Η χρονιά που βασίλευε ο τρόμος
Πενήντα χρόνια από το μπαράζ τρομοκρατικών ενεργειών ανά τον κόσμο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το 1972 θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν η χρονιά της τρομοκρατίας. Από τη Ματωμένη Κυριακή στην Ιρλανδία και τις επακόλουθες επιθέσεις του ΙRΑ, μέχρι τις δράσεις του Ενωμένου Κόκκινου Στρατού στην Ιαπωνία και του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού στο Ισραήλ και τη Σφαγή του Μονάχου κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, εκείνη η χρονιά βάφτηκε με αίμα από πολλαπλές τρομοκρατικές επιθέσεις. Ηταν μια περίοδος όπου ο πλανήτης ζούσε με κομμένη την ανάσα παρακολουθώντας τις απανωτές επιθέσεις τρομοκρατικών οργανώσεων εναντίον κυβερνητικών στόχων, αξιωματούχων, βιομηχάνων και δημοσιογραφικών κολοσσών.
Η Ματωμένη Κυριακή
στη Βόρεια Ιρλανδία
Το 1972 βρήκε τη Βόρεια Ιρλανδία σε αναβρασμό. Στα μέσα του Ιανουαρίου ο βρετανικός στρατός είχε προχωρήσει σε πολλές συλλήψεις καθολικών στο Μπέλφαστ με σκοπό, όπως τόνιζε η βρετανική κυβέρνηση, την εξάλειψη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙRΑ), μιας ένοπλης στρατιωτικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 1919 και είχε ως αρχικό στόχο την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία, την ίση μεταχείριση προτεσταντών και καθολικών και αργότερα την προσκόλληση της Βόρειας Ιρλανδίας στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Τον Ιανουάριο του 1972 οι διαδηλώσεις είχαν απαγορευτεί ενώ η κυβέρνηση των προτεσταντών είχε δημιουργήσει και ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους καθολικούς συλληφθέντες. Την Κυριακή 30 Ιανουαρίου η Ενωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας οργάνωσε πορεία στο Ντέρι, στο λίκνο του κινήματος για την ανεξαρτησία της Β. Ιρλανδίας, στην οποία πήραν μέρος χιλιάδες καθολικοί ζητώντας την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Β. Ιρλανδία. Κατά τη διάρκεια της πορείας ο βρετανικός στρατός άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 14 άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους και έξι ανήλικοι. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι διαδηλωτές που δέχτηκαν τα πυρά ήσαν άοπλοι, όπως και οι υπόλοιποι διαδηλωτές, ενώ πέντε από αυτούς πυροβολήθηκαν πισώπλατα.
38 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2010, δημοσιεύτηκε το επίσημο πόρισμα σύμφωνα με το οποίο κανένα από τα θύματα δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη, ενώ ορισμένοι από αυτούς πυροβολήθηκαν την ώρα που πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες σε τραυματισμένους διαδηλωτές. Σύμφωνα πάντα με το πόρισμα, ο στρατός άνοιξε πυρ απροειδοποίητα και αδικαιολόγητα, ενώ ορισμένοι από τους στρατιώτες δήλωσαν ψέματα σχετικά με τα γεγονότα. Η βρετανική κυβέρνηση μέσω του τότε πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε επίσημα συγγνώμη για το γεγονός. Η σφαγή αποτελεί μία από τις πιο μαύρες σελίδες στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας και έμεινε στην Ιστορία σαν «Ματωμένη Κυριακή». Δύο ημέρες αργότερα ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ ηχογράφησε το τραγούδι «Give Ireland back to the Irish» που λογοκρίθηκε αμέσως από το BBC.
Ο φονικός κύκλος
των «αντιποίνων»
Τα τραγικά γεγονότα εκείνης της αιματοβαμμένης Κυριακής πυροδότησαν έναν κύκλο τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον βρετανικών στόχων.
Στις 2 Φεβρουαρίου μια βόμβα εκρήγνυται στον Βρετανικό Ναυτικό Ομιλο στο τότε Δυτικό Βερολίνο με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένα άτομο. Η τρομοκρατική οργάνωση Κίνημα της 2ας Ιουνίου αναλαμβάνει την ευθύνη και σε σχετική ανακοίνωση δηλώνει ότι η επίθεση έγινε ως συμπαράσταση στον ΙRΑ. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου, ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο με 130 κιλά εκρηκτικής ύλης εκρήγνυται στο Αλντερσοτ στη Βρετανία, έξω από τη βάση του 16ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, μέλη της οποίας είχαν πάρει μέρος στη σφαγή στο Ντέρι. Εξι πολίτες και ένας στρατιωτικός χάνουν τη ζωή τους από την έκρηξη. Την ευθύνη αναλαμβάνει ο ΙRΑ, λέγοντας ότι είναι μια απάντηση στα γεγονότα της Ματωμένης Κυριακής. Ηταν η μεγαλύτερη επίθεση της οργάνωσης σε βρετανικό έδαφος και μία από τις πιο θανατηφόρες. Επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων ήταν απλοί πολίτες η επίθεση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών κατά του ΙRΑ, που λίγο αργότερα, τον Μάιο, ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά την ένοπλη δράση του. Λίγους μήνες αργότερα το μέλος της οργάνωσης Νόελ Τζένκινσον καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκιση για τη συμμετοχή του στην επίθεση. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα από καρδιακό πρόβλημα.
Ιαπωνικό θρίλερ σε
ζωντανή μετάδοση
Στις 19 Φεβρουαρίου πέντε οπλισμένα μέλη της οργάνωσης Ενωμένος Κόκκινος Στρατός εισβάλλουν σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο στην περιοχή Καρουιζάβα, που αποτελεί αγαπημένο θέρετρο για τους κατοίκους του Τόκιο. Είχε προηγηθεί μια εσωτερική εκκαθάριση στους κύκλους της οργάνωσης, όταν οι ηγέτες της, ο Τσουνέο Μόρι και η Χιρόκο Ναγκάτα, είχαν διατάξει την εκτέλεση οκτώ μελών, ενώ άλλα έξι είχαν κρεμαστεί ζωντανά στα δέντρα και είχαν αφεθεί να πεθάνουν από το κρύο. Στις 16 Φεβρουαρίου η αστυνομία είχε συλλάβει τον Μόρι και τη Ναγκάτα, καθώς και άλλα έξι μέλη της οργάνωσης. Πέντε από τα εναπομείναντα μέλη επιτίθενται στο ξενοδοχείο και κρατούν όμηρο τη σύζυγο του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Η ιαπωνική αστυνομία περικύκλωσε το ξενοδοχείο και δέκα ημέρες αργότερα εισέβαλε σε αυτό. Η όμηρος διασώθηκε, τα μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν, ενώ δύο αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους. Η αστυνομική επιχείρηση μεταδόθηκε ζωντανά από την ιαπωνική τηλεόραση σε έναν τηλεοπτικό μαραθώνιο που κράτησε σχεδόν 11 ώρες.
Η σφαγή στο αεροδρόμιο
Λοντ του Τελ Αβίβ
Λίγο καιρό αργότερα στις 30 Μαΐου τρία μέλη της οργάνωσης Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός που δρούσαν για λογαριασμό της παλαιστινιακής οργάνωσης Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης/Εξωτερικές Δράσεις επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο Λοντ στο Ισραήλ, που βρίσκεται κοντά στο Τελ Αβίβ και σήμερα είναι γνωστό ως Διεθνές Αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν. Από την επίθεση έχασαν τη ζωή τους 26 άτομα και τραυματίστηκαν 80. Δύο από τους δράστες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ενώ ο τρίτος συνελήφθη. Ανάμεσα στα θύματα συμπεριλαμβάνεται και ο διεθνούς φήμης καθηγητής Ααρον Κατζίρ, που ήταν επικεφαλής της Ισραηλινής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών.
Η αντίστροφη μέτρηση
για την Μπάαντερ/Μάινχοφ
Στις 19 Μαΐου τρεις από τις έξι βόμβες που είχαν τοποθετηθεί στα γραφεία του δημοσιογραφικού οργανισμού Axel Springer AG στο Αμβούργο εκρήγνυνται. Την ευθύνη της επίθεσης αναλαμβάνει η οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός, που είχε ιδρυθεί το 1970 από τον Αντρέα Μπάαντερ και την Γκούντρουν Ενσλιν. Οταν αργότερα προσχώρησε σε αυτήν η δημοσιογράφος Ουλρίκε Μάινχοφ, η οργάνωση έγινε γνωστή σαν Μπάαντερ/Μάινχοφ. Ανάμεσα στις ιδρυτικές εξαγγελίες της οργάνωσης ήταν και η αντίθεση των μελών της στην αποτυχία της προηγούμενης γενιάς να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζιστικό παρελθόν της. Η ίδρυσή της, σύμφωνα με τα ηγετικά στελέχη της, ήταν μια αντίδραση στον αποκλεισμό και την εξουδετέρωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς από το πολιτικό γίγνεσθαι της τότε Δυτικής Γερμανίας. Επιδόθηκε σε αντάρτικο πόλεων και είχε κηρύξει ένοπλο αγώνα κατά του κρατικού μηχανισμού. Είχαν πάρει μέρος, μεταξύ άλλων, σε εμπρησμούς πολυκαταστημάτων, βομβιστικές επιθέσεις, καθώς επίσης και σε απαγωγές και δολοφονίες πολιτικών, δικαστικών και βιομηχάνων.
Στις 24 Μαΐου η οργάνωση τοποθετεί μια βόμβα στη βάση του αμερικανικού στρατού στη Χαϊδελβέργη. Από την έκρηξη της βόμβας έχασαν τη ζωή τους τρεις αμερικανοί στρατιώτες.
Στις 2 Ιουνίου, ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών με τις αστυνομικές δυνάμεις, συλλαμβάνονται στη Φρανκφούρτη ο Αντρέας Μπάαντερ και άλλα μέλη της οργάνωσης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Ιουνίου, συλλαμβάνεται σε μια μπουτίκ στο Αμβούργο η Ενσλιν, ενώ μία εβδομάδα μετά, στις 14 Ιουνίου, συλλαμβάνεται κοντά στο Ανόβερο η Μάινχοφ. Και οι τρεις θα βρεθούν λίγα χρόνια αργότερα κρεμασμένοι στα κελιά τους. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι και οι τρεις αυτοκτόνησαν. Οι συλλήψεις των τριών ηγετικών στελεχών έβαλαν ουσιαστικά τέλος στη δράση της πρώτης γενιάς της οργάνωσης. Ωστόσο η οργάνωση συνέχισε τη δράση της μέχρι και το 1998, όταν με επιστολή της στο πρακτορείο Ρόιτερς ανακοίνωσε ότι σταματούσε την ενεργό δράση.
Η χειρότερη μέρα
στην ολυμπιακή ιστορία
Στις 5 Σεπτεμβρίου οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες, που εκείνη τη χρονιά γίνονταν στο Μόναχο, βρίσκονταν ήδη στη δεύτερη εβδομάδα της διοργάνωσης. Ηταν η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που οι Αγώνες γίνονταν σε γερμανικό έδαφος και μάλιστα στην πόλη που είχε γεννηθεί το κόμμα των Ναζί. Επρόκειτο για μια συμβολική επιλογή που σκοπό είχε να αναδείξει την επούλωση των πληγών από τον πόλεμο που είχε αιματοκυλίσει την Ευρώπη. Στους αγώνες συμμετείχαν 7.173 αθλητές από 121 χώρες. Σε μια προσπάθεια να τονιστεί ότι τα τραύματα του παρελθόντος είχαν πια ξεχαστεί και να διαγραφούν οι μνήμες του παρελθόντος και ιδιαίτερα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, οι γερμανικές αρχές θέλησαν να δημιουργήσουν μια φιλική ατμόσφαιρα στο Ολυμπιακό Χωριό, με χαλαρά μέτρα ασφαλείας τα οποία επέτρεπαν στους αθλητές να μπαινοβγαίνουν από τις εγκαταστάσεις χωρίς να επιδεικνύουν την απαραίτητη ταυτότητα. Πολλοί αθλητές δεν δίσταζαν να βγαίνουν από το χωριό σκαρφαλώνοντας στους φράχτες που περιέβαλλαν τον χώρο.
Παρά τις διαβεβαιώσεις των γερμανικών αρχών για την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας, ο επικεφαλής της ισραηλινής αποστολής είχε εκφράσει δημόσια τις επιφυλάξεις του, οι οποίες έμελλε να επιβεβαιωθούν με τον πιο δραματικό τρόπο. Τα ξημερώματα της 5ης Σεπτεμβρίου μια ομάδα ένοπλων Παλαιστινίων που φορούσαν αθλητικές στολές και ανήκαν στην οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης εισέβαλε στις εγκαταστάσεις εκμεταλλευόμενη τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Ο Μαύρος Σεπτέμβρης είχε ιδρυθεί έναν χρόνο νωρίτερα μετά την έξωση των Παλαιστινίων και την απέλαση της PLO, ηγέτης της οποίας ήταν ο Γιάσερ Αραφάτ, από την Ιορδανία. Τα μέλη της οργάνωσης ήταν Παλαιστίνιοι που προέρχονταν από τα στρατόπεδα προσφύγων στο Λίβανο, τη Συρία και την Ιορδανία. Σύμφωνα με σχετικές ανακοινώσεις, η επίθεση στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου είχε σκοπό να ευαισθητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη στον παλαιστινιακό αγώνα.
Οι δολοφονίες
και η ομηρεία
Οι εισβολείς κατάφεραν να φτάσουν στον τομέα όπου φιλοξενούνταν οι ισραηλινοί αθλητές. Αφού δολοφόνησαν δύο από αυτούς, πήραν ομήρους άλλους εννέα. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη δύο νεκροί και εννέα όμηροι, ο πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής επέμεινε ότι οι Αγώνες έπρεπε να συνεχιστούν.
Ανάμεσα στα αιτήματα των τρομοκρατών ήταν η απελευθέρωση περισσότερων από 200 Παλαιστινίων που κρατούνταν σε ισραηλινές φυλακές, η απελευθέρωση του Μπάαντερ και της Μάινχοφ από τις γερμανικές φυλακές και η διάθεση ενός αεροπλάνου για να τους μεταφέρει σε ασφαλή προορισμό στη Μέση Ανατολή. Ενώ οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη, μια προσπάθεια διάσωσης των ομήρων ματαιώθηκε όταν έγινε αντιληπτό ότι οι ενέργειες της δυτικογερμανικής αστυνομίας μεταδίδονταν ζωντανά σε σχεδόν 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και σε πολλές τηλεοράσεις στο Ολυμπιακό Χωριό. Περίπου στις 22.00, πιστεύοντας ότι είχαν καταλήξει σε συμφωνία, οι τρομοκράτες οδήγησαν τους δεμένους και με δεμένα μάτια ομήρους τους από τα διαμερίσματά τους σε λεωφορεία που τους μετέφεραν σε ελικόπτερα που τους περίμεναν. Τα ελικόπτερα θα τους μετέφεραν σε μια στρατιωτική βάση περίπου 25 χιλιόμετρα από το Ολυμπιακό Χωριό. Παρά το γεγονός ότι οι στρατιώτες ήταν καλύτερα εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι από τους αστυνομικούς, το μεταπολεμικό Σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας τους απαγόρευε να συνδράμουν τις αστυνομικές δυνάμεις.
Στη βάση είχε προσγειωθεί ένα Μπόινγκ 727 μέσα στο οποίο επέβαιναν 17 γερμανοί αστυνομικοί που υποτίθεται ότι ήταν μέλη του πληρώματος, αλλά τα σχέδια της γερμανικής αστυνομίας άλλαξαν και τους δόθηκε οδηγία να εγκαταλείψουν το αεροσκάφος. Επιπλέον ελεύθεροι σκοπευτές είχαν τοποθετηθεί σε λάθος σημεία και ήταν οπλισμένοι με λάθος όπλα, ενώ τα περιπολικά που κινούνταν προς τη βάση μπλοκαρίστηκαν στην κίνηση και δεν έφτασαν εγκαίρως. Γενικά η επιχείρηση της γερμανικής αστυνομίας για την αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν μια παταγώδης αποτυχία.
Το αιματοβαμμένο φινάλε
της επιχείρησης
Τα ελικόπτερα έφτασαν περίπου στις 22.30 και δύο τρομοκράτες πήγαν να επιθεωρήσουν το αεροσκάφος. Διαπιστώνοντας ότι ήταν άδειο και αντιλαμβανόμενοι ότι επρόκειτο για εξαπάτηση, ειδοποίησαν τους συντρόφους τους, οπότε οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και αρκετοί τρομοκράτες και ένας αστυνομικός σκοτώθηκαν. Τα πληρώματα των ελικοπτέρων έτρεξαν να καλυφθούν, αλλά οι ισραηλινοί αθλητές ήταν δεμένοι μεταξύ τους και είχαν παγιδευτεί.
Μετά την αρχική ανταλλαγή πυρών, κατά την οποία οι τρομοκράτες πυροβόλησαν επίσης τους προβολείς που φώτιζαν την πίστα, το σκηνικό κατέληξε σε ένα σκοτεινό θρίλερ που διακόπτονταν από σποραδικούς πυροβολισμούς. Τα μεσάνυχτα ένας γερμανός αξιωματούχος ανακοίνωσε ότι όλοι οι όμηροι είχαν απελευθερωθεί και όλοι οι τρομοκράτες είχαν σκοτωθεί, μια αναφορά που αποδείχθηκε τραγικά πρόωρη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ένας τρομοκράτης πέταξε μια χειροβομβίδα σε ένα από τα ελικόπτερα, σκοτώνοντας όλους τους ισραηλινούς ομήρους εκτός από έναν, τον David Berger, έναν αμερικανικής καταγωγής παλαιστή, που όμως υπέκυψε από εισπνοή καπνού πριν προλάβουν να τον φτάσουν οι διασώστες. Οι εχθροπραξίες τέλειωσαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ο τραγικός απολογισμός της επίθεσης ήταν έντεκα ισραηλινοί αθλητές, ένας γερμανός αστυνομικός και πέντε τρομοκράτες. Τρεις από αυτούς συνελήφθησαν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διακόπηκαν για 24 ώρες στη μνήμη των νεκρών αθλητών.
Η έκθεση που είχε
προβλέψει την επίθεση!
Μια έρευνα για την τραγωδία, που διεξήχθη από τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τη βαυαρική κυβέρνηση και την αστυνομία του Μονάχου, διαπίστωσε ότι η επίθεση ήταν αναπόφευκτη. Οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι ουσιαστικά αθώωσαν την αστυνομία και τους ίδιους. Κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα παρά το γεγονός ότι είχαν στα χέρια τους μια έκθεση που είχε προβλέψει την επίθεση του Μαύρου Σεπτέμβρη με πρωτοφανή ακρίβεια.
Τους μήνες πριν από τους Αγώνες, η οργανωτική επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου είχε ζητήσει από τον ψυχολόγο της αστυνομίας Γκέοργκ Ζίμπερ να «βάλει στο τραπέζι» δεκάδες σενάρια ασφαλείας. Μεταξύ των 26 πιθανοτήτων που πρότεινε ο Ζίμπερ ήταν επιθέσεις κατά των αγώνων από τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό, τη Φράξια του Κόκκινου Στρατού, την ΕΤΑ και άλλες τρομοκρατικές ομάδες. Η «Κατάσταση 21» του Ζίμπερ υπολόγιζε ότι δώδεκα παλαιστίνιοι ένοπλοι θα σκαρφάλωναν στις 5.00 στον φράχτη του Ολυμπιακού Χωριού, θα άρπαζαν ισραηλινούς ομήρους, θα σκότωναν έναν ή δύο και θα απαιτούσαν την απελευθέρωση κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές και αεροσκάφος για να τους μεταφέρει στη Μέση Ανατολή. Η οργανωτική επιτροπή αποφάσισε ότι η προετοιμασία για απειλές όπως αυτές που πρότεινε ο Ζίμπερ θα δημιουργούσε ένα περιβάλλον ανασφάλειας που δεν θα ανταποκρινόταν στο όραμά τους για τους Αγώνες. Μέσα σε λίγες ώρες από την επίθεση στο Ολυμπιακό Χωριό, ο Ζίμπερ απολύθηκε από τη συμβουλευτική του θέση σε έναν κρατικό μηχανισμό που είχε ήδη αρχίσει την προσπάθεια να αποκρύψει τα λάθη του.
Η αεροπειρατεία και
η υποδοχή ηρώων
Στις 29 Οκτωβρίου, λιγότερο από δύο μήνες μετά τη σφαγή, δύο τρομοκράτες του Μαύρου Σεπτέμβρη έκαναν αεροπειρατεία σε ένα Μπόινγκ 727 της Lufthansa που κατευθυνόταν από τη Δαμασκό της Συρίας προς τη Φρανκφούρτη και απείλησαν να το ανατινάξουν μαζί με το πλήρωμα και τους επιβάτες, αν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά τους. Το αεροπλάνο που είχε καταληφθεί έκανε κύκλους πάνω από το Ζάγκρεμπ της Γιουγκοσλαβίας (σήμερα Κροατία), ενώ οι τρεις επιζώντες ένοπλοι του Μονάχου, οι οποίοι ανέμεναν τη δίκη τους, μεταφέρθηκαν από διαφορετικές φυλακές και πέταξαν στο Ζάγκρεμπ με ιδιωτικό τζετ. Οι αντάρτες επιβιβάστηκαν στο Boeing, το οποίο στη συνέχεια πέταξε στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα απελευθερώθηκαν και οι τρομοκράτες έγιναν δεκτοί ως «ήρωες της επιχείρησης του Μονάχου».

