Η ζωή μου,όπως την έζησα
Η 91χρονη Ευαγγελία Τράκα-Σκαμάγκα αφηγείται στην εγγονή της εικόνες από τη σκληρή καθημερινότητά της και τις αναμνήσεις της από τον πόλεμο και τον σεισμό του 1955
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Γεννήθηκα στον Βόλο το 1930 στην περιοχή της Νεάπολης κι εδώ έζησα όλα τα χρόνια μου. Η οικογένειά μου είχε έρθει από τη Βουλγαρία, πρόσφυγοι ήτανε. Οι δικοί μου ήρθανε στο Βόλο αλλά ήτανε κι άλλα σόγια που βρήκανε καλύτερα στις Σοφάδες της Καρδίτσας και μείνανε εκεί. Ο Βόλος ήτανε τότε σαν ένα μεγάλο χωριό, πολύ αραιοκατοικημένο και η δική μας η περιοχή ήτανε σα να λέμε προάστιο. Ητανε πολλοί Βολιώτες πλούσιοι που μένανε στο «κέντρον» αλλά είχανε και σπίτια εδώ στη Νεάπολη, εξοχικά. Ημασταν και κοντά στη θάλασσα, στις Αλυκές. Τότε δεν υπήρχανε οι δρόμοι που είναι σήμερα. Για να πας στην πόλη πιο γρήγορα μπορούσες να πας με την «μπενζίνα» (σ.σ.: μηχανοκίνητο πλοιάριο).
Εδώ στη Νεάπολη ήτανε ανοιχτωσιά, χωράφια άλλα καλλιεργημένα, άλλα ρουμάνια. Και μπαξέδες. Κάθε μπαξές και το σπίτι του, άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα. Εμείς είχαμε μποστάνι και βάζαμε αγγούρια, κολοκύθια κι άλλα τέτοια. Ο παππούς σου μετά έβαλε και δέντρα, ροδακινιές, κυδωνιές. Εγώ δούλευα από μικρή στο χωράφι, μαζί με την αδερφή και τον αδερφό μου. Μικρή ήμουνα αλλά για να δουλεύω ήμουνα μεγάλη.
Μόλις σχολούσα από το σχολείο που πήγαινα στα Παλιά μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και πηγαίναμε και μαζεύαμε τρέβλα, την ήμερη αντράκλα, τη δεματιάζαμε κι εκείνος πήγαινε και τα πουλούσε μετά στα Παλιά. Πήγαινε όμως ζαρζαβάτια παντού με τη σούστα (σ.σ.: κάρο, άμαξα) ως ψηλά, στον Ανω Βόλο, σε κάτι μανάβηδες που τον γνωρίζανε ότι είχε καλά πράγματα. Εμάς τα παιδιά μετά το σχολείο μας έδινε η μάνα μας ένα κομμάτι ψωμί κι από πάνω βάζαμε ένα παστό ψάρι και περπατούσαμε και τρώγαμε και πηγαίναμε στο χωράφι να δουλέψουμε μέχρι να αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο πατέρας μου σηκωνόταν χαράματα να πάει πάλι στο χωράφι κι ήταν από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που όλα τα κάνανε μοναχοί τους και με τη βοήθεια των συγγενών και των γειτόνων. Ως και χτισίματα κάνανε μοναχοί τους, δεν περιμένανε από κανέναν.
QQQ
Στο μπαξέ μας είχαμε πηγάδι και μια μεγάλη στέρνα που μαζεύαμε το νερό και κάτω από τη στέρνα υπήρχε ένα «κλειδί», το λέγαμε που το ανοιγοκλείναμε με μια μεγάλη πέτρα για να πηγαίνει το νερό στο μπαξέ όταν ποτίζαμε. Με τον πατέρα μου πήγαινα και μαζεύαμε τα ροδάκινα όταν γινόντανε και τα καλύτερα τα έβαζε πάνω πάνω στα καλάθια. Εγώ τα ζήλευα κι ήθελα να φάω από κανένα αλλά ο πατέρας μου όταν με έπαιρνε είδηση με έδινε χαστούκι. Παραφύλαγα κι εγώ πότε δε θα με βλέπει και τότε έκρυβα κανένα από τα καλά στην ποδιά μου γιατί ήθελα να δώσω και στα αδέρφια μου.
Ο πατέρας μου δε μιλούσε και συνεννοούνταν με νοήματα και με τα χέρια. Του άρεσε όμως πολύ η μουσική και όσα λεφτά περίσσευαν πήγαινε κι έπαιρνε πλάκες για τα γραμμόφωνα. Εκεί που πήγαινε στα χωράφια ήταν κι ένα παλικάρι 18 χρονών τότε, ο Σωτήρης, που τον έδωσε σημασία τον πατέρα μου γιατί οι περισσότεροι δεν τον δίναν σημασία. Ερχότανε λοιπόν ο Σωτήρης στο σπίτι μας, με είδε, με λιμπίστηκε και με ζήτησε να παντρευτούμε. Ο πατέρας μου επειδή είχαν γίνει φίλοι και του άρεσε το παλικάρι μ’ έδωσε. Ετσι παντρεύτηκα τον παππού σου. Ο Σωτήρης ήτανε θαλασσινός, είχανε καΐκι με τον πατέρα του και δούλευε στη θάλασσα. Δόξα τω Θεώ, δούλευε εκείνος, δούλευα κι εγώ, τα καταφέραμε να μεγαλώσουμε παιδιά, να τα σπουδάσουμε να τα αποκαταστήσουμε. Εχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου γι΄ αυτό είμαι γερό κόκαλο.
QQQ
Τι θυμάμαι από τον πόλεμο; Πολλά πράγματα δεν τα ένιωθα, παιδάκι ήμουνα αλλά δε θα ξεχάσω δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Εμείς είχαμε πάει στο σχολείο, όμορφα κι ωραία και ο δάσκαλος μας έλεγε για την Αφρική, Γεωγραφία και ακούστηκε η σειρήνα και ήρθανε πολλοί άνθρωποι και μας λέγανε «Φύγετε, φύγετε, πόλεμος» κι αρχίσανε τα παιδιά να πηδάνε τους σοβάδες και να τρέχουνε κι εγώ έψαχνα τον αδερφό μου γιατί μέσα στη σαστιμάρα μου είχα ξεχάσει πως δεν είχε έρθει σχολείο εκείνη την ημέρα. Το δεύτερο είναι που βομβαρδίσανε το λιμάνι του Βόλου και τραντάχτηκε όλη η γης μέχρι σε μας. Τους φοβόμουνα τους βομβαρδισμούς. Αλλά ο πατέρας μου και κάτι άλλοι είχανε σκάψει ένα λαγούμι και κάθε που ακουγότανε η σειρήνα όλη η οικογένεια και οι γείτονες κρυβόμασταν εκεί μέσα ίσα που κρατούσε ο συναγερμός και μετά βγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις.
Πείνα πολλή, όπως λένε, δεν είχαμε. Ας είναι καλά τα χωράφια και τα ζώα μας! Βέβαια και οι Ιταλοί και μετά οι Γερμανοί μας τ΄ αρπάζανε. Είχανε βάλει και δικούς μας Ελληνες να ζυγίζουνε και να δίνουνε το μερίδιο που έπρεπε σ΄ αυτούς και ό,τι περίσσευε σε μας. Αυτοί πολλές φορές κάνανε τα στραβά μάτια και παίρναμε περισσότερο.
Δύσκολο πράγμα ο πόλεμος! Κανείς να μην το δει και να μην το ζήσει.
QQQ
Θυμάμαι πάλι και τους μεγάλους σεισμούς του ’55. Παναγίτσα μου! Τι ήταν κι εκείνο. Η γης να τρέμει και να ακούγεται ένα βουητό! Ενα μέρος από το σπίτι που είχε φτιάξει ο παππούς σου σαρίστηκε (σ.σ.: γκρεμίστηκε). Εμείς φοβόμαστε και καθόμασταν έξω σε κάτι πρόχειρες κατασκευές με λινάτσες. Επειδή όμως ήμασταν πολλοί και είχαμε και μωρά παιδιά πήγε η μάνα μου και παρακάλεσε και μας δώσαν ένα αντίσκηνο. Μπροστά στο αντίσκηνο αυτό έχουμε βγάλει και τη φωτογραφία.
Δε βαριέσαι! Τα φτιάξαμε πάλι όλα από την αρχή και καλύτερα».

