Η μεταθανάτια φήμη είναι φευγαλέα, τελικά. Αν ζούσε σήμερα ο Στιβ Τζομπς, ιδρυτής της Apple, της πρώτης εταιρείας που έφτασε να αξίζει 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, δημιουργός του πρώτου προσωπικού υπολογιστή, του iPad και του iPhone, θα ήταν 63 ετών και θα βρισκόταν πιθανώς στη δίνη ενός σκανδάλου παιδικής κακοποίησης. Τα απομνημονεύματα της πρωτότοκης κόρης του, Λίζα Μπρέναν-Τζομπς, τα οποία κυκλοφόρησαν στις 4 Σεπτεμβρίου στην Αμερική με τον τίτλο «Small Fry» (εκδ. Grove Press), δημιούργησαν αίσθηση στην κοινή γνώμη για τη συμπεριφορά του τεθνεώτος μεγιστάνα προς τη 40χρονη σήμερα δημοσιογράφο και συγγραφέα. Οι περιστάσεις ψυχικής σκληρότητας που περιγράφονται στο βιβλίο έφεραν σε αμηχανία αρκετούς από τους λάτρεις του οραματιστή των νέων τεχνολογιών, όπως και τα μέλη της οικογενείας του: σε κοινή ανακοίνωσή τους στις 23 Αυγούστου η σύζυγος, Λορίν Πάουελ-Τζομπς, και η αδελφή του, Μόνα Σίμπσον, δήλωναν ότι οι δικές τους αναμνήσεις για την εποχή εκείνη «διαφέρουν δραματικά. Αυτό το πορτρέτο του Στιβ δεν αντιστοιχεί στον σύζυγο και στον πατέρα που γνωρίζαμε». Οπωσδήποτε, η ίδια η Λίζα φροντίζει να υπερτονίσει την αγάπη του πατέρα της και εξορθολογίζει πολλές από τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται. Η εικόνα του «Αγίου Στιβ» ωστόσο ως ευμετάβολου, ψυχρού, συναισθηματικά ανάπηρου πατέρα θα χρειαστεί πολλά επιχρίσματα μπογιάς για να αποκαταστήσει τις ρωγμές της.

Το στόρι της Λίζα Μπρέναν-Τζομπς είναι γνωστό από παλιά. Καρπός νεανικής σχέσης του Τζομπς με τη μητέρα της, Κρισάν Μπρέναν, η Λίζα μεγάλωσε στο περιθώριο του ενδιαφέροντός του. Πρώτα αρνήθηκε την πατρότητά της ισχυριζόμενος ότι ήταν στείρος, και όταν, έπειτα από τεστ DNA, το δικαστήριο του επέβαλε διατροφή 385 δολαρίων τον μήνα έσπευσε να ολοκληρώσει τις διατυπώσεις με ασυνήθιστη ταχύτητα – τέσσερις ημέρες αργότερα η Apple εισήχθη στο χρηματιστήριο και ο ίδιος απέκτησε περιουσία 200 εκατ. δολαρίων. Οι κατοπινές τους σχέσεις ήταν άλλοτε θερμές, άλλοτε ψυχρές. Στην εφηβεία της, όταν ήρθε σε ρήξη με τη μητέρα της, έζησε για ένα διάστημα στο σπίτι του πατέρα της μαζί με τη νέα του σύντροφο, Λορίν Πάουελ, και το πρώτο από τα τρία ετεροθαλή αδέλφια της. Στα φοιτητικά της χρόνια όμως, όσο εκείνη σπούδαζε στο Χάρβαρντ και στο Κινγκς Κόλετζ, απομακρύνθηκαν και πάλι. Προς το τέλος της ζωής του Τζομπς επήλθε η οριστική συμφιλίωση – και η απόφασή της να γράψει τα απομνημονεύματά της μετά τον θάνατό του από καρκίνο το 2011.

Κοφτή, λιτή, δηκτική, η γραφή της Λίζα περιγράφει μια διαδοχή παράδοξων καταστάσεων. Εχοντας ακούσει από τη μητέρα της ότι το φετίχ του Τζομπς είναι οι Porsche, τις οποίες αντικαθιστά μόλις υποστούν έστω και μια γρατζουνιά, τον ρωτά ένα βράδυ αν θα της χαρίσει αυτήν που έχει όταν δεν θα τη θέλει πια. «Σε καμία περίπτωση», της απαντά «με στυφό, δριμύ τόνο». «Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα. Κατάλαβες; Τίποτα». Οταν η μητέρα της του υποδεικνύει ένα ωραίο σπίτι που θα μπορούσε να τους αγοράσει για να ζήσουν, εκείνος συμφωνεί – και εν συνεχεία παζαρεύει την τιμή του στα 3 εκατ. δολάρια και φροντίζει να εγκατασταθεί εκεί με τη σύντροφό του. Επί δεκαετίες αρνείται πεισματικά ότι έδωσε στον πρόδρομο του Mac το όνομα της κόρης του (Lisa), για να το παραδεχθεί ενώπιόν της μόλις το 2005 έπειτα από σχετική ερώτηση του Μπόνο των U2 στη διάρκεια ενός γεύματος – «σαν οι διάσημοι να χρειάζονται άλλους διάσημους γύρω τους για να αποκαλύψουν τα μυστικά τους», παρατηρεί η Μπρέναν-Τζομπς. Ωστόσο, όλα έχουν την εξήγησή τους. Ο Στιβ της αρνείται δίδακτρα για το κολέγιο, παρά τα πλούτη του; Θέλει να της διδάξει τη χρηστή χρήση του χρήματος. Χαϊδεύεται με τη μητριά του μπροστά της και την αποτρέπει από το να φύγει υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «οικογενειακή στιγμή»; Είναι μια εναλλακτική προσέγγιση σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Ο εξορθολογισμός έχει και τα όριά του πάντως: σε μια κοινή επίσκεψη του ζεύγους σε ψυχαναλυτή η έφηβη Λίζα καταρρέει αναφέροντας ότι αισθάνεται μοναξιά – «είμαστε ψυχροί άνθρωποι», είναι η αιτιολογία της μητριάς της.

Αλλοπρόσαλλος, άλλοτε φιλικός και ευπροσήγορος, άλλοτε κατηφής και ανεξιχνίαστος, αυτός ο πατέρας µπαινοβγαίνει στην αφήγηση µε τον άτακτο ρυθµό µε τον οποίο εµφανίζεται και εξαφανίζεται από τη ζωή της. Σε ένα µεγάλο άδειο σπίτι, όπου την υποδέχεται τις πρώτες φορές που µένει µαζί του, βλέπουν κλασικές ταινίες («Μοντέρνοι καιροί», «Τα φώτα της πόλης», «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων», «Καζαµπλάνκα») και ο Τζοµπς τής αφηγείται µια ιστορία για το πώς ένας φίλος του, γιος κινηµατογραφικού παραγωγού, είδε κάποτε τη φιλοξενούµενή τους Ινγκριντ Μπέργκµαν να αυνανίζεται πλάι στην πισίνα τους. Κάπου στην ηλικία των 10 ετών ο Τζοµπς αρχίζει να προσέχει περισσότερο την κόρη του, φροντίζει να δείχνει το ενδιαφέρον του µε µικρές χειρονοµίες: την πηγαίνει να διασχίσουν µαζί τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ στο Σαν Φρανσίσκο, τη συνοδεύει σε βόλτες µε τα πατίνια τους, της µαθαίνει τις διαφορές µεταξύ των γραµµατοσειρών. Σε µια έκρηξη τρυφερότητας την αγκαλιάζει – και µετά της γνωστοποιεί «Λιζ, αυτό θα το θυµάσαι». Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα της βάλει τις φωνές την επόµενη χρονιά επειδή στη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου πάρτι κατά τη γνώµη του δεν ασχολήθηκε όσο έπρεπε µε την καινούργια σύντροφό του· ο ίδιος που θα της χαρίσει έναν από τους καινούργιους υπολογιστές του και όταν αποδειχθεί προβληµατικός, θα τον πάρει και δεν θα τον αντικαταστήσει ποτέ· ο ίδιος που τρώγοντας αµύγδαλα θα της πει ανέµελα µια µέρα: «Ξέρεις, Λιζ, δεν έχεις καµία εµπορεύσιµη δεξιότητα. Ούτε µία». Τα αισθήµατα της κόρης βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική τάξη µεγέθους από εκείνα του πατέρα: εκείνη γράφει στο ηµερολόγιό της «όταν του µιλώ για γεγονότα, τότε ζωντανεύουν πραγµατικά. Οσα δεν του λέω, δεν υπάρχουν», εκείνος σταµατά τον φωτογράφο που βγάζει οικογενειακές φωτογραφίες τη στιγµή που αντιλαµβάνεται ότι η Λίζα έχει φορέσει ένα φόρεµα της µητέρας της.

Ολα αυτά βέβαια δεν είναι τόσο πρωτοφανή όσο ισχυρίζονται όσοι, όπως ο Τρόι Γούλβερτον του «Business Insider», κάνουν λόγο για «παιδική κακοποίηση» εκ μέρους του ιδρυτή της Apple. Ο Στιβ Τζομπς έγινε ένας κοσμικός άγιος της καινοτομίας σε μια στιγμή που η κρίση κατεδάφιζε πολιτικούς και διανοητικές ηγεσίες της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Εφυγε από το προσκήνιο όντας στο απόγειο της καριέρας του, έχοντας εκτινάξει την Apple από το μηδέν στο άπειρο με την επιστροφή του στο τιμόνι της το 1997, προσφέροντας γκάτζετ όπως το iPod και το iPhone στις εύπορες τάξεις Ανατολής και Δύσης. Προβλήθηκε ως μοντέλο σύγχρονου επιχειρηματία, ιδανικό του οραματιστή του τεχνολογικού μέλλοντος, εκείνου που διέβλεπε τις ανάγκες μας πριν από εμάς για εμάς – έστω κι αν αυτές οι υποτιθέμενες ανάγκες ήταν η απουσία κουμπιών στο κινητό ή εικόνες που σκρόλαραν ομαλά, χωρίς να κολλάνε. Ο μύθος του καλλιεργούνταν στα μέσα ενημέρωσης από θεληματικούς κηπουρούς πολύ πριν από τον θάνατό του και είναι εν μέρει υπεύθυνος για τη μεταθανάτια εξιδανίκευση ενός ήδη αμφιλεγόμενου χαρακτήρα.

Εξαιρετικά ικανός οργανωτής, προικισμένος συντονιστής, άψογος κριτής της αισθητικής των τεχνολογικών προϊόντων, ο Τζομπς ταυτόχρονα είχε αναγάγει τη δυσάρεστη συμπεριφορά σε τέχνη. Στη θεωρία ήταν ο τρόπος του να διοικεί, με την ιδιοσυγκρασιακή φύση του τελειομανούς. Η Ντέμπι Κόλμαν, team manager στην Apple από το 1983, έλεγε στον Γουόλτερ Αϊζακσον στην επίσημη βιογραφία του («Steve Jobs», εκδ. Simon & Schuster) ότι στις συσκέψεις φώναζε τουλάχιστον μια φορά την ώρα σε κάποιον «είσαι μ…, δεν κάνεις τίποτα σωστά». Στην πράξη ωστόσο ο Τζομπς ήταν προσβλητικός παντού και πάντα: από τους υπευθύνους μιας εταιρείας που καθυστερούσε την παράδοση τσιπ μνήμης («είστε γαμ… μ… χωρίς γεννητικά όργανα») έως την ηλικιωμένη υπάλληλο που του έφτιαχνε έναν χυμό σε ένα κατάστημα οργανικών προϊόντων στο Λονδίνο. Το πόσο άστατος, απρόβλεπτος, δυσκοίλιος χαρακτήρας ήταν, το πόσο εξαιρετικά λεπτή ήταν η προσέγγιση που απαιτούσε, προκύπτει από τις σχέσεις με τα στελέχη του. Ο Μπράιαν Μέρτσαντ έγραφε το 2017 στο βιβλίο του «The One Device. The Secret History of the iPhone» (εκδ. Little, Brown and Company) ότι ο υπεύθυνος του εκάστοτε project όφειλε να συνυπολογίζει τον παράγοντα της μεταβαλλόμενης διάθεσης του Τζομπς, διαφορετικά «όλα όσα του έδειχνες ήταν σκατά και σου έλεγε “μην το ξαναδώ ποτέ αυτό”». Ρωτώντας ευθέως τον Τζόνι Αϊβ, επικεφαλής σχεδιασμού της Apple, γιατί ο ιδρυτής της ήταν τόσο αγενής, ο Γουόλτερ Αϊζακσον έλαβε την απάντηση πως ο Τζομπς πίστευε ότι «έχει το ελεύθερο να πληγώνει τους ανθρώπους γύρω του. Αισθανόταν ότι οι συνήθεις κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς δεν ισχύουν για τον ίδιο. Και καθώς είναι κι εκείνος ιδιαίτερα ευαίσθητος ξέρει πώς να πληγώνει αποτελεσματικά».

Η εξήγηση της Μπρέναν-Τζομπς για τα περισσότερα από τα παραπάνω έχει να κάνει με την εγγενή αδεξιότητα του πατέρα της στις ανθρώπινες σχέσεις. Σε μια συνέντευξή της στον «Guardian» την 1η Σεπτεμβρίου θα προσθέσει την αλληλεπίδραση του ψυχικού φόρτου της οικογένειας και των επαγγελματικών απαιτήσεων μιας πρωτοποριακής τεχνολογικής επιχείρησης. Αλλά κι εκεί, όπως και στο βιβλίο της, επιμένει να τονίζει τις καλές του πλευρές: τις απρόσμενες επισκέψεις του, τις κοινές τους βόλτες με τα πατίνια στο Πάλο Αλτο, την υπομονή του ως το τέλος της παράστασης σε ένα παγωμένο αμφιθέατρο όπου τον είχε παρασύρει στα γυμνασιακά της χρόνια για να παρακολουθήσουν το τότε αγόρι της. Πρόκειται αναμφίβολα για μια συμπλεγματική σχέση – που διατηρείται ακόμη και μεταθανάτια. Το φανερώνει η ομολογία της Λίζα στον «Guardian» ότι επεδίωξε το 2014 να «γοητεύσει» τον Ααρον Σόρκιν, σεναριογράφο της ταινίας «Steve Jobs», ώστε να μην περάσει στην οθόνη ως κακός χαρακτήρας. Σαφώς η ίδια θα συμφωνούσε με τη γνωμάτευση του κειμένου της Λίντα Νίλσεν, καθηγήτριας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Γουέικ Φόρεστ, στους «New York Times» της 28ης Αυγούστου: ενίοτε οι «υψηλής νοημοσύνης, επιτυχημένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολύ χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη» – να είναι με άλλα λόγια «αδέξιοι ως προς τη μετάδοση» της αγάπης τους. Αν όμως λάβει κανείς υπόψη του τη συνολική συμπεριφορά του Τζομπς, ίσως εδώ να ταιριάζει περισσότερο η παρατήρηση της Εμα Μπροκς του «Guardian» για τον σεβασμό στην «απόλυτη εξουσία» που απαιτούσε ως πατέρας από την έφηβη Λίζα. Ο Στιβ Τζομπς ήταν ένας απολυταρχικός ηγεμόνας. Και όλοι, φίλοι, στελέχη, υπάλληλοι, σύζυγοι, κόρες, όφειλαν υπακοή στην απολυταρχική εξουσία του.

Ο Τζομπς με τα μάτια της κόρης του

Το άδειο μέγαρο
«Είχε αφήσει ολόκληρο το μέρος άδειο, σαν να μην ήταν ο ιδιοκτήτης του, αλλά απλώς επισκέπτης ή καταληψίας του. Τον ρώτησα πόσα δωμάτια είχε, μου είπε ότι δεν ήξερε, δεν είχε πατήσει καν στα περισσότερα».

Περί ινδικής κάνναβης
«“Λιζ”, είπε.
“Τι έγινε;”.
“Καλό θα είναι να καπνίσεις λίγο χασίς”, είπε.
Υπαινισσόταν ότι ήμουν υπερβολικά σοβαρή. Δεν τον εμπιστευόμουν όμως. Ημουν στην τελευταία χρονιά του λυκείου. Οι βαθμοί μετρούσαν.
“Θα κάνουμε μαζί”, είπε. “Αν θέλεις”.
“Οχι, ευχαριστώ”, απάντησα. Ηθελε να με κάνει να χάσω το κίνητρό μου [για τη φοίτηση στο Χάρβαρντ] μέσα στην αποχαύνωση του χόρτου (ή έτσι πίστευα τότε). Μετά θα μπορούσε να λέει: “Βλέπεις, δεν ήταν άξια”.
“Θα γίνεις χίπισσα μια μέρα”, μου είπε, “πίστεψέ με”.
“Οχι, δεν θα γίνω”, είπα […].
“Οπως θέλεις”, είπε και βγήκε από το δωμάτιό μου, αλαφροπατώντας πάνω στις σόλες των Birkenstock του, σφυρίζοντας, σαν να ήθελε να παρελάσει μπροστά μου με όλη τη γαλήνη και την ευτυχία του».

Η απολογία του Στιβ Τζομπς
«“Θέλω να σου πω κάτι. Δεν φταις εσύ”. Αρχισε να κλαίει. “Μακάρι να υπήρχε εγχειρίδιο γι’ αυτά τα πράγματα. Μακάρι να ήμουν πιο σοφός. Εσύ όμως δεν φταις. Να το ξέρεις, δεν φταις εσύ για τίποτα”. Περίμενε να φτάσει η στιγμή που δεν θα είχε απομείνει σχεδόν τίποτα από τον εαυτό του για να ζητήσει συγγνώμη. Αυτό ήταν που περίμενα να ακούσω. Και αισθάνθηκα σαν να έβαζα κρύο νερό πάνω σε ένα κάψιμο».

Ο χρόνος
«“Γιατί δεν φοράς ρολόι;”, τον ρώτησα την άλλη µέρα. Είχα ντυθεί κιόλας για να πάω στο σχολείο. Οι κυριλέ τύποι φορούσαν ρολόγια.“Δεν θέλω να µε δεσµεύει ο χρόνος”, είπε».

Το χρήμα
«Τον ρώτησα κάποτε αν έδινε χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς και μου ύψωσε τη φωνή λέγοντας “να μη σε νοιάζει”. Η Λορίν είχε αγοράσει κάποτε με την πιστωτική του κάρτα ένα βελούδινο φόρεμα για την ανιψιά του και την επέπληξε γι’ αυτό διαβάζοντας φωναχτά τον λογαριασμό μέσα στην κουζίνα. Υπέθετα ότι η φειδώ του υπήρξε μία από τις αιτίες που δεν είχαμε πολλά έπιπλα και ο λόγος που δεν ήθελε να προσλάβει κάποιον για να βοηθάει με τον αδελφό μου ή να καθαρίζει το σπίτι ήταν ακριβώς το γεγονός ότι ήταν σφιχτοχέρης, αν και τελικά μπορεί να μην ήταν αλήθεια. Στα σουπερμάρκετ, στα εστιατόρια, στο GAP έκανε δυνατά υπολογισμούς για το κόστος των πραγμάτων και για το τι μπορούσε να αγοράσει μια κανονική οικογένεια και αγανακτούσε όταν τα πράγματα ήταν υπερβολικά ακριβά και αρνιόταν να τα αγοράσει. Εγώ από την πλευρά μου θα ήθελα απλώς να αποδεχθεί κάποια στιγμή το γεγονός ότι δεν ανήκε στους κανονικούς ανθρώπους και να αρχίσει επιτέλους να ξοδεύει ασύστολα. Τη γενναιοδωρία του την είχα ακουστά, πως είχε αγοράσει μια Alfa Romeo για την Τίνα, μια BMW για τη Λορίν, πως είχε ξεπληρώσει το φοιτητικό της δάνειο. Πίστευα ότι φειδωλός ήταν κυρίως μαζί μου, γι’ αυτό αρνιόταν να μου αγοράσει περισσότερα τζιν ή έπιπλα ή να βάλει θέρμανση στο δωμάτιό μου, γενναιόδωρος ήταν με όλους τους υπόλοιπους. Δυσκολευόμουν να καταλάβω γιατί κάποιος με αρκετά χρήματα ήθελε επίτηδες να δημιουργεί μια αίσθηση έλλειψης, γιατί δεν μας παρείχε πράγματα πλουσιοπάροχα».

Περίπατος στα σύννεφα
«“Κοίτα αυτά τα σύννεφα”, είπε μια ηλιόλουστη μέρα δείχνοντας έξω από το παράθυρο· είχε πια αρρωστήσει, αλλά μπορούσε ακόμη να περπατά και ήταν σε καλή διάθεση. “Αυτά τα σύννεφα βρίσκονται σε ύψος σχεδόν δέκα χιλιάδων ποδών. Κάπου δυο μίλια, δηλαδή. Αν θέλουμε, εσύ κι εγώ το μίλι το περπατάμε, για να δούμε, σε περίπου είκοσι λεπτά. Σε σαράντα λεπτά θα μπορούσαμε να ήμασταν εκεί”, είπε».

Κακή μεγαλοφυΐα
«Οταν γράφουν διάφοροι για την κακία του πατέρα μου, παίρνουν ως δεδομένο ότι κακία και μεγαλοφυΐα συνδέονται. Οτι το να έχεις το ένα σε φέρνει κοντύτερα στο άλλο. Με τα δικά μου μάτια, όμως, στις στιγμές της δημιουργικότητάς του ήταν ο καλύτερος εαυτός του: ευαίσθητος, πρόθυμος να συνεργαστεί, αστείος. Οι φίλοι του με τους οποίους συνεργαζόταν είχαν την τύχη να βλέπουν αυτή του την πλευρά περισσότερο από ό,τι εγώ».