Το 2009 τερματίστηκε στη Σρι Λάνκα ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει το 1983 και κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους. Ωστόσο, μια δεκαετία αργότερα, το 2019, «το μαργαριτάρι του Ινδικού Ωκεανού», η νησιωτική χώρα των 22 εκατομμυρίων κατοίκων, είχε καταφέρει να ανακάμψει οικονομικά και να προαχθεί σε κράτος με μεσαία τάξη και αυξημένο εισόδημα. Χάρη στην τουριστική βιομηχανία εισέρρευσαν στη Σρι Λάνκα δισεκατομμύρια δολάρια.

Ομως, το Πάσχα του 2019 τρομοκρατικές επιθέσεις σε τρία ξενοδοχεία και τρεις εκκλησίες στο Κολόμπο προκάλεσαν τον θάνατο περισσότερων από 250 ανθρώπων. Λίγους μήνες αργότερα ο συντηρητικός Γκοταμπάγια Ραζαπάκσα εξελέγη πρόεδρος με τη δέσμευση να ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας. Ο Ραζαπάκσα επικαλέστηκε το παρελθόν του ως αποτελεσματικού πρώην υπουργού Αμυνας ο οποίος είχε συμβάλει στον τερματισμό του εμφυλίου.

Οι διαδηλώσεις και η φυγή του προέδρου

Στις 12 Ιουλίου ο εν λόγω πρόεδρος, έπειτα από ογκώδεις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις οι οποίες κατέληξαν στην εισβολή εξαγριωμένου πλήθους στο προεδρικό μέγαρο, φυγαδεύτηκε με στρατιωτικό αεροπλάνο στο εξωτερικό, απ’ όπου έστειλε την παραίτησή του. Οκτώ ημέρες αργότερα, την περασμένη Τετάρτη, η Βουλή εξέλεξε νέο πρόεδρο τον μέχρι πρότινος πρωθυπουργό Ρανίλ Βικρεμεσίνγκε, την παραίτηση του οποίου ζητούσαν επίσης οι διαδηλωτές επειδή θεωρούν ότι ανήκει στο καθεστώς των Ραζαπάκσα. Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το μέλλον της χρεοκοπημένης πλέον Σρι Λάνκα είναι άδηλο.

Ηδη από τον περασμένο Μάρτιο σε σχετικά ρεπορτάζ τους οι «New York Times» περιέγραφαν ότι η κατάσταση επιδεινώνεται καθημερινά. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση την οποία προκάλεσε ήταν η χαριστική βολή για τη Σρι Λάνκα, η οποία εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού είχε δει την τουριστική βιομηχανία της να εξαχνώνεται. Τον Φεβρουάριο ο πληθωρισμός ανήλθε στο 17,5%. Δεν υπήρχε πλέον συνάλλαγμα για να αγοραστούν καύσιμα. Ο υπουργός Οικονομίας απηύθυνε έκκληση στις γειτονικές χώρες να στείλουν καύσιμα και γάλα σε σκόνη, ενώ η κυβέρνηση διαπραγματευόταν με το Ιράν μια συμφωνία για να εξασφαλίσει πετρέλαιο με αντάλλαγμα φορτία τσαγιού.

Ελλείψεις σε ενέργεια, τροφή, φάρμακα

Η κυβέρνηση επέβαλε σταδιακά δελτίο στην κατανάλωση ενέργειας, η πρωτεύουσα Κολόμπο βυθιζόταν για ώρες στο σκοτάδι. Οι ελλείψεις σε φάρμακα και τρόφιμα αυξάνονταν διαρκώς. Επιπλέον, σε μια ακόμη εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης, η κυβέρνηση το 2021 απαγόρευσε τη χρήση εισαγόμενων λιπασμάτων, με στόχο την αύξηση της παραγωγής βιολογικών προϊόντων και την προστασία του περιβάλλοντος. Το μέτρο ήρθη ύστερα από επτά μήνες, όμως είχε ως αποτέλεσμα να «ξεμείνει» η Σρι Λάνκα από τη βασική της τροφή, το ρύζι.

Η Κίνα δώρισε ένα εκατομμύριο τόνους ρυζιού και η κυβέρνηση του Κολόμπο συμφώνησε να αγοράσει επιπλέον ρύζι σε υψηλές τιμές από τη Μιανμάρ. Η κυβέρνηση επιχείρησε επίσης να εξοικονομήσει πόρους κλείνοντας τα σχολεία, τα οποία δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν εξαιτίας και της τεράστιας έλλειψης χαρτιού, κλείνοντας πρεσβείες στο εξωτερικό και εκποιώντας δημόσια περιουσία.

Πολιτικό αδιέξοδο υπό το φάσμα της πείνας

Τον Μάιο οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις διογκώνονταν καθημερινά. Μέχρι την 9η Ιουλίου, ημέρα που το πλήθος κατέλαβε το προεδρικό μέγαρο. Το κοινοβούλιο της Σρι Λάνκα φέρει πλέον την ευθύνη για τον σχηματισμό νέας μεταβατικής κυβέρνησης, όμως αυτό δύσκολα θα επιτευχθεί, δεδομένων των αλληλοσυγκρουόμενων πολιτικών κομμάτων αλλά και του ότι το κυβερνών κόμμα, που εξακολουθεί να παραμένει πιστό στον Ραζαπάκσα, κατέχει τις περισσότερες έδρες.

Παρά τις κατηγορίες για νεποτισμό (ο Μαχίντα Ραζαπάκσα, αδελφός του απελθόντος προέδρου, είχε διατελέσει πρόεδρος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, είχε κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου, ενώ αργότερα διετέλεσε και πρωθυπουργός), για εκτεταμένη διαφθορά και για εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων, οι Ραζαπάκσα εξακολουθούν να αποτελούν την ισχυρή πολιτική δυναστεία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Εν όψει ωστόσο της μεγαλύτερης κρίσης που αντιμετωπίζει η Σρι Λάνκα από την εποχή της ανεξαρτησίας της από τους Βρετανούς το 1948, ούτε αυτοί ούτε κάποιος άλλος πολιτικός σχηματισμός φαίνεται να μπορούν να εξασφαλίσουν τα 6 δισ. δολάρια τα οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, χρειάζεται η χώρα μέχρι το τέλος του έτους προκειμένου να αγοράσει καύσιμα και άλλα βασικά αγαθά, καθώς περισσότερο από το 25% του πληθυσμού κινδυνεύει να βρεθεί σε συνθήκες πείνας.

Από τον εμφύλιο των Ταμιλ στην οικονομική κατάρρευση

Βίαιη ιστορία με «διαλείμματα» δημοκρατίας

Ο τροπικός παράδεισος της Σρι Λάνκα έχει βίαιη πρόσφατη ιστορία αλλά και «διαλείμματα» δημοκρατίας αφότου η χώρα, που στο παρελθόν ονομαζόταν Κεϋλάνη, έπαψε να αποτελεί αποικία της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η οικονομική κατάρρευση που πυροδότησε το κίνημα που ανέτρεψε τον «Γκότα», όπως αποκαλείται ο πρώην πρόεδρος Γκοταμπάγια Ραζαπάκσα, είναι μόνο το τελευταίο επεισόδιο στην πολύπαθη ιστορία της.

Επί σχεδόν τρεις δεκαετίες οι αυτονομιστές της μειονότητας των Ταμίλ (ινδουιστές και χριστιανοί που αποτελούν το 15% του πληθυσμού) πολεμούσαν τον στρατό της χώρας που εκπροσωπούσε τους Σιναλέζους, τη βουδιστική πλειοψηφία της χώρας. Οι «Τίγρεις των Ταμίλ», όπως ονομαζόταν η οργάνωσή τους, δεν επινόησαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, όμως ήταν οι πρώτοι που τις εφάρμοσαν σε τέτοια έκταση. Τον Ιούλιο του 1983, η επίθεση σε μια περίπολο του στρατού από αυτονομιστές αντάρτες πυροδότησε ένα κύμα δολοφονιών και τυφλής εκδίκησης εναντίον των Ταμίλ στην πρωτεύουσα Κολόμπο και σε άλλες πόλεις. Εκατοντάδες μέλη της μειονότητας των Ταμίλ λιντσαρίστηκαν, ακόμη και με κουζινομάχαιρα, ή κάηκαν ζωντανοί από τους εξαγριωμένους Σιναλέζους. Η φρίκη διήρκεσε μια εβδομάδα και έμεινε στην ιστορία της χώρας ως «Μαύρος Ιούλιος».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1987, οι Ταμίλ πραγματοποίησαν την πρώτη τους επίθεση αυτοκτονίας εναντίον του στρατού. Θεωρούνται οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν αυτού του είδους τις επιθέσεις ως τρομοκρατικό όπλο και μεταχειρίστηκαν ζώνες και γιλέκα παγιδευμένα με εκρηκτικά.

Οι Ραζαπάκσα, που κυβέρνησαν τη χώρα από το 2005 μέχρι την πρόσφατη ανατροπή του «Γκότα», κατέπνιξαν το αυτονομιστικό κίνημα των Ταμίλ αλλά μετέτρεψαν μια δημοκρατική χώρα σε δεσποτικό «τσιφλίκι» τους και εξαφάνισαν δεκάδες δημοσιογράφους και πολίτες που αγωνίζονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα.