Η μοναρχία, ταυτιζόμενη με τον αντιβενιζελισμό, ήταν αμφισβητούμενη από το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού το 1915. Η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και εν συνεχεία η φυγή του βασιλιά και της κυβέρνησης, ως συνέπεια της κατάληψης της Ελλάδας από τον Αξονα, περιόρισε στο ελάχιστο την απήχησή της. Μόνο έρεισμα του θρόνου απέμενε η βρετανική υποστήριξη. Κατά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, η κυριαρχία του ΕΑΜ προδίκαζε το τέλος του.

Διαβάστε επίσης:

Η ήττα όμως της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά ανέστρεψε τις εξελίξεις, επέτρεψε την επικράτηση ενός συντηρητικού αντικομμουνιστικού συνασπισμού. Η επάνοδος του Γεωργίου Β΄ τον Σεπτέμβριο του 1946 κατέστησε τον θρόνο κεντρικό στοιχείο μιας δομής εξουσίας με συνεκτικό στοιχείο τον αντικομμουνισμό. Η επικράτηση των αστικών δυνάμεων στον εμφύλιο πόλεμο και η ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου σήμαιναν την ευχερή διαχείριση της κληρονομιάς του Εθνικού Διχασμού. Η συνταύτιση του Σοφοκλή Βενιζέλου, γιου του Ελευθερίου, με τον βασιλιά Παύλο υπογράμμιζε ένα είδος ιστορικού συμβιβασμού των Φιλελευθέρων με τον θρόνο.

Ο ανένδοτος αγώνας και η επικράτηση της Ενωσης Κέντρου το 1963-64 ανέδειξαν μια νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Η Ελλάδα αστικοποιείτο, η εκπαίδευση και η ανάπτυξη δημιουργούσαν νέα μικροαστικά και μεσαία στρώματα με προσδοκία ευημερίας και κοινωνικής ανόδου. Οι μέθοδοι κυριαρχίας που βασίζονταν στους πολιτικούς αποκλεισμούς της μετεμφυλιακής περιόδου δεν γίνονταν πλέον ανεκτές. Ο νεαρός τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος επέδειξε έναντι των εξελίξεων βαθύτατα συντηρητική τάση ταυτιζόμενος με το σύστημα πολιτικής κυριαρχίας της μετεμφυλιακής περιόδου. Η κρίση του Ιουλίου του 1965 οφειλόταν στην επιδίωξη του στέμματος, σε συνεργασία με την κοινοβουλευτική Δεξιά και μια παραδοσιακή φιλελεύθερη μερίδα της Ενωσης Κέντρου, να αποδυναμωθεί η κοινωνική και πολιτική δυναμική της δεκαετίας του ΄60. Η πρόθεση της πάση θυσία αποτροπής της επιστροφής της Ενωσης Κέντρου στην εξουσία με τις εκλογές του 1967 εγκιβώτισε τον θρόνο και τις συντηρητικές ελίτ σε μια στρατηγική ενδεχόμενης συνταγματικής εκτροπής από την οποία επωφελήθηκε η ομάδα των συνταγματαρχών. Αυτή εξέφραζε μια μερίδα του σώματος των αξιωματικών, ευρισκόμενη πέραν του στενού βασιλικού κύκλου, η οποία ήταν αντικομμουνιστική και αντικοινοβουλευτική.

Η κρίση του 1965-67 στέρησε το στέμμα από οποιαδήποτε νομιμοποίηση ή ανοχή μεταξύ του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Ακόμα και μεταξύ της Δεξιάς η ηγεμονία περνούσε στον Καραμανλή που πρόβαλλε ένα σχέδιο για εξευρωπαϊσμό και ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος. Το κρίσιμο στοιχείο της Μεταπολίτευσης ήταν ότι στρατιωτικοί και πολιτικοί συμφώνησαν να κληθεί ο Καραμανλής ως φορέας κύρους και στρατηγικής, ενώ δεν υπήρξε συζήτηση για την επάνοδο του βασιλιά, έκπτωτου ήδη από το 1973.

Το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 ανέδειξε τη συρρίκνωση της επιρροής της μοναρχίας στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο θρόνος είχε αποκοπεί από τα δυναμικά και μορφωμένα μεσοαστικά και μικροαστικά στοιχεία που εξέφρασε το Κέντρο τη δεκαετία του ΄60 και ήταν αποξενωμένος από τα λαϊκά στρώματα. Η μοναρχία εξασφάλισε υποστήριξη άνω του εθνικού μέσου όρου της σε ορισμένα μόνο παραδοσιακά της προπύργια. Αυτή η ψήφος ήταν περισσότερο ψήφος νοσταλγίας ή νομιμοφροσύνης. Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του είχε χειραφετηθεί από ένα εξωκοινοβουλευτικό κέντρο εξουσίας που απέβλεπε σε άσκηση εξουσίας υπερβαίνοντας τον συμβολικό ρόλο των μοναρχιών στη σύγχρονη εποχή.

  • Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών, Κέντρο Ερεύνης Ιστορίας Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.