Didier decoin
Η Υπηρεσία Κήπων και Λιμνών
Μετάφραση Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
Εκδόσεις Στερέωμα, 2018
σελ. 376, τιμή 17,16 ευρώ
Στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα, το χωριό Σιμάε ήταν ξακουστό για το ψάρεμα και την εκτροφή υπέροχων ψαριών. Διατηρούσε μάλιστα προνομιούχο δεσμό με την αυτοκρατορική αυλή του Χεϊανκιό – το σημερινό Κιότο – καθώς την τροφοδοτούσε με αρκετά ιδιαίτερους κυπρίνους που χρησίμευαν ως ζωντανοί διάκοσμοι στις λίμνες των ιερών ναών της, όπου οι βουδιστές και σιντοϊστές μοναχοί λατρευτικά υπηρετούσαν τις εκατοντάδες χιλιάδες θεότητες που βασίλευαν τότε στην Απω Ανατολή. Ο ταπεινός και φιλότιμος Νακαμούρα Κατσούρο είχε γίνει το καμάρι των συγχωριανών του, ήταν ο καλύτερος και πιο επιδέξιος ψαράς σε όλη την επαρχία Σιμοτσούκε. Ο ίδιος δύο ή τρεις φορές τον χρόνο εκτελούσε τις υψηλές παραγγελίες που έρχονταν από την πρωτεύουσα, μεταφέροντας εκεί τους πλέον εντυπωσιακούς κυπρίνους. Επρόκειτο για μια αποστολή δύσκολη και νευραλγική, καθότι ο δρόμος ήταν μακρύς και, επιπλέον, από τη σταθερή αποτελεσματικότητά της εξαρτιόνταν η οικονομία και η επιβίωση της γενέτειράς του. Ολα πήγαιναν καλά ώσπου, μια αποφράδα μέρα, ο δύστυχος Κατσούρο πνίγεται στον ποταμό Κουζαγκάουα.
Ο φόβος για το μέλλον αρχίζει να ζώνει τους πάντες. Τα βλέμματα στρέφονται απρόσμενα προς την Αμακούσα Μιγιούκι, τη χήρα του ψαρά, μια σιωπηλή γυναίκα «σαν κλαδάκι άχυρου» που απόμεινε μονάχη της πριν καν τριανταρίσει. Και τη στιγμή που όλοι περιμένουν την κατάρρευσή της, εκείνη αντλεί τη δύναμη από τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο και αποφασίζει να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο, να συνεχίσει το έργο του άντρα της. «Το νερό ήταν παγωμένο. Το σκοτάδι την εμπόδιζε να δει τα ψάρια, αλλά ένιωθε την παρουσία τους από τα αγγίγματά τους, από τον ελαφρύ παλμό των πτερυγίων τους στα πόδια της, είχε την εντύπωση ότι περπατούσε ανάμεσα σε κρύες πεταλούδες που πετούσαν» σημειώνει ο 73χρονος Ντιντιέ Ντεκουάν και είναι αυτές ακριβώς οι περιγραφές που προσδίδουν στο μυθιστόρημά του «Η Υπηρεσία Κήπων και Λιµνών» την ήπια γοητεία του. Τη στρατηγική που ακολουθεί ο πεπειραμένος γάλλος συγγραφέας θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε και εικαστική. Διότι πρωταρχική σημασία στο εγχείρημά του έχουν οι υποβλητικές εικόνες που ζωγραφίζει με κάμποση λεπτότητα, εικόνες που κινούνται ανεπαίσθητα σαν αργόσυρτα πλάνα, εικόνες που απλώς έχουν ανάγκη μιαν υποτυπώδη πλοκή ώστε να συνδεθούν και να αποκτήσουν έναν λειτουργικό αφηγηματικό ορίζοντα που, προφανώς, ταυτίζεται με τον προορισμό της ηρωίδας του.
Η Μιγιούκι, λοιπόν, βάζει τους τελευταίους κυπρίνους που ψάρεψε ο νεκρός σύζυγός της σε δύο αυτοσχέδιους κάδους, τους οποίους κρεμάει στις άκρες ενός κονταριού από μπαμπού, και στη συνέχεια το περνάει στους αδύναμους ώμους της. Το ταξίδι θα είναι πρωτόγνωρο και αρκούντως περιπετειώδες για την ίδια. Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον εαυτό της ενώ, συγχρόνως, καλείται να διαχειριστεί μια απώλεια που μπορεί να την ξεπερνάει αλλά δεν τη συντρίβει. Αποδεικνύεται όμως ανθεκτική στις κακοτοπιές, που είναι πολλές και απρόβλεπτες.
Καταφυγή και παρηγοριά βρίσκει στις αναμνήσεις της, στις ερωτικές και λάγνες στιγμές που μοιράστηκε με τον Κατσούρο, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να τιμήσει. Υπέρτατος σκοπός της Μιγιούκι είναι η παράδοση των ψαριών στον ηλικιωμένο και παράξενο διευθυντή της Υπηρεσίας και Λιμνών, τον Νάγκουζα Γουατανάμπε. Η κορύφωση του μυθιστορήματος θα επέλθει στην Αίθουσα Επισήμων του Περιπτέρου της Αγνότητας και της Δροσιάς, υπό το βλέμμα του 15χρονου αυτοκράτορα Νιτζό, κατά τη διάρκεια ενός λεπταίσθητου διαγωνισμού όπου το άρωμα που έχει δημιουργήσει ο κάθε συμμετέχοντας καλείται να «διηγηθεί» μια ιστορία που ονειρεύτηκε ο νεαρός ηγεμόνας! Αξιανάγνωστο μυθιστόρημα, έξοχα μεταφρασμένο, με διακριτικές αναφορές στους μεγάλους της ιαπωνικής λογοτεχνίας, τον Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα και τον νομπελίστα Γιασουνάρι Καουαμπάτα, καθώς επίσης και στον κινηματογράφο του Ναγκίσα Οσιμα.