Σε έναν μηχανικό ρυθμό επανάληψης ζει η χώρα. Αν ζητήσεις μια κατεύθυνση, θα συναντηθείς με τη στασιμότητα. Αν επιχειρήσεις να ανιχνεύσεις μια κίνηση, σε περιμένει η συνάντηση με την αδράνεια. Από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 δεν πέρασε μια μέρα.

Μεσολάβησαν πολλά. Κίνδυνοι, προκλήσεις, απειλές. Η καθημερινότητα επιβαρύνθηκε, η οικονομική δυσκολία για χιλιάδες νοικοκυριά επιδεινώνεται και υποβαθμίζει σταθερά την ποιότητα της ζωής τους, η φτώχεια διευρύνεται και οι ανισότητες γίνονται κάθε μέρα πιο ορατές και δυσβάστακτες.

Ποικιλόμορφη βία κατακλύζει τα δελτία ειδήσεων, ως μέρος μόνο μιας εκτεταμένης βίας, που κυοφορήθηκε στο παρελθόν, άπλωσε ανενόχλητη ρίζες στα κρίσιμα πεδία της κοινωνικής συμβίωσης, έβγαλε κλαδιά και φύλλα και σήμερα σαν κύμα ορμητικό σπάζει τη ρουτίνα της ειδησεογραφίας, με την έκπληξη και την απορία να κερδίζει ακόμη και τον αποτροπιασμό των πράξεων. Η βία είναι εδώ.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που κατορθώνει με τις γνωστές μεθόδους παραπλάνησης να αποκρύψει επιμελώς την πραγματικότητά του, αναπτύσσεται ο αγώνας για τη διεκδίκηση της εξουσίας, εν όψει των εκλογών που έχουμε μπροστά μας. Θα περίμενε κανείς οι πολιτικές δυνάμεις να έχουν επεξεργαστεί με μεγαλύτερη προσοχή και αγωνία την εποχή, να ταράζονται από τα υπόγεια διαβρωτικά ρεύματα, να προβληματίζονται για τις απειλές που κυοφορούν, να αναζητούν απαντήσεις, να επεξηγούν, να διαμορφώνουν πειστικές λύσεις για να αντιμετωπισθεί αυτό που έρχεται, η συγκλονιστικά άλλη εποχή που μας δείχνει ήδη το πρόσωπό της. Δεν συμβαίνει. Από καιρό τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έχουν πάψει να είναι επεξεργαστές νοήματος και έχουν δραματικά συρρικνωθεί σε συμβατικούς πολιτικούς μηχανισμούς διαχείρισης.

Η διαχείριση κέρδισε την πολιτική. Η διοικητική διακυβέρνηση διέγραψε την πολιτική διακυβέρνηση. Και η παρούσα Κυβέρνηση κινείται στο στενό περιθώριο της αντίληψης ότι η άσκηση της εξουσίας είναι μια διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και μια συμβατική χρήση των υπαρκτών δυνατοτήτων. Δεν παρακολουθεί την υπαρξιακή αγωνία της κοινωνίας, δεν συναισθάνεται την εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων για κατανόηση της στιγμής και τη συνακόλουθη υποχρέωση επεξήγησης εκ μέρους της αυτών των συνθηκών, με πνεύμα αυθεντικής επικοινωνίας και όχι κυριαρχίας και πρόθεση επιβολής.

Χωρίς καμιά απειλή για τον εαυτό της, η επανάληψη αυτή είναι η πραγματικότητά μας. Στη σκιά της, η Αντιπολίτευση, πιο συμβατική και από την Κυβέρνηση, περιμένει τις ευκαιρίες του χρόνου. Είτε πρόκειται για τις παρακολουθήσεις είτε πρόκειται για την υπόθεση Πάτση.

Καθώς σε μια εποχή που η κρίση στο κοινωνικό βάθος μαίνεται και οι πολιτικές δυνάμεις δεν ακούνε τον κραδασμό, χάνει και η παρατήρηση την αξία της. Και η ανάλυση τον ρόλο της. Μόνο οι εκλογές μπορεί πλέον – με τη μη αυτοδυναμία – να ανοίξουν τη ρωγμή μιας γόνιμης κρίσης.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.