Bernhard Schlink
Ολγα
Μετάφραση Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις Κριτική, 2018
σελ. 296, τιμή 15 ευρώ
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ (Μπίλεφελντ, 1944) είναι ένας από τους διασημότερους συγγραφείς της σημερινής Γερμανίας. Αυτό οφείλεται, κατά το πλείστον, στο μυθιστόρημά του «Διαβάζοντας στη Χάννα», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, και το οποίο, όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (με τον τίτλο «Σφραγισμένα χείλη») του χάρισε την παγκόσμια αναγνώριση. Εκτοτε κάθε καινούργιο μυθιστόρημά του σκαρφαλώνει αμέσως στις λίστες των ευπωλήτων στη χώρα του. Το ίδιο συνέβη και με την «Ολγα» (2018), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά. Με αυτήν ακριβώς την αφορμή, ο 74χρονος συγγραφέας και νομικός που ζει ανάμεσα στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη απάντησε στις ερωτήσεις του «Βήματος». Η αφήγησή του ξεκινά από τον Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1871 και φτάνει μέχρι τις δικές μας ημέρες. Στο επίκεντρο βρίσκεται – τι άλλο; – μια ερωτική ιστορία, η απίθανη, η απίστευτη αγάπη της (απρόβλεπτα ριζοσπαστικής) Ολγας Ρίνκε για τον Χέρμπερτ Σρέντερ…
Εχετε δημιουργήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωταγωνίστρια, κύριε Σλινκ, και δεν είναι η πρώτη φορά. Αναρωτιέμαι όμως, ειδικά για την Ολγα, πώς ακριβώς εμφανίστηκε στην αφηγηματική σας παλέτα;
«Το σημείο εκκίνησης ήταν μια ιστορική προσωπικότητα με την οποία ο Χέρμπερτ μοιράζεται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης το ενδιαφέρον μου, γενικότερα, για εκείνη τη γενιά των Γερμανών. Ηταν άνθρωποι που λαχταρούσαν κάτι υψηλό, να το φτάσουν, να το εκπληρώσουν, να το επιτύχουν – ενώ αυτό που μάλλον ποθούσαν περισσότερο ήταν το τίποτα μέσα στο οποίο αφάνισαν τις ζωές τους, πεθαίνοντας στα πεδία των μαχών, ή, υπό άλλες συνθήκες, όπως συμβαίνει με τον Χέρμπερτ στο βιβλίο, στα χιόνια και τους πάγους, στην κενή απεραντοσύνη της Αρκτικής, στον Βόρειο Πόλο. Καθώς λοιπόν σκεφτόμουν τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, όλο και περισσότερο με απασχολούσε το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε να τον έχει αγαπήσει, η οποία ασφαλώς θα ανήκε, ευρύτερα, στις γυναίκες εκείνης της εποχής. Θυμάμαι τέτοιες γυναίκες, τις γιαγιάδες μου, τις θείες μου, τις γραμματείς των καθηγητών μου στο πανεπιστήμιο. Και όλες τους έπρεπε να αποδεχθούν μια ζωή υποδεέστερη σε σχέση με τις ικανότητές τους, και ήταν συνηθισμένο τότε να ζούνε δίπλα σε άντρες που απολάμβαναν πιο προνομιακούς βίους».
Δεν σκόπευα να σας ρωτήσω για το βιβλίο σας «Διαβάζοντας στη Χάννα», για την ακρίβεια ήθελα να το αποφύγω. Ομως διαισθάνθηκα πολλές συνάφειες ανάμεσα στην Ολγα και την πλέον διάσημη ηρωίδα σας. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για τους άνδρες, τον Μίχαελ τότε και τον Φέρντιναντ τώρα…
«Κοιτάξτε, εγώ βλέπω το κάθε βιβλίο ξεχωριστά, κάθε βιβλίο είναι μια διαφορετική εμπειρία και έχει την αυτονομία της. Υποθέτω, ωστόσο, πως αν μπορούσαν τα ίδια τα βιβλία να μιλήσουν για λογαριασμό τους, δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν το γεγονός ότι, εν τέλει, όλα τα έχω γράψει εγώ. Πλην όμως, καταλαβαίνω τι εννοείτε. Αναρωτιέμαι και εγώ γι’ αυτό το πράγμα μερικές φορές, κατά πόσον οι συγγραφείς που αγαπώ και τους οποίους θαυμάζω γράφουν, ξανά και ξανά, την ίδια ιστορία, αν δηλαδή συναντιέμαι πάντοτε με την ίδια δυναμική γυναίκα στα έργα του Γκότφριντ Κέλερ ή, αντιστοίχως, σε εκείνα της Αλις Μονρό, με την ίδια ανήσυχη ηρωίδα που δεν σταματά να ανακαλύπτει τον εαυτό της. Αν διακρίνατε αναλογίες ανάμεσα στη Χάννα και στην Ολγα, ανάμεσα στον Φέρντιναντ και τον Μίχαελ, τι να πω; Ισως!».
 Το καινούργιο σας βιβλίο είναι μάλλον σύντομο, για το χρονικό εύρος που καλύπτει. Την ίδια στιγμή όμως αποδεικνύεται και αρκετό. Ηταν πιο απαιτητικό για εσάς, αυτή τη φορά, να βρείτε την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό επίπεδο που, στη λογοτεχνία, διασταυρώνονται;
«Δεν ξέρω αν έχω μια καλή απάντηση σε αυτή την καλή ερώτηση. Προσωπικά μιλώντας, νιώθω τη ζωή μου τόσο συνυφασμένη με το παρόν και την ιστορία της Γερμανίας, της κοινωνίας στην οποία ανήκω, ώστε για μένα δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να εξισορροπήσω συνειδητά, γιατί το ατομικό και το συλλογικό βρίσκονται μοιραία σε μια διαρκή συνομιλία, έτσι το βλέπω εγώ. Σε ό,τι αφορά τώρα τη μεγάλη χρονική διάρκεια που καλύπτει το μυθιστόρημα – από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα, από τα χρόνια που η Ολγα έζησε μαζί με τον Χέρμπερτ ως τις δεκαετίες που εκείνη έζησε μόνη της χωρίς αυτόν – θα σας έλεγα ότι δεν με απασχολεί μονάχα, και στενά, η εκτεταμένη ιστορική περίοδος αλλά επίσης εκείνο το είδος της αγάπης που έχει την ποιότητα να διαρκεί με μια παράξενη ζωντάνια, ακόμα κι αν ο αγαπημένος, όπως εν προκειμένω, έχει φύγει από νωρίς, έχει χαθεί προ πολλού».
Ο Χέρμπερτ και ο Αϊκ ενσαρκώνουν στο βιβλίο σας αυτή την τάση της «υπερβολής» ή της «μεγαλομανίας» που διαπερνά, απ’ όσο κατάλαβα, τη γερμανική εθνική ιστορία. Η Ολγα, λ.χ., πιστεύει ότι ο Χίτλερ συνδέεται με την Πρωσία του Μπίσμαρκ… Αραγε τέτοιες τάσεις επιβιώνουν σήμερα στη χώρα σας; Τι λέτε;
«Δεν νομίζω πάντως ότι η Ολγα είναι δίκαιη με τον Μπίσμαρκ. Ο Μπίσμαρκ, σε σχέση με τους συγχρόνους του, στάθμιζε με περισσότερη λογική τα πράγματα. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Ολγα αναφέρεται και στον ποιητή Χάινριχ Χάινε. Εκείνος είχε γράψει ότι οι Γερμανοί έπρεπε να οικοδομήσουν το εθνικό τους κράτος πρώτα στη φαντασία τους, εν αντιθέσει με τους άλλους που είχαν ήδη τα δικά τους, και μάλιστα για αιώνες ολόκληρους. Η Ολγα αναρωτιέται μήπως, από τη στιγμή που οι Γερμανοί απέκτησαν πράγματι το δικό τους κράτος, έχουν καταστεί ανίκανοι να εγκαταλείψουν αυτή την ονειροπόληση του μεγαλείου, να σταματήσουν να φαντάζονται πάντα κάτι μεγάλο, μια αυτοκρατορία, αποικίες, παγκόσμια επιρροή. Λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι η επισήμανση αυτή έχει περισσότερη σημασία απ’ τα σχόλια που κάνει η Ολγα, η ηρωίδα μου, για τον Μπίσμαρκ».
Η Ολγα ήταν Σοσιαλδημοκράτισσα και παρέμεινε τέτοια μέχρι τα γεράματα. Απεχθανόταν μάλιστα εξαρχής αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν ο ναζισμός. Το ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι οδηγείται σε αυτή τη διορατική στάση – ως προς την Ιστορία, εννοώ – μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις…
«Αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν η Ολγα να διαβλέπει το δυσοίωνο μέλλον; Ασφαλώς και ήταν δυνατόν, και υπήρξαν μάλιστα αρκετοί άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, που το έπαθαν αυτό. Ωστόσο δεν ήταν πολλοί και δεν είχαν αρκετή δύναμη για να αποτρέψουν την επερχόμενη καταστροφή. Συχνά δεν επρόκειτο καν για διανοουμένους ή ακαδημαϊκούς καθηγητές. Θυμάμαι, τώρα που τα λέμε αυτά, τον εαυτό μου, πολλά χρόνια πριν, όταν ως νεαρός Σοσιαλδημοκράτης συνήθιζα να διανέμω την κομματική εφημερίδα σε παλαιούς συντρόφους. Σε εκείνους – ήταν ηλικιωμένοι μοναχικοί άνθρωποι τις περισσότερες φορές, άνθρωποι του μόχθου που είχαν περάσει μια ολόκληρη ζωή μέσα στα εργοστάσια -, σε εκείνους λοιπόν άρεσε να συζητούν με τον νεότερο σύντροφο, εμένα, και να του διηγούνται περιστατικά από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, να του περιγράφουν πώς έβλεπαν τον εφιάλτη να επελαύνει και πώς προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να τον αναχαιτίσουν… Η πολιτική είναι, και σήμερα, ο βασικός μου προβληματισμός. Αυτή η άνοδος των νέων αυταρχισμών σε πολλά μέρη του κόσμου δεν συνιστά απλή πρόκληση αλλά ευθεία απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες και το κράτος δικαίου. Και δυστυχώς, η Σοσιαλδημοκρατία χάνει τον ουσιαστικό της πυρήνα όταν τη χρειαζόμαστε περισσότερο».