Η σκηνή σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μαθητή του σχολείου πλησιάζει την καθηγήτρια του γιου του στην Ιστορία. «Πώς τα πάμε φέτος;» αναρωτιέται καλοπροαίρετα. «Εξαιρετικά» απαντάει η καθηγήτρια. «Αν εξαιρέσετε το γεγονός ότι εγώ η ίδια δεν έχω διαβάσει ως σήμερα με αφοσίωση ούτε ένα βιβλίο Ιστορίας…».

Ο πατέρας του μαθητή αιφνιδιάζεται. «Τι εννοείτε; Οτι δεν έχετε σπουδάσει Ιστορία;».

Η ειλικρινής εξομολόγηση έρχεται αυθόρμητα. «Αυτό είναι το βέβαιο» του απαντάει φιλικά. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω καν διαβάσει Ιστορία ούτε ως αναγνώστης με ενδιαφέρον για το αντικείμενο».

«Και πώς διδάσκετε τα παιδιά;» μοιάζει η πρώτη φυσική ερώτηση.

«Αυτό το έχω καταφέρει» απαντάει η εκπαιδευτικός. «Αφού αναγκάζομαι, πρέπει να βρω λύσεις. Ζητάω από τους μαθητές και τις μαθήτριες να διαβάζουν την κάθε παράγραφο του βιβλίου, να τη γράφουν με δικά τους λόγια και να τη μαθαίνουν στη συνέχεια απ’ έξω…».

Η πολιτική διπλών αναθέσεων αποσκοπεί στο να καλυφθούν κενά και να συμπληρώσουν οι εκπαιδευτικοί το ωράριό τους για να μη χάσουν την οργανική τους θέση

Με κριτήριο τη διαχείριση

Για τους απλούς… περιηγητές στο τοπίο της ελληνικής εκπαίδευσης, ο παραπάνω διάλογος μοιάζει απίστευτος, ακυρώνει τα επιχειρήματα, προκαλεί μάλλον αμηχανία. Το συναίσθημα αυτό προκάλεσε άλλωστε και στον ίδιο τον πρωταγωνιστή της, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, αρμόδιο ίσως για άλλες «ιστορίες εκπαιδευτικής τρέλας». Ωστόσο, η καθηγήτρια του γιου του τον κοιτούσε ακόμη ευγενικά χαμογελώντας.

Και του θύμιζε το μεγάλο παράδοξο που χαρακτηρίζει την εκπαίδευση στη χώρα μας: τα μαθήματα που διδάσκει ένας εκπαιδευτικός συχνότατα δεν επιλέγονται με κριτήριο τι είναι καλύτερο για τους νέους, αλλά με κριτήριο τη διαχείριση δασκάλων και καθηγητών.

Οι δεύτερες και τρίτες αναθέσεις

Η πολιτική των δεύτερων και τρίτων αναθέσεων διδασκαλίας μαθημάτων στα σχολεία επινοήθηκε αρχικά για να καλυφθούν κενά στις σχολικές αίθουσες και εφαρμόζεται επί σειρά ετών. Τι σημαίνει; Τυπικά, όταν δεν υπάρχουν επαρκείς φιλόλογοι σε ένα σχολείο οι οποίοι διδάσκουν την Ιστορία ως πρώτη ανάθεση, τότε το διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί άλλων ειδικοτήτων ως «δεύτερη ανάθεση». Δηλαδή καθηγητές που δεν σπούδασαν Ιστορία, αλλά σπούδασαν κάποιο άλλο συναφές επιστημονικό αντικείμενο. Στην Ιστορία συναφές αντικείμενο κρίνεται ότι σπούδασαν οι απόφοιτοι των ξένων φιλολογιών (Αγγλικής, Γαλλικής, Ιταλικής, Γερμανικής) και επίσης κοινωνιολόγοι και θεολόγοι.

Οι καθηγητές ξένων φιλολογιών συνήθως έχουν ένα μάθημα Ιστορίας στις σπουδές τους, επικεντρωμένο όμως κυρίως σε θέματα που τις αφορούν. Σίγουρα όχι μάθημα που προσφέρει επαρκείς γνώσεις στην Ιστορία. Στην περίπτωση της Γερμανικής Φιλολογίας – στην οποία ανήκε η εκπαιδευτικός η οποία εξομολογήθηκε την απέχθειά της για το μάθημα – η Ιστορία είναι μάθημα επιλογής (όχι υποχρεωτικό).

Την εικόνα συμπληρώνουν φυσικοί που διδάσκουν Βιολογία (οι δυο κλάδοι δεν έχουν καμία επιστημονική σχέση), γεωλόγοι που διδάσκουν Μαθηματικά, φιλόλογοι που διδάσκουν Θρησκευτικά και άλλες ευφάνταστες μείξεις επιστημονικών αντικειμένων, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν κενά, να συμπληρώσουν οι εκπαιδευτικοί το ωράριό τους για να μη χάσουν την οργανική τους θέση, να καλυφθούν δυσπρόσιτα σχολεία.

Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς τις συνεχείς αλλαγές σε μαθήματα και προγράμματα και τη συρρίκνωση σχολικών συγκροτημάτων, το μείγμα που θα προκύψει από το εκπαιδευτικό «μπλέντερ» οδηγεί σε μια σκηνή έξω από ένα γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης όπου ένας σαστισμένος πανεπιστημιακός μένει να κοιτάζει με απορία την καθηγήτρια του γιου του που (δεν) τον διδάσκει Ιστορία.

«Εγώ προσωπικά ενδιαφερόμουν από παλιά ιδιαίτερα για την Ιστορία και φροντίζω να έχω πάντα και διαδικτυακό οπτικό υλικό στην τάξη, αλλά αναγνωρίζω ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής Γερμανικών Ηλίας Λυκογιάννης που επίσης διδάσκει σήμερα Ιστορία. «Ωστόσο, να θυμίσουμε ότι η επιμόρφωση για να διδάξουμε Ιστορία είναι απαραίτητη. Αλλιώς δεν μπορείς να σταθείς στην τάξη. Βέβαια εξαρτάται και από τον άνθρωπο».

Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω καν διαβάσει Ιστορία ούτε ως αναγνώστης με ενδιαφέρον για το αντικείμενο»

Επιμόρφωση χωρίς ανταπόκριση

Οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν Ιστορία πρέπει όντως, όπως είναι φυσικό, να περνούν ειδικές επιμορφώσεις για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στα διδακτικά τους καθήκοντα. Ο κ. Παναγιώτης Γατσωτής είναι επιμορφωτής σε θέματα Ιστορίας, σύμβουλος εκπαίδευσης στην Α’ Αθήνας. «Μπορεί στο πρόγραμμα σπουδών των εκπαιδευτικών ξένων φιλολογιών να υπάρχει κάποιο μάθημα Ιστορίας, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν αρκεί» λέει στο «Βήμα» ο κ. Γατσωτής. «Χρειάζεται εξειδίκευση στη διδακτική του μαθήματος, που γίνεται βέβαια στους εκπαιδευτικούς όταν πρωτοδιορίζονται, ωστόσο μετά απαιτείται περιοδική επιμόρφωσή τους» αναφέρει. «Τους προσκαλούμε συχνά και εκείνους των ξενόγλωσσων φιλολογιών και εκείνους του κλάδου της κοινωνιολογίας. Η ανταπόκριση δεν είναι πάντα αυτή που θα έπρεπε. Υπάρχει έλλειμμα, και αυτό δεν γίνεται να μην το ομολογήσουμε» καταλήγει.

«Τους λείπει η ολιστική θεώρηση»

«Θέση μας είναι ότι η Ιστορία πρέπει να διδάσκεται από ιστορικούς» λέει με έμφαση η πρόεδρος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα κυρία Κική Σακκά. «Διότι το μάθημα της Ιστορίας (όπως και τα υπόλοιπα μαθήματα) προϋποθέτει ουσιαστική γνώση του αντικειμένου, της φιλοσοφίας του και των βασικών αρχών της διδακτικής του» συνεχίζει. «Ωστόσο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και κυρίως στο Γυμνάσιο, συμβαίνει η Ιστορία να διδάσκεται για συμπλήρωση ωραρίου από εκπαιδευτικούς που έχουν το αντικείμενο ως δεύτερη ανάθεση (καθηγητές/καθηγήτριες ξένων γλωσσών, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, θεολόγοι). Με όλο τον σεβασμό προς τους ή τις συναδέλφους – αρκετοί από τους οποίους συμβαίνει να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις απαιτήσεις του μαθήματος – όταν η ειδίκευσή τους δεν είναι η Ιστορία, αλλά η διδακτική μιας ξένης γλώσσας, ακόμη και αν έχουν ιστορικές γνώσεις συνεπεία των ιστορικών μαθημάτων που διδάχτηκαν στο πανεπιστήμιο, στερούνται μιας ολιστικής θεώρησης του μαθήματος και των απαιτήσεων της διδακτικής του».