Η χαμένη καρδιάενός κοριτσιού
Το μυθιστόρημα των Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ που απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Booker 2020, ένα υποβλητικό βιβλίο για τον θάνατο, την απώλεια και το παιδικό τραύμα, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Βρισκόμαστε σε ένα χωριό της ολλανδικής υπαίθρου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μια πολύτεκνη οικογένεια κτηνοτρόφων (που σέβεται τα ζωντανά της και εκκλησιάζεται ανελλιπώς στην τοπική υπερσυντηρητική ενορία των Αληθινών Καλβινιστών) βυθίζεται ξαφνικά στο πένθος. Τι συνέβη; Ποιο κακό ενέσκηψε; Ο Μάτις, ο πρωτότοκος γιος, πήγε για χειμερινό πατινάζ αλλά δεν επέστρεψε ζωντανός. Το σώμα του ανασύρθηκε νεκρό, πνιγμένο κι άκαμπτο, από τον πάτο μιας παγωμένης λίμνης. Το δυστύχημα αυτό συγκλονίζει το σπιτικό των θεοφοβούμενων Μούλντερ. Η απώλεια, σαν ζόφος πηχτός και διαβρωτικός, εισχωρεί παντού και σιγά-σιγά τους συντρίβει. Ετσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, σε αδρές γραμμές, το μυθιστόρημα Δυσφορεί η νύχτα των Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ που απέσπασε (μεταφρασμένο στα αγγλικά) το Διεθνές Βραβείο Booker 2020. Τη συγκεκριμένη ιστορία – μια ιστορία τόσο λυπητερή και στενάχωρη που σφίγγει συγχρόνως την καρδιά και το στομάχι του αναγνώστη – την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της μίας αδελφής του άτυχου νεαρού, της 10χρονης Τζάκετ, ενός φοβισμένου, πάρα πολύ φοβισμένου κοριτσιού που έρχεται αντιμέτωπο με τις συνέπειες του θανάτου σε εξαιρετικά ευαίσθητη ηλικία, όταν δηλαδή, πέραν της αναπόδραστης σεξουαλικής αφύπνισης, η πραγματικότητα και η φαντασία δεν έχουν ακόμη διαχωριστεί εντελώς στην αντίληψή της αλλά, αντιθέτως, εναλλάσσονται και αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο σχεδόν φυσικό στις σκέψεις και στα βιώματά της.
Μια υποβλητική στρατηγική
Επιμένουμε σε αυτήν ακριβώς τη διάσταση επειδή αποτελεί την αιχμή μιας αφηγηματικής στρατηγικής – αρκούντως άτεγκτης, πλην όμως υποβλητικής – που φιλοδοξεί περισσότερο να δείξει το παιδικό τραύμα και λιγότερο να το περιγράψει, ή αν προτιμάτε, να το συλλάβει και να το εκθέσει ταυτόχρονα, μέσα σε όλη τη φοβερή κι εύθραυστη αθωότητά του, μέσα σε όλη τη βάναυση και σπαρακτική ρευστότητά του. Η Τζάκετ, λίγο πριν από το τραγικό συμβάν, ενοχλημένη καθώς ήταν, είχε παρακαλέσει τον Θεό να μην πάρει το κουνέλι της (υποψιαζόταν ότι θα κατέληγε σύντομα μαγειρεμένο στην κουζίνα) αλλά τον αδελφό της, ο οποίος είχε αρνηθεί να την πάρει μαζί του για πατινάζ «στην άλλη πλευρά» επειδή ήταν μικρή. Ε, λοιπόν, η προσευχή της εισακούστηκε. Και «τότε άρχισε το κενό». Η Τζάκετ βλέπει τον Μάτις στο φέρετρο και ρωτάει κάποια στιγμή τη γιαγιά της αν θα μπορούσαν να του βάλουν εκεί μέσα μια τηγανίτα, το αγαπημένο του φαγητό. «Δεν είχα κλάψει ακόμα. Είχα προσπαθήσει αλλά δεν τα είχα καταφέρει, ούτε όταν φαντάστηκα τον Μάτις να βουλιάζει μέσα στην τρύπα, να ψάχνει τον πάγο πόντο-πόντο για να βρει το άνοιγμα […] Τα επόμενα βράδια κατέβηκα πολλές φορές κάτω στα κρυφά, να δω αν ο αδερφός μου ήταν στ’ αλήθεια πεθαμένος […] Στο φως της μέρας ο θάνατός του έμοιαζε φανερός, βέβαιος∙ αλλά μόλις σκοτείνιαζε, άρχιζαν οι αμφιβολίες. Κι αν δεν είχαμε δει καλά; Αν ξυπνούσε μέσα στο χώμα;» συλλογίζεται η αφηγήτρια, ένα «αλλόκοτο» κορίτσι που πασχίζει να καταλάβει, μεταξύ ενοχής και τρόμου, τι έχει συντελεστεί.
Λεπτομέρειες και εξάρσεις
Εν προκειμένω, η πλοκή λίγη σημασία έχει. Αλλωστε το κρίσιμο είναι η εμβάθυνση στον πόνο, έναν πόνο βουβό, που απομακρύνει όχι μόνο τον πατέρα από τη μητέρα (η οποία μες στη λύπη της καλλιεργεί αυτοκτονικές τάσεις) αλλά και τα ίδια τα τέκνα από τους γονείς τους, διαλύοντας τη ζωή τους, τις σχέσεις μεταξύ τους. Θα λέγαμε πάντως ότι το βιβλίο αυτό (αναφερόμαστε τώρα στην ουσία του, όχι σε κάποιες συμβάσεις που εξυπηρετούν τη μυθοπλασία, όπως είναι οι αδιάκοπες παραπομπές στη Βίβλο από παιδικά στόματα ή, σε ένα άλλο επίπεδο, η μπόλικη σκατολογία) είναι καμωμένο από εντυπωσιακές λεπτομέρειες (της καθημερινότητας στη φάρμα, της χλωρίδας και της πανίδας), μερικές αυθεντικές ποιητικές εξάρσεις και μερικές εξόχως συγκινητικές σκηνές, όπως η ακόλουθη. «Στο χρόνο από τη μέρα του θανάτου του Μάτις, αλλά και στα γενέθλιά του, πάμε όλοι στο νεκροταφείο […] Φτάνοντας στον τάφο, η μαμά σαλιώνει το μαντίλι της και καθαρίζει τη φωτογραφία στην ταφόπλακα, λες και σκουπίζει κάποιο ανύπαρκτο απομεινάρι ξεραμένο γάλα από το στόμα του Μάτις. Ο μπαμπάς ανάβει το καντηλάκι και ποτίζει με το ποτιστήρι τα φυτά και τα λουλούδια γύρω από τον τάφο. Τα χαλίκια κάτω απ’ τα πόδια μας τρίζουν στην παραμικρή μας κίνηση. Εγώ πάντα στέκομαι όσο το δυνατόν ακίνητη, για να μην πέσω κατά λάθος πάνω στη μαμά. Δεν μιλάμε». Τα προτερήματα αυτά, όπως τα υποδείξαμε, καθιστούν τούτη την αφήγηση αξιανάγνωστη, η έμμεση σκληρότητά της, όχι τα στοιχεία που κάποιοι θα χαρακτηρίσουν σίγουρα «μακάβρια» ή «αρρωστημένα». Η Τζάκετ (που αρνείται να βγάλει το κόκκινο τζάκετ της, την «πανοπλία» της απέναντι σε έναν κόσμο απειλητικό ενώ, επίσης, πιστεύει ότι στο υπόγειο του σπιτιού της ζει κρυφά μια άλλη οικογένεια, κυνηγημένων Εβραίων) είναι μια ηρωίδα θρηνητική αλλά χαριτωμένη εν τέλει, επειδή ενσαρκώνει «μια χαμένη κοριτσίστικη καρδιά».
Το βιβλίο Δυσφορεί η νύχτα (ο πρωτότυπος τίτλος De avond is ongemak θα μπορούσε ελεύθερα να αποδοθεί, ας πούμε, ως «Βραδινή θλίψη») είναι το πρώτο μυθιστόρημα των Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ (δυο κύρια ονόματα, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό, δίπλα στο επίθετο) και προκάλεσε αίσθηση στην Ολλανδία όταν κυκλοφόρησε το 2018. Χρησιμοποιήσαμε στο κείμενο αυτό το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο επειδή αυτό επιθυμεί ο/η συγγραφέας (γεν. 1991), καθότι αρνείται να προσδιοριστεί με βάση τη δυαδικότητα των φύλων. Οπως έχει δηλώσει, δεν αποδέχεται τις κατηγοριοποιήσεις των σεξουαλικών ταυτοτήτων και τοποθετεί τον εαυτό του/της κάπου «ανάμεσα», σε έναν ενδιάμεσο χώρο. «Είναι δύσκολο για τους γονείς μου να καταλάβουν ότι δεν είμαι το κορίτσι που ανάθρεψαν» έχουν τονίσει σε μια συνέντευξή τους οι Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ. Στην αφήγηση του Δυσφορεί η νύχτα είναι ριζωμένο ένα αυτοβιογραφικό γεγονός: οι Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ (που μεγάλωσαν σε φάρμα, λατρεύουν τις αγελάδες και μέχρι σήμερα δεν έχουν εγκαταλείψει πλήρως τις αγροτικές εργασίες) έχασαν επίσης, σε ηλικία τριών ετών, έναν αδελφό, τον οποίο παρέσυρε και σκότωσε ένα λεωφορείο, την ώρα που γύριζε από το σχολείο. Τέλος, μια επισήμανση: είναι ίσως αναπόφευκτο να ασχοληθεί κανείς και εξωλογοτεχνικά με την περίπτωση των Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ, ωστόσο το έργο τους, από μόνο του, έχει αυτοδυναμία δική του. Κερδισμένοι πιο πολύ, αισθητικά και πνευματικά, θα βγουν όσοι δεν την παραβλέψουν.

