Κάθε φορά που φτάνει η 21η Απριλίου πιέζω τον εαυτό μου να θυμηθεί κάτι από τις ημέρες της χούντας, τις οποίες ίσα που πρόλαβα. Ημουν πολύ μικρός όταν η χούντα έπεσε. Αν κάτι θυμάμαι καλά, όμως, είναι ότι μεγάλωσα ακούγοντας συνεχώς πολλούς να μιλάνε για αυτήν: ανήκω στη γενιά που έζησε τη μεταχουντική αμηχανία, δηλαδή την πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης. Μπορώ να πω ότι περισσότερο και από την ίδια τη χούντα θυμάμαι το φάντασμά της. Κυρίως θυμάμαι την κρυμμένη κάτω από το χαλάκι αίσθηση ενοχής την οποία είχε πάρα πολύς κόσμος που την ανέχθηκε. Μην πω ότι τη στήριξε κιόλας – τόσο που αυτό το φάντασμα φοβάμαι πως δεν το ξόρκισε.

Oταν έπεσε η χούντα θυμάμαι πολλούς να λένε για κάποιον γνωστό τους ότι «ήταν χουντικός», σαν να έκαναν αναφορά σε κάποιον λεπρό ή βαριά άρρωστο. Διάφοροι που την περίοδο της επταετίας έγιναν δήμαρχοι, νομάρχες, απλοί κοινοτάρχες, ακόμη και διοικητές νοσοκομείων, άλλαξαν πόλεις, μερικοί και δουλειά, επιδιώκοντας μια νέα αρχή με όπλο την ανωνυμία που μια μετακόμιση καμιά φορά εξασφαλίζει. Αυτό το παράξενο διάστημα, το οποίο αμυδρά θυμάμαι, κράτησε λίγο. Κυρίως γιατί το κομμάτι της χώρας που επί χούντας έζησε καλά ήταν μεγάλο και επομένως δεν είχε και κανέναν λόγο να ταλαιπωρεί αυτούς που απλά πρόσφεραν στους Συνταγματάρχες μερικές υπηρεσίες παραπάνω.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω