνήσουν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ στην επαναφορά ενός εκλογικού συστήματος το οποίο και οι δύο αποδέχθηκαν και εφάρμοσαν. Ούτως ή άλλως, η σύνδεση του μπόνους με την εκλογική επίδοση είναι μια λογική σκέψη που ακόμα κι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποδεχθεί.

Η συμφωνία αυτή όμως έχει ένα λεπτό σημείο. Την κρίσιμη ισορροπία ανάμεσα στη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, την απαραίτητη κυβερνησιμότητα και την εκχώρηση χώρου (και ρόλου) στο τρίτο κόμμα.

Ούτως ή άλλως, οι πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές αλλά και η ψήφος των ομογενών μετατόπισαν το πλαίσιο συναίνεσης από τα δύο πρώτα κόμματα στο πρώτο και στο τρίτο.

Θεωρητικά η λογική θα επιβεβαιωθεί και στην προεδρική εκλογή. Η άρνηση άλλωστε της Γεννηματά να ψηφίσει υποψήφιο προερχόμενο από τη ΝΔ περισσότερο διευκολύνει τον Μητσοτάκη να απαλλαγεί από ανεπιθύμητες υποψηφιότητες παρά τον δυσκολεύει.

Η νέα αυτή πολιτική αρχιτεκτονική έχει μια κρυφή αναφορά: την «ιταλοποίηση».

Οχι με την έννοια του εκλογικού κατακερματισμού και της κυβερνητικής αστάθειας λόγω της απλής αναλογικής, όπως ήταν ίσως η στρατηγική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά με τη δημιουργία ενός ευρύτατου μπλοκ εξουσίας στο Κέντρο.

Η μεταπολεμική Ιταλία κυβερνήθηκε για  περίπου μισόν αιώνα από ένα σύστημα συμμαχιών της Κεντροδεξιάς (Χριστιανοδημοκράτες, Ρεπουμπλικανοί, Φιλελεύθεροι) και της Κεντροαριστεράς (Σοσιαλιστές, Σοσιαλδημοκράτες).

Το μυστικό αυτής της πολιτικής αρχιτεκτονικής είναι ότι το μπλοκ εξουσίας προέχει του εκλογικού συστήματος και των κομματικών συσχετισμών που παράγει.

Ετσι μπορεί στην Ιταλία οι κυβερνήσεις να άλλαζαν σαν τα πουκάμισα, αλλά το σύστημα εξουσίας παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό από το 1948 έως το 1994.

Και την ίδια στιγμή μπορεί οι Ιταλοί κομμουνιστές να έπαιρναν από 28% ως 33% και οι νεοφασίστες 5%-8% αλλά περιορίζονταν μονίμως στην αντιπολίτευση.

Από την άποψη των πολιτικών συσχετισμών η Ελλάδα του 2020 βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση – μείον οι νεοφασίστες από τους οποίους απαλλαχθήκαμε στις 7 Ιουλίου…

Για να λειτουργήσει όμως το σύστημα προς όφελος της χώρας χρειάζονται δύο πράγματα.

Πρώτον, η ανάπτυξη μιας συστημικής αντίληψης στις πολιτικές δυνάμεις που θα μετέχουν ενός «κεντρικού» συνασπισμού εξουσίας και όχι απαραιτήτως μιας κυβέρνησης.

Δεύτερον, η ευχέρεια των δυνάμεων που θα μείνουν εκτός συστήματος εξουσίας να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους σε άλλους κοινωνικούς χώρους.

Στην Ιταλία οι κομμουνιστές διέπρεψαν επί δεκαετίες στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην περιφερειακή διοίκηση και στα συνδικάτα.

Στην Ελλάδα η αριστερή αντιπολίτευση δεν έχει σήμερα ούτε το πουκάμισο που φοράει. Αλλά ούτε είναι βέβαιο ότι θα αρκεστεί σε τέτοια μοιρασιά.

Οχι πως θα ήταν ξένη για την κοινωνική αντίληψη της Αριστεράς. Αλλά επειδή θα βρει αντίθετους τους τυχοδιώκτες που μάζεψε ο ΣΥΡΙΖΑ από το ΠαΣοΚ και οι οποίοι (όπως ομολόγησε κι ο Μπίστης) θέλουν να ξαναδούν κυβέρνηση πριν πεθάνουν!

Η καλύτερη ευχή

Λένε πως όσοι δεν διδάσκονται από το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν. Ενδεχομένως. Ούτως ή άλλως δεν έχω ανεξάντλητη εμπιστοσύνη στην αυτογνωσία και στην επίγνωση των συμπολιτών μας.

Νομίζω λοιπόν ότι η καλύτερη ευχή για την καινούργια δεκαετία δεν αφορά τόσο εκείνα που θα συμβούν αλλά όσα συνέβησαν τη δεκαετία που μας πέρασε. Εύχομαι να τα θυμόμαστε, να τα συνειδητοποιήσουμε, να τα καταλάβουμε, να μας διδάξουν. Οχι για λόγους δικαίωσης όσων είχαν κρούσει εγκαίρως όλα τα καμπανάκια κινδύνου που μπόρεσαν να βρουν. Αλλά επειδή είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην τα επαναλάβουμε!

Καλό κουράγιο!

Μαζί με τις ευχές για το νέο έτος, να ευχηθούμε και «καλό κουράγιο» στον Πρωθυπουργό που ξεσπιτώνεται χρονιάρες μέρες να πάει στην Ουάσιγκτον να συναντήσει τον Τραμπ.

Θέλω να ελπίζω ότι πάει επειδή πρέπει να πάει. Και ότι το κάνει χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Γνωρίζει ασφαλώς ότι ο αμερικανός πρόεδρος είναι ένα ιδιόρρυθμο μείγμα αλλοπρόσαλλου και ανισόρροπου πολιτικού παράγοντα.

Και ότι στην περιοχή μας έχει συνταχθεί πλήρως με τον Ερντογάν και τα σχέδιά του ανατρέποντας όλες τις ισορροπίες που η αμερικανική πολιτική παραδοσιακά κρατούσε από το 1950.

Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ολες σχεδόν τις επιφυλάξεις που ο Λευκός Οίκος διατύπωσε προ ημερών στον οικονομικό προϋπολογισμό του 2020 σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο θα μπορούσε να τις διατυπώσει και ο ίδιος ο… Ερντογάν!

Φυσικά η Αμερική δεν είναι πια αυτό που ήταν. Ενώ και ο ίδιος ο Τραμπ έχει μπροστά του τη νέα χρονιά μια δίκη για καθαίρεση στη Γερουσία και μια προεδρική εκλογή – δεν το λες ανέμελο και ανέφελο ορίζοντα…

Ο Μητσοτάκης όμως γνωρίζει επίσης ότι σε μια μεγάλη δύναμη είναι καλύτερα να μιλάς κι ας μη σου αρέσουν αυτά που ακούς παρά να κάνεις μούτρα επειδή δεν σου αρέσουν αυτά που ακούς.

Και ασφαλώς θα πρέπει να γνωρίζει πως (τη στιγμή που μιλάμε) ο Τραμπ έχει σοβαρές πιθανότητες επανεκλογής τον προσεχή Νοέμβριο. Με άλλα λόγια, ότι δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα μαζί του.

Ολα αυτά κατεβάζουν τον πήχη της επίσκεψης του Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο.

Αλλά ανοίγουν εκ των πραγμάτων κι ένα άλλο κεφάλαιο. Την ανάγκη της ελληνικής πολιτικής να ανοίξει τον δρόμο της Μόσχας.

Οταν με τον Πούτιν μιλούν ο Τραμπ, ο Ερντογάν, η Μέρκελ ή ο Μακρόν δεν βλέπω γιατί να μη μιλάει ο Μητσοτάκης.

Και ούτε κατανοώ την πολιτική Τσίπρα – Κοτζιά που θέλησαν μέσω Σκοπίων να αποκλείσουν τη Ρωσία από τα Βαλκάνια επειδή το ζητούσε το Βερολίνο.

Θα έπρεπε ίσως να γνωρίζουν πως η Ρωσία έχει παρουσία στα Βαλκάνια από τον 18ο αιώνα και την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Πως ήταν κυριολεκτικά στα σύνορά μας για πολλές δεκαετίες.

Και πως ουδέποτε απείλησε σοβαρά τα ελληνικά συμφέροντα πλην της τριετίας 1946-1949, όταν συντάχθηκε με τους Κοτζιάδες της εποχής.