«Η υψηλή αισθητική υπερβαίνει τις τάσεις»
Η επιτυχημένη αρχιτέκτων εσωτερικών χώρων Μαρία Βαφειάδη, που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο και έχει μεταξύ άλλων επιμεληθεί εμβληματικά ξενοδοχεία όπως το Sheraton Grand London Park Lane και το Grand Hyatt Abu Dhabi Hotel & Residences, μιλάει για την επιθυμία της να προσφέρει στους επισκέπτες μια ανεξίτηλη εμπειρία ζωής.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αν αναρωτιέστε τι μπορεί να συνδέει το Grand Resort Lagonissi και το Costa Navarino στην Ελλάδα με πολυτελή resorts του εξωτερικού όπως το Royal Hideaway Corales Hotel & Suites στην Τενερίφη και Bürgenstock Resort στην Ελβετία, η απάντηση είναι ένα ελληνικό ονοματεπώνυμο: Μαρία Βαφειάδη. Η διακεκριμένη αρχιτέκτων και interior designer σπούδασε αρχικά αρχιτεκτονική στο Μιλάνο, για να μεταπηδήσει στην πορεία στον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων. Το 1999 ίδρυσε τη δική της εταιρεία, την MKV Design, στο Λονδίνο και το 2010 άνοιξε το δεύτερο γραφείο της στην Ελβετία. Σήμερα, η MKV Design έχει αναγνωριστεί ως μία από τις κορυφαίες εταιρείες του είδους της στον κόσμο, παρέχοντας υψηλής ποιότητας υπηρεσίες σχεδιασμού εσωτερικών χώρων και ριζικών ανακαινίσεων σε ξενοδοχεία και ιδιωτικές κατοικίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Κυρία Βαφειάδη, πώς μεγαλώσατε;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στην Καλλιθέα, σε μία Καλλιθέα εντελώς διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή. Μέναμε σε σπίτι με κήπο, δεν είχαν χτιστεί ακόμη όλες αυτές οι πολυκατοικίες. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η μητέρα μου δεν δούλευε. Τελείωσα το Δημόσιο Γυμνάσιο της Καλλιθέας αλλά δεν πέρασα στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Βέβαια είχα δηλώσει μόνο Αρχιτεκτονική στο μηχανογραφικό».
Πότε αποκτήσατε αυτή τη σχέση με την αρχιτεκτονική;
«Η αισθητική των κτιρίων, η αρχιτεκτονική, ακόμη και η πολεοδομία μού ασκούσαν ανέκαθεν μεγάλη γοητεία. Δεν υπήρξε συγκεκριμένη στιγμή που το συνειδητοποίησα. Ηξερα από μικρή ότι με ενδιέφερε μια καριέρα σε ένα δημιουργικό πεδίο, αλλά δεν είχα το απαιτούμενο ταλέντο στη ζωγραφική, για παράδειγμα. Η αρχιτεκτονική είναι ένα επάγγελμα δημιουργικό, χωρίς να έχει αμιγώς καλλιτεχνικό χαρακτήρα».
Στα 17 σας βρεθήκατε για σπουδές στο Μιλάνο. Πώς σας φάνηκε η ζωή εκεί στην αρχή;
«Μου άρεσε. Εκανα γρήγορα φίλους – πολλοί Ελληνες σπούδαζαν τότε στην Ιταλία. Αρκετοί από αυτούς αισθάνονταν άσχημα διότι τους έλειπε η Ελλάδα. Εμένα θυμάμαι πως μου έλειπε η οικογένειά μου, αλλά όχι τόσο η πατρίδα μου ως χώρα, αυτό που έβλεπα γύρω μου μού φαινόταν τόσο ενδιαφέρον και καταλάβαινα ότι θα με άλλαζε σαν προσωπικότητα, θα με επηρέαζε βαθιά. Αυτή η συνειδητοποίηση είχε περισσότερη βαρύτητα για εμένα από το γεγονός ότι για κάποιους μήνες τον χρόνο δεν θα ήμουν στην Αθήνα. Δεν υπέφερα στο εξωτερικό. Είναι αλήθεια ωστόσο πως είμαι προσαρμοστικός άνθρωπος, πραγματίστρια. Προσπαθώ πάντα να εστιάζω στα θετικά κάθε κατάστασης. Ηταν σημαντική αυτή η εμπειρία. Σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που είμαι σήμερα το οφείλω και εκεί».
Τι κάνατε όταν πήρατε το πτυχίο σας;
«Τελειώνοντας τις σπουδές μου στο Μιλάνο έμεινα στην Ιταλία και δούλεψα εκεί για ορισμένους μήνες. Στη συνέχεια επέστρεψα στην Ελλάδα και εργάστηκα για δύο-τρία χρόνια στην Αθήνα ως αρχιτέκτων. Οταν παντρεύτηκα, πήγα στην Αυστρία, στη Βιέννη, και εκεί συνέχισα την ίδια πορεία. Η μεγάλη αλλαγή στην καριέρα μου συνέβη όταν μετακομίσαμε οικογενειακώς στο Λονδίνο. Ξέρετε, μετά από πέντε χρόνια στην Αυστρία είχα λίγο βαρεθεί, η αρχιτεκτονική στη συγκεκριμένη χώρα δεν παρουσίαζε τότε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πηγαίνοντας στη βρετανική πρωτεύουσα γνώριζα ήδη πολύ καλά ότι αυτό που με ενδιέφερε πιο πολύ ήταν το να κάνω interior design σε ξενοδοχεία».
Αυτό πώς προέκυψε;
«Ταξίδευα πολύ από παιδί αλλά και αργότερα με τον άνδρα μου. Τα ξενοδοχεία μού ασκούσαν πάντοτε μεγάλη γοητεία, ένιωθα πως σε μεταφέρουν σε έναν άλλον κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε να επιστρατεύσεις σκηνογραφικές ικανότητες, να δημιουργήσεις μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, και αυτό το έβρισκα συναρπαστικό. Τότε δεν υπήρχαν σχολές για αυτό το αντικείμενο, το μάθαινες εμπειρικά, δουλεύοντας σκληρά. Κατά μεγάλη μου τύχη, μου δόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η δυνατότητα να δουλέψω σε μια εταιρεία με εξειδίκευση στον συγκεκριμένο κλάδο. Αφού πέρασα από όλες τις θέσεις και έγινα διευθυντικό στέλεχος, αποφάσισα εννέα χρόνια αργότερα ότι ήμουν έτοιμη να κάνω τη δική μου εταιρεία, η οποία αριθμεί πια 20 χρόνια λειτουργίας».
Η MKV Design έχει φέρει εις πέρας πολλά εντυπωσιακά εγχειρήματα. Ποιο ξεχωρίζετε;
«Μετά από 30 χρόνια παρουσίας στον χώρο της εσωτερικής αρχιτεκτονικής και design και έχοντας πλέον δουλέψει σε πάνω από 100 έργα – κατοικίες (στις οποίες δεν αναφερόμαστε από σεβασμό στην ιδιωτικότητα των πελατών μας) και βέβαια ξενοδοχεία, Spa, casino, golf club, εστιατόρια σε όλον τον κόσμο – δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια έργα γιατί όλα είναι μοναδικά. Θα σταθώ απλά στο τελευταίο, το Bürgenstock Resort στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Δεν μιλάμε απλά για ένα ξενοδοχείο. Αναφερόμαστε σε έναν τουριστικό προορισμό. Στην Ελλάδα έχουμε αντίστοιχα σχεδιάσει το Costa Navarino. Και τα δύο έργα αποτελούν ορόσημα για την ομάδα μας και αποτυπώνουν τη δυναμική μας ως εταιρεία. Διακρίνονται από πολυπλοκότητα, είναι μεγάλα projects που απαιτούν τη σύνθεση πολλών διαφορετικών στοιχείων. Οποιος τα αναλαμβάνει πρέπει να ασχοληθεί μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια χωρίς να ξεχνάει την ολότητα. Το παν είναι να καταφέρεις να αφηγηθείς μια ιστορία, κάτι που θα μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη κάθε επισκέπτη».
Πώς αντιμετωπίζετε αυτές τις μεγάλες προκλήσεις;
«Μοιάζουν με πολυεπίπεδο παζλ που πρέπει να το φτιάξεις κομμάτι-κομμάτι. Οταν μάλιστα γνωρίζεις ότι οφείλεις να δημιουργήσεις κάτι που θα αφήσει ισχυρό στίγμα, η ευθύνη είναι μεγάλη».
Τι ορισµό δίνετε στην υψηλή αισθητική;
«Είναι για μένα μια πολύ υποκειμενική έννοια. Προσωπικά, την ταυτίζω με την εκλεκτικότητα, με ό,τι διαθέτει προσωπικότητα και ξεφεύγει από τα καθιερωμένα. Η υψηλή αισθητική υπερβαίνει τις τάσεις, χωρίς να είναι απαραίτητα αυτό που λέμε κλασικό».
Την πολυτέλεια πώς την ορίζετε; Είναι κάτι που απαιτεί χρήματα;
«Οχι, καθόλου. Η πολυτέλεια δεν έχει καμία σχέση με το μπάτζετ. Θεωρώ ότι η μεγαλύτερη πολυτέλεια για όλους μας πλέον είναι ο χρόνος. Ζούμε μια πεπερασμένη ζωή και πρέπει οι εμπειρίες μας να την κάνουν πιο πλούσια και ουσιαστική. Για μένα το μεγάλο στοίχημα είναι να μεταφράσω αυτή τη φιλοσοφία σε design. Να φτιάξω χώρους που οι επισκέπτες τους θα μπορούν να πουν ότι είδαν, βίωσαν, ένιωσαν κάτι που δεν άφησε τον χρόνο τους να περάσει ανεκμετάλλευτος».
Τις εξελίξεις στον χώρο του design στην Ελλάδα τις παρακολουθείτε;
«Προσπαθώ να κρατάω μια επαφή και εκτιμώ πως το design στην Ελλάδα έχει τα τελευταία χρόνια μια ανοδική πορεία. Γενικά η Ελλάδα διαθέτει στην αρχιτεκτονική και το design ένα ανθρώπινο δυναμικό με μεγάλη δυναμική. Υπάρχει εξέλιξη».
Ποια ήταν τα πρότυπά σας, αλήθεια;
«Οι δύο αρχιτέκτονες τους οποίους θεωρώ καθοριστικούς για τη διαμόρφωσή μου είναι ο Κάρλο Σκάρπα και ο Τζο Πόντι. Με έχει επηρεάσει επίσης πολύ ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ, ειδικά όσον αφορά την ένταξη των κτιρίων στη φύση, την αρμονία με το περιβάλλον. Μια ντιζάινερ που λατρεύω είναι σίγουρα η Αντρέ Πούτμαν, ενώ θαυμάζω πολύ και τις ιδέες της Ζάχα Χαντίντ».
Η Ελλάδα πώς σας έχει επηρεάσει ως δημιουργό;
«Ενα ελληνικό στοιχείο που υπάρχει σίγουρα στις δουλειές μου είναι η λιτότητα. Εχω επίσης μια αδυναμία στο μάρμαρο σαν υλικό, μου αρέσει πολύ η υφή του, το πώς φαίνεται στο φως. Αγαπώ επίσης τα μπλε, τα τιρκουάζ, όλα τα χρώματα της θάλασσας. Ισως και υποσυνείδητα τελείως η χώρα μου να με επηρεάζει. Κάτι που επίσης θεωρώ ότι σχετίζεται με την εθνικότητά μου είναι η σημασία που δίνω στη σχέση των κτιρίων με τον περιβάλλοντα χώρο τους. Δεν πιστεύω στα κτίρια που το εξωτερικό περίβλημά τους δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το εσωτερικό τους ή που είναι εντελώς αποκομμένα από ό,τι τα περιβάλλει».
Ξεχωρίζετε κάποιο από τα κτίρια που έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα;
«Θα ξεχωρίσω αυτό που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο για το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος».
Η βάση της εταιρείας σας είναι το Λονδίνο. Σας ανησυχεί το επερχόμενο, υποτίθεται, Brexit;
«Το Brexit είναι μια πονεμένη ιστορία. Ισως επειδή είμαι ξένη εδώ να το βλέπω διαφορετικά και οι βρετανοί πολίτες να έχουν άλλη άποψη. Η μεγαλοσύνη του Λονδίνου είναι αυτή ακριβώς η πολυπολιτισμικότητα που το διακρίνει – σε αυτή τη μητρόπολη συμβιώνουν αρμονικά όλες οι φυλές του κόσμου. Σαφώς με ανησυχεί αυτή η εξέλιξη, επειδή ωστόσο εμείς δραστηριοποιούμαστε στον τομέα της παροχής υπηρεσιών και όχι στην παραγωγή, δεν φοβόμαστε τόσο πολύ. Νομίζω πως η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα πάει τη χώρα πίσω και ελπίζω ότι δεν θα συμβεί τελικά. Ο,τι και να γίνει, πάντως, πιστεύω πως στο τέλος θα τα καταφέρουμε ακόμη κι αν για λίγο καιρό μάς στοιχίσει».
Μια τελευταία ερώτηση: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που προσέχετε όταν μπαίνετε σε έναν χώρο;
«To πώς με κάνει να αισθάνομαι. Δεν είμαι πάντως επαγγελματίας designer 24 ώρες το 24ωρο. Παρατηρώ τα πράγματα αλλά δεν ανήκω σε αυτούς που δίνουν συνεχώς συμβουλές».

