Απόστολος Δοξιάδης

Ερασιτέχνης επαναστάτης

Προσωπική μυθιστορία

Εκδόσεις Ικαρος, 2018

σελ. 1.064. (Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 10 Δεκεμβρίου)

«[…]Νιώθω την ανάγκη να θυμίσω και πάλι ότι εδώ δεν γράφω ιστορική μελέτη ούτε αναζητώ την αντικειμενική αλήθεια πίσω από τα γεγονότα που περιγράφω» σημειώνει στις πρώτες σελίδες του «Ερασιτέχνη επαναστάτη» ο Απόστολος Δοξιάδης.

Οφείλει κάποιος να σεβαστεί την επισήμανση αυτή. Διαβάζοντας όμως το νέο του αυτό βιβλίο, αυτή την «προσωπική μυθιστορία», όπως τη χαρακτηρίζει, έχει την αίσθηση ότι είτε ξαναζεί ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας είτε κατορθώνει να εντάξει πολλά από τα εκκρεμή και αδιευκρίνιστα τμήματά της σε ένα πλαίσιο που ίσως δεν κατανοούσε έως τώρα. Αυτό αφορά τους νεότερους και όσους είναι βυθισμένοι στη σύγχυση και στο σκοτάδι ως προς το τι συνέβαινε στη χώρα κατά την προδικτατορική περίοδο και στη διάρκεια της χούντας.

Εκεί τοποθετείται χρονικά ο «Ερασιτέχνης επαναστάτης». Ο συγγραφέας, στον διπλό ρόλο του πρωταγωνιστή και αφηγητή, όσο και αν αποποιείται τον ιστοριογραφικό ρόλο, δεν μπορεί να αποφύγει έναν άλλον: θέλοντας και μη, είτε λόγω του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος είτε λόγω ερεθισμάτων, συγκυριών και προσωπικών επεξεργασιών, λειτουργεί ως ιστορικός μάρτυς.

Προνομιακή πρόσβαση

Ενας μάρτυς με προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες, συζητήσεις και ιστορικά γεγονότα, τα οποία περιγράφει όχι με την απόσταση των πενήντα και πλέον ετών, αλλά μέσα από την ανάμνηση της ματιάς της εποχής, είτε της δικής του είτε του πατέρα του, του πρωτοπόρου και οραματιστή πολεοδόμου – αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη, είτε άλλων «συμπρωταγωνιστών». Εχει η ματιά αυτή κάποιες φορές ιδιαίτερη σημασία, προκειμένου να αναδειχθούν περιστατικά και ερμηνείες τους, με τρόπο που δεν έχει κυριαρχήσει στην ιστορική τους καταγραφή.

Οπως για παράδειγμα, η παράθεση των γεγονότων της 15ης Ιουλίου 1965 και το πώς ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης έβλεπε τις δραματικές εκείνες στιγμές της Αποστασίας:

«Οι πληροφορίες του Χρήστου Λαμπράκη ήταν σωστές. Την επομένη μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι τη νύχτα είχε παραιτηθεί από την Ενωση Κέντρου η ομάδα των βουλευτών που ήταν υπέρ του Γαρουφαλιά και ότι είχε δηλώσει πως θα συμμαχούσε με την ΕΡΕ για να κάνουν μαζί κυβέρνηση χωρίς νέες εκλογές. Αυτή ήταν η πολιτική κίνηση η οποία καθιερώθηκε να λέγεται Αποστασία. Οπως είπα, ο πατέρας θεωρούσε κύριο υπεύθυνο των γεγονότων της 15ης Ιουλίου τον Γεώργιο Παπανδρέου όχι γιατί έφταιγε πιο πολύ, αλλά γιατί όφειλε να κάτσει και να πολεμήσει. Η αντίρρηση στην πράξη του Παπανδρέου ήταν για τη λάθος εκτίμηση της κατάστασης – μεγάλο λάθος, αλλά πάντως ανθρώπινο».

Λίγο αργότερα, η άποψη τεκμηριώνεται ως εξής: «»Μέγιστο σφάλμα του Παπανδρέου η παραίτηση» γύρισε και μου είπε κάποια στιγμή [σ.σ.: ο Κ. Δοξιάδης]. «Απαράδεκτο!». «Μα δεν φταίει ο βασιλιάς;» απόρησα, με τον φανατισμό της άγνοιάς μου, ως παπανδρεϊκότερος του Παπανδρέου. «Οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους» είπε ο πατέρας. «Και οι αρχηγοί ακόμα περισσότερο. Οταν σε έχουν εκλέξει με 53%, δεν παραιτείσαι. Είσαι ο καπετάνιος, οφείλεις να το πας το καράβι και στα εύκολα και στα δύσκολα. Η παραίτηση είναι φυγομαχία»».

Η δολοφονία Λαμπράκη

Υπάρχουν και στιγμές στην αφήγηση όπου η παιδική και εφηβική ματιά (ο συγγραφέας ήταν 14 ετών όταν έγινε η δικτατορία), με το φίλτρο του ωριμότερου χιούμορ, αναδεικνύει τη φαιδρότητα που κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή της χώρας – δύσκολα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι έχει εκλείψει.

Χαρακτηριστικό το απόσπασμα και οι μνήμες από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη: «Η χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης είχε πει ότι ο θάνατος του Λαμπράκη οφειλόταν σε τροχαίο δυστύχημα, από ένα τρίκυκλο που τον είχε χτυπήσει κατά λάθος, και όχι σε δολοφονία, όπως έγραφαν οι εφημερίδες. Κι όμως, ο Καραμανλής, ο πρωθυπουργός, ο άνθρωπος με τα μεγάλα φρύδια που δεν μπορούσε να πει φράση χωρίς «ρε», κατά τον Φωκίωνα Δημητριάδη, φώναξε την επομένη της ημέρας που χτύπησαν τον Λαμπράκη: «Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα;» – χωρίς «ρε». Γιατί να έκανε μια τέτοια ερώτηση απλώς για έναν απρόσεκτο οδηγό τρίκυκλου;».

Η προσέγγιση της πολιτικής μέσω των γελοιογραφιών του Δημητριάδη και του Μητρόπουλου στο «Βήμα» και στα «Νέα» παίζει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρώτης πολιτικής συνείδησης. Και η διαδικασία περιγράφεται στις σελίδες του «Ερασιτέχνη επαναστάτη» με γλαφυρό τρόπο και μέσω της σκηνοθετικής παράθεσης χαρακτηριστικών δειγμάτων στη ροή του κειμένου. Η υπαινικτική δε σύνδεση με το σήμερα, μέσω του εξωφύλλου του Δημήτρη Χαντζόπουλου, προσφέρει μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.

Η συνεχής μετάβαση από το προσωπικό βίωμα στο γενικότερο πλαίσιο είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό τέχνασμα του βιβλίου και εκείνο που κάνει την αφήγηση συναρπαστική. Ο παιδικός θαυμασμός για τον βρετανό υπερκατάσκοπο της ΕΣΣΔ Κιμ Φίλμπι, η θλίψη για τη «δολοφονία» της δύσμοιρης Λάικα στο Διάστημα από τους κομμουνιστές, το σοκ από τη σύλληψη και τον βασανισμό της αδελφής του Καλής Δοξιάδη λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα, η πρώιμη μετανάστευση για σπουδές στην Αμερική και ο έρωτας για τα μαθηματικά στο Κολούμπια, η μύηση στην Αριστερά από τον εξάδελφο Αρίστο Δοξιάδη, ο σπόρος της αντιστασιακής δράσης με τα ερεθίσματα και του αμερικανικού φοιτητικού και αντιπολεμικού κινήματος, η γνωριμία με τον Σταύρο Τσακυράκη και οι σπαρταριστές διηγήσεις από το άδειασμα μιας γιάφκας με ξέσπασμα νευρικού γέλιου και πολλά άλλα «στιγμιότυπα» διαμορφώνουν μια εικόνα γνώριμη σε όσους έζησαν την εποχή και έδρασαν – ή και σε εκείνους που δεν έδρασαν, ασχέτως του τι ισχυρίστηκαν στη συνέχεια…

Η απομυθοποίηση

«Στη δεύτερη συνάντησή μας ρώτησα τον Αρίστο, στα σοβαρά, τι μπορεί να έκαναν οι μαθητικές κοινότητες που να είχε σχέση με αντίσταση στη Χούντα. Εκείνος μού απάντησε: «Αντίσταση δεν είναι μόνο οι προκηρύξεις, οι αυτοσχέδιες βόμβες, κ.λπ. Εχει να κάνει με μια ευρύτερη έννοια, γι’ αυτό και αρχίζει με τη συνείδηση»» θυμάται ο συγγραφέας.

Ο «Ερασιτέχνης επαναστάτης» μπορεί να είναι μια μυθιστορία, προσφέρει όμως και πολύτιμες υπηρεσίες για την αναγκαία απομυθοποίηση – κυρίως και πρωτίστως για τους νεότερους. Γράφει, π.χ., ο Δοξιάδης: «»Η Αριστερά το είχε καταλάβει ότι θα γίνει δικτατορία» ήταν η άποψη που κυριάρχησε σε κάποιους κύκλους έκτοτε, που όμως ήταν λανθασμένη. Η Αριστερά δεν το είχε καταλάβει – ούτε και κανείς άλλος, βέβαια. Η πιο ξεκάθαρη απόδειξη για αυτό είναι ότι το φύλλο της «Αυγής» της 21ης Απριλίου του 1967, που τυπώθηκε αλλά δεν κυκλοφόρησε λόγω του πραξικοπήματος, είχε ως πρωτοσέλιδό του το τελευταίο μέρος μιας εκτενούς πολιτικής ανάλυσης, με τίτλο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία»».

Εν τέλει, γιατί «Ερασιτέχνης επαναστάτης»; Ενδεχομένως επειδή οι επαγγελματίες, όπως τους ήθελε ο Λένιν, δεν κατάφεραν και πολλά.