Καμία έκπληξη από τις ιταλικές εκλογές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η δεξιά συμμαχία συνέλεξε το 44% των ψήφων, ενώ οι κυριότερες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς που εμφανίστηκαν ασύντακτα στις εκλογές, δεν ξεπέρασαν το 26% συνολικά. Ανάμεσα στους ηγέτες της συμμαχίας (Μελόνι-Σαλβίνι-Μπερλουσκόνι) ο ένας στους τέσσερις Ιταλούς ψήφισε την πρώτη (ο Σαλβίνι και ο «αναστηλωμένος» Μπερλουσκόνι περίπου ισοφάρισαν με 8-9%). Αποτέλεσμα είναι ότι τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία η δεξιά συμμαχία κατακτά άνετα την απόλυτη πλειοψηφία. Καταγράφηκε επίσης η υψηλότερη αποχή (37%) όλης της μεταπολεμικής περιόδου. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Εδώ και αρκετά χρόνια καταγράφεται στην ιταλική κοινωνία μια βαθιά δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος των ψηφοφόρων σε σχέση με την πολιτική τους εκπροσώπηση. Κυριαρχεί η αίσθηση ότι τα προβλήματα των πολιτών, κυρίως εκείνων με χαμηλά εισοδήματα και αβέβαιη επαγγελματική υπόσταση, δεν βρίσκουν ώτα ευήκοα πίσω από τις βαριές θύρες των επιβλητικών κυβερνητικών μεγάρων. Η πρόσφατη πολλαπλή κρίση (πανδημία, πληθωρισμός, υψηλοί λογαριασμοί κ.λπ.) έχει ενισχύσει τους φόβους για την καθημερινή επιβίωση και παράλληλα την απέχθεια για την κάστα των πολιτικών. Με μια ιδιαίτερα επιτυχημένη διατύπωση, αυτές τις μέρες σχολιάζεται στην Ιταλία η αποτυχία των κομμάτων που απευθύνθηκαν στους ψηφοφόρους «εντός του δακτυλίου», δηλαδή στις πιο εύπορες και με υψηλή παιδεία κατηγορίες ψηφοφόρων, σε σχέση με τα κόμματα «εκτός του δακτυλίου», που απευθύνθηκαν δηλαδή στον κόσμο των αστικών περιφερειών.

Σε αυτή την κατάσταση είναι φυσική η αναζήτηση κάθε φορά του εθνικού σωτήρα, που θα σώσει τις ζωές των πολιτών και θα προσφέρει ασφάλεια και προοπτική. Σε μια ιστορική φάση όπου οι ιδεολογίες έχουν καταρριφθεί, η ταλάντωση αυτή μπορεί να έχει ακραία χαρακτηριστικά. Παρατηρήθηκε προηγουμένως με την εντυπωσιακή άνοδο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, επιβεβαιώθηκε τώρα με το εκκρεμές να κινείται θριαμβευτικά προς τη Μελόνι και τους συνοδοιπόρους της. Η λαϊκή ψήφος μετατράπηκε σε όπλο εκδίκησης, μετά μάλιστα από πολλά χρόνια όπου οι (κατά τα άλλα απολύτως θεμιτοί) χειρισμοί της προεδρίας της δημοκρατίας, από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έως τον σημερινό πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα, διαμόρφωναν μια κυβερνητική πραγματικότητα που στο πλαίσιο του ποπουλιστικού αφηγήματος θεωρούνταν προσχηματική και τεχνητή. Γι’ αυτό και σε αυτές τις εκλογές πολλές διάσημες και καταξιωμένες φυσιογνωμίες της πολιτικής νομενκλατούρας βρέθηκαν εκτός Βουλής και Γερουσίας, εξαιτίας της υπερψήφισης λιγότερο γνωστών έως και άσημων «αντισυστημικών» υποψηφίων.

Αν όμως ο λαϊκισμός είναι παιδί του ελιτισμού, όπως έγραψε ο Μικέλε Σέρα στη «Repubblica» την περασμένη Τρίτη, δεν αρκεί για να εξηγήσει την άνοδο της «Τζόρτζια». Η Μελόνι είναι ένα μεγάλο, αυθεντικό και ανθεκτικό πολιτικό ταλέντο. Μεγάλωσε στην Γκαρμπατέλα, μια λαϊκή συνοικία της Ρώμης, και μπήκε στην πολιτική από 15 ετών. Διατέλεσε υπουργός της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι το 2008 σε ηλικία 31 ετών: η νεότερη υπουργός στην ιστορία της ιταλικής δημοκρατίας. Το 2012 ιδρύει το κόμμα «Αδέρφια της Ιταλίας» («Fratelli d’Italia», οι πρώτες λέξεις του ιταλικού εθνικού ύμνου). Στις εκλογές του 2013 τα «Αδέρφια» αποσπούν μόλις το 2%, το 2018 δεν ξεπερνούν το 4,3%, για να γίνουν σήμερα πρώτο κόμμα, με 26%! Η Μελόνι ακολούθησε παγίως μια γραμμική και «συνεπή» πολιτική στάση, ενώ στην τελευταία κυβέρνηση Ντράγκι το κόμμα της βρισκόταν μόνο του στην αντιπολίτευση. Φαίνεται ότι αυτή η τοποθέτηση απέδωσε, καθώς η αρχηγός των «Αδερφών» θεωρείται η μόνη άφθαρτη πολιτικός σήμερα στην ιταλική πολιτική σκηνή, με ένα ηγετικό προφίλ εντιμότητας και αξιοπιστίας.

Υπάρχουν κίνδυνοι; Καταρχήν να μη μας διαφεύγει ότι η Μελόνι στην ουσία υποστήριξε την κυβέρνηση Ντράγκι, ψηφίζοντας με πολιτικό πραγματισμό τα περισσότερα μέτρα της κυβέρνησής του. Ωστόσο, στο πεδίο της διαχείρισης των συμβόλων διατηρείται ακόμη από μέρους της μια -σκόπιμη; – ασάφεια, με φράσεις του τύπου «ο φασισμός υπάρχει μόνο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όταν εγώ γεννήθηκα είχε ήδη πεθάνει». Εκτός από την τρίχρωμη φλόγα/σύμβολο του δικού της και του προηγούμενου νεοφασιστικού κόμματος «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα» (MSI), ακόμη και όροι του λεξιλογίου της όπως nazione, popolo, fedeltà, orgoglio tradimento (έθνος, λαός, πίστη, υπερηφάνεια, προδοσία), αναδύονται σχεδόν από το γλωσσικό οπλοστάσιο ενός καθεστώτος που δεν θέλουμε ποτέ να ξαναδούμε. Ωστόσο, ο φόβος είναι θεμιτός αλλά αβάσιμος. Η Ιταλία είναι μια μεγάλη πολυφωνική δημοκρατική χώρα με πολλά θεσμικά αντίβαρα, έτσι ώστε τα περιθώρια οποιασδήποτε καθεστωτικής παρεκτροπής να φαίνονται απίθανα. Δεν θα πρέπει επίσης να υποτιμάται και ο ρόλος ως εγγυητή του προέδρου της Δημοκρατίας που στην Ιταλία έχει πολύ αυξημένες αρμοδιότητες, καθώς για παράδειγμα η σύνθεση της κυβέρνησης πρέπει να περάσει από την – ουσιαστική και όχι τυπική – έγκρισή του. Προφανώς αναμένουμε απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα, αλλά η διακυβέρνηση της Μελόνι δεν θα κριθεί στο επίπεδο της ιδεολογίας. Μπορεί να είναι μια κυβέρνηση συντηρητική, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι τούτο θα μεταβάλει π.χ. τη νομοθεσία για τις εκτρώσεις, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ κ.λπ. Μια Ιταλία σύμμαχος της Ουγγαρίας ή σημαιοφόρος του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν πρόκειται να υπάρξει.

Αν ωστόσο αναζητήσουμε κάποιον υπεύθυνο για τη σημερινή νίκη της Μελόνι, αυτός δεν είναι άλλος από την ιταλική Αριστερά. Επί χρόνια το Δημοκρατικό Κόμμα επαναπαύθηκε στη διαχείριση της εξουσίας. Ανέπτυξε στο εσωτερικό του πολλαπλά κέντρα επιρροής και αρχηγίσκους-μετρ των κομματικών τελετουργιών, που εφάρμοζαν τακτική κανιβαλισμού του εκάστοτε γραμματέα του κόμματος και των επιδιώξεών του για μια πραγματική ανανέωση ή σύνθεση πολιτικών στόχων. Μετατράπηκε σε κόμμα των διανοούμενων και των ελίτ «εντός του δακτυλίου» και απονευρώθηκε ως προς την πολιτική ταυτότητα και αντιπροσωπευτικότητα. Οχι μόνο: μεθόδευσε συστηματικά τη χειραγώγηση ικανών και αξιόπιστων γυναικών πολιτικών του κόμματος, υποχρεώνοντας τη μια μετά την άλλη σε έναν διακοσμητικό ρόλο ή στην πολιτική αποκαθήλωση. Υπήρχαν περιοχές όπως η Τοσκάνη, όπου η απώλεια της πολιτικής κυριαρχίας από την Αριστερά θεωρούνταν ανέκαθεν εκτός πραγματικότητας. Σήμερα η Τοσκάνη βρίσκεται στα χέρια της Μελόνι και των συν αυτή. Ενας σεισμός, με πρώτο αποτέλεσμα την άμεση δήλωση παραίτησης του έντιμου γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος Ενρίκο Λέτα. Το συμπέρασμα; Η πλέον επείγουσα ανάγκη σήμερα στην Ιταλία είναι η εκ θεμελίων ανασύσταση του Δημοκρατικού Κόμματος και η νοηματοδότηση της ιδέας μιας σύγχρονης Αριστεράς.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών της Φλωρεντίας.