«Θα γράψω την κατασκοπική ιστορία που θα βάλει τέλος σε όλες τις κατασκοπικές ιστορίες». Οταν υπηρετεί κανείς στον στρατό, κάθε φιλοδοξία για τη μετέπειτα πολιτική ζωή είναι θεμιτή, πόσω μάλλον όταν διατυπώνεται εν μέσω ενός παγκοσμίου πολέμου. Είναι βέβαιο ότι οι αποδέκτες της παραπάνω πρότασης του Ιαν Φλέμινγκ το 1944 τον άκουσαν με το απαραίτητο μείγμα ευγένειας και συγκατάβασης. Ηταν προορισμένοι να καταπιούν τη γλώσσα τους με καθυστέρηση δεκαετίας, όταν με αφετηρία το «Casino Royale» του 1953 ο πρώην αξιωματικός της ναυτικής αντικατασκοπείας θα παρήγε 12 μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων που θα πουλούσαν συνολικά πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα. Πριν από την επινόηση του Τζέιμς Μποντ, ο πατέρας του διασημότερου πράκτορα της ποπ κουλτούρας ήταν άλλος ένας γόνος εύπορης οικογένειας που μετέφραζε τα πλούτη της σε βίο περιορισμένης ευθύνης. Μετά τη δημιουργία του έγινε συνώνυμο του spy novel: «Οταν ξεκίνησα να γράφω», έλεγε το 1977 ο κατά κοινή ομολογία μετρ του είδους Τζον Λε Καρέ, «η λέξη «κατάσκοπος» ταυτιζόταν με τον Μποντ».

Ο Ιαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ, γεννημένος στο Μέιφερ του Λονδίνου στις 28 Μαΐου 1908, ήταν γιoς βουλευτή του Συντηρητικού Κόμματος που σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917. Η καταγωγή του αρκούσε για να περάσει από το Ιτον, να γραφτεί στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Γενεύης (και να τα εγκαταλείψει), να πετύχει, αν και οριακά, στις εξετάσεις για το υπουργείο Εξωτερικών. Μέχρι το 1935 η οικογένειά του είχε φροντίσει να του εξασφαλίσει εργασία στο πρακτορείο Reuters, μια θέση στον τραπεζιτικό κλάδο, την πρόσληψή του ως χρηματιστή. Τον Φλέμινγκ κινητοποίησε μόνο η πρώτη, καθώς ικανοποιούσε την έμφυτη ροπή του στην περιπέτεια. Για το υπόλοιπο της ζωής του ο ίδιος μπορούσε να επιδεικνύει την αυτόγραφη επιστολή με την οποία ο Ιωσήφ Στάλιν αρνιόταν να του παραχωρήσει συνέντευξη και οι άλλοι να επικαλούνται τη μνημειώδη περίσταση του 1933 κατά την οποία καλύπτοντας τη θεατρική δίκη έξι βρετανών μηχανικών της εταιρείας Metropolitan-Vickers στη Μόσχα φρόντισε την ημέρα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου να κόψει τα καλώδια όλων των τηλεφώνων εκτός από το δικό του προκειμένου να μεταδώσει πρώτος την είδηση. Χωρίς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πιθανότατα θα κατατασσόταν σε υποσημειώσεις της περιόδου ακατάλληλες για μύωπες, ίσως ως ο τρίτος άνθρωπος στην παράλληλη σχέση της Αν Τσάρτερις, τότε λαίδης Ο’Νιλ, με τον ιδιοκτήτη της «Daily Mail», λόρδο Ρόδερμιρ.

Η τέχνη αντιγράφει τη ζωή

Μέχρι πρόσφατα η συμμετοχή του Φλέμινγκ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξισωνόταν με μια άνετη θέση στα μετόπισθεν. Ωστόσο, σύμφωνα με την εκτεταμένη έρευνα σε διάσπαρτες πηγές που πραγματοποίησαν οι Κρίστοφερ Μοράν και Τρέβορ Μακ Κρίσκεν, η άποψη αυτή θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Σε άρθρο τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Contemporary British History» το 2018, επισημαίνουν ότι ο διορισμός του ως προσωπικού βοηθού του ναυάρχου Τζον Γκόντφρεϊ, διευθυντή της Ναυτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, συνοδεύθηκε από «ευθύνες και προνόμια που ξεπερνούσαν κατά πολύ τον τίτλο του»: επικοινωνούσε με πράκτορες στην κατεχόμενη Ευρώπη, συντόνιζε τις έρευνες εντοπισμού εχθρικών σκαφών, είχε γνώση των μυστικών της θραύσης των γερμανικών απόρρητων κωδίκων με τη μηχανή Enigma και ήταν ο άγρυπνος φύλακας που καθόριζε ποια αιτήματα ή προβλήματα θα έφταναν στον προϊστάμενό του. Ενίοτε αναλάμβανε και την ανάκριση αιχμάλωτων αξιωματικών του γερμανικού στόλου. Η μέθοδός του ήταν μάλλον αντισυμβατική και συνίστατο στο τραπέζωμα του κρατούμενου στο «Scott’s», ένα από τα πιο ονομαστά εστιατόρια του Γουέστ Εντ. Σε μια αξιομνημόνευτη περίσταση, μάλιστα, λίγο έλειψε να συλληφθεί από μέλη του Ειδικού Κλάδου, όταν ο σερβιτόρος τους κατήγγειλε ως ύποπτο τον χαμηλόφωνο διάλογο στα γερμανικά με τον πλοίαρχο ενός υποβρυχίου του οποίου η γλώσσα είχε λυθεί από το εξαιρετικής ποιότητας κρασί. (Παρεμπιπτόντως, στο ρεστοράν αυτό μυήθηκε στο «shaken, not stirred» μαρτίνι που αργότερα θα απαιτούσε ο διάσημος πράκτοράς του από τους μπάρμεν ανά τον κόσμο.) Τον Ιούνιο του 1940, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού, Oυίνστον Τσόρτσιλ, ο Φλέμινγκ μετέβη στην καταρρέουσα Γαλλία για να διαπραγματευθεί με τον ναύαρχο Νταρλάν την παράδοση του γαλλικού στόλου στους Βρετανούς, ένας γερμανικός βομβαρδισμός, όμως, διέκοψε τις συζητήσεις. Και πριν από την απόβαση στη Σικελία, το 1943, αναμείχθηκε στον σχεδιασμό της «Επιχείρησης Κιμάς», της τροφοδοσίας των γερμανικών δυνάμεων στην Ευρώπη με πλαστά έγγραφα που πιστοποιούσαν ότι η επίθεση των Συμμάχων προοριζόταν για την Ανατολική Μεσόγειο.

Μετά το 1945 ο Φλέμινγκ τυπικά επέστρεψε στη δημοσιογραφία. Οι Μοράν και Μακ Κρίσκεν σημειώνουν πως τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι παρέμεινε άτυπα συνδεδεμένος με τις μυστικές υπηρεσίες παρέχοντας σε πράκτορες το προκάλυμμα του ανταποκριτή. Ως επικεφαλής του τμήματος εξωτερικών ειδήσεων στο συγκρότημα Τύπου του λόρδου Κέμσλεϊ συντόνιζε 30 εφημερίδες, με κυριότερη τους «Sunday Times», ναυαρχίδα του ομίλου. Η διευθέτηση ήταν λίαν εξυπηρετική: για δύο μήνες τον χρόνο μια άδεια μετ’ αποδοχών του επέτρεπε να μεταβαίνει στο «Goldeneye», το κτήμα του στην Τζαμάικα, προκειμένου να συναντά μυστικά την ερωμένη του, Αν Τσάρτερις, σύζυγο τότε του πρώην εραστή της, λόρδου Ρόδερμιρ, και να ασκείται στη συγγραφή του κατασκοπικού μυθιστορήματος που θα έβαζε τέλος σε όλα τα κατασκοπικά μυθιστορήματα. Γράφοντας «2.000 λέξεις την ημέρα χωρίς αναθεωρήσεις και διορθώσεις», όπως δήλωνε αργότερα με αυτοπεποίθηση στα όρια της αλαζονείας, δεν ήταν δύσκολο να παράγει τακτικά λεπτούς τόμους των 250 σελίδων. Το περιεχόμενό τους τού ήταν εξίσου ευχερές: «Αντλούσα την πλοκή από τις πολεμικές μου αναμνήσεις, τη σενιάριζα, πρόσθετα έναν ήρωα, έναν εγκληματία και ιδού το βιβλίο». Οι εγκληματίες ήταν λεγεώνα, ο ήρωας ήταν ένας. Με τον εμβληματικό Τζέιμς Μποντ επινόησε ένα σύμβολο της ποπ κουλτούρας του 20ού αιώνα.

Αlter ego του συγγραφέα

Εχοντας γεννηθεί πάνοπλος από το κεφάλι του δημιουργού του, ο πράκτορας 007 ήταν προικισμένος με τις αρετές και τα ελαττώματα εκείνου – την προτίμησή του στην ομελέτα, τη δίψα του για το μαρτίνι, τη δράση του ως «σειριακού γυναικά». (Στα ημερολόγια της τρίτης ζωής της, ως δική του σύζυγος, η Αν Τσάρτερις θα έγραφε ότι θεωρούσε τον εαυτό της προνομιούχο, μια και ήταν η μοναδική γυναίκα με την οποία ο Φλέμινγκ όχι μόνο πήγε στο κρεβάτι αλλά και ξύπνησε δίπλα της το επόμενο πρωί.) Οπωσδήποτε, ο συγγραφέας δεν ήταν το «αμβλύ όργανο», η ωμή πολεμική μηχανή που συνιστούσε το alter ego του. Ο διευθυντής της CIA και στενός φίλος του, Αλεν Ντάλες, τον χαρακτήριζε «λαμπρό και πνευματώδη συνομιλητή». Καλλιεργημένος ήταν αναμφίβολα: το «Ζεις μονάχα δυο φορές», 12η στη σειρά των περιπετειών του Μποντ, παραπέμπει στον ομώνυμο στίχο του περίφημου ιάπωνα ποιητή του 17ου αιώνα Ματσούο Μπασό, ενώ το όνομα του «Goldeneye» προέρχεται από τον τίτλο του μυθιστορήματος της σπουδαίας Αμερικανίδας Κάρσον Μακ Κάλερς «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια». Τον εκλεκτικισμό του μαρτυρεί η διαδοχή των Τ. Σ. Ελιοτ, Ιβλιν Γουό, Πάτρικ Λι Φέρμορ στον κατάλογο των συγγραφέων του οίκου Queen Anne Press στον οποίο τελούσε χρέη εκτελεστικού διευθυντή από το 1952. Για τον διάσημο πλωτάρχη, βέβαια, όλα αυτά θα ήταν βαριά και ασήκωτη κουλτούρα – το δικό του αναγνωστικό απόγειο ήταν «Η τέχνη της πληροφορίας» του Αλεν Ντάλες, φιλική χειρονομία τοποθέτησης προϊόντος στον «Ανθρωπο με το χρυσό πιστόλι».

Ο Φλέμινγκ πρόλαβε να δει τον Τζέιμς Μποντ να γίνεται εκδοτικό φαινόμενο, όχι όμως και ασταμάτητο κινηματογραφικό franchise. Τουλάχιστον, ο «Δρ Νο» και το «Από τη Ρωσία με αγάπη» τον εξοικείωσαν με τις αρετές του Σον Κόνερι, τον οποίο αρχικά δεν ενέκρινε: η αναθεώρηση έγινε φανερή στο «Ζεις μονάχα δυο φορές», όπου ο έντυπος 007 υιοθετεί το χιούμορ εκείνου της μεγάλης οθόνης. Μανιώδης καπνιστής και χρόνιος πότης, ο Ιαν Φλέμινγκ πέθανε στα 56 του χρόνια από καρδιακή προσβολή, στις 12 Αυγούστου 1964. Εναν μήνα αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου, θα έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο ο «Χρυσοδάκτυλος» που έσπασε τα ταμεία, συγκεντρώνοντας πάνω από 120 εκατομμύρια δολάρια και εξασφαλίζοντας ότι το πνευματικό του τέκνο δεν θα γινόταν διάττων αστέρας, αλλά υπέρλαμπρο άστρο.