Το 2002 εργαζόμουν ως υπεύθυνος μιας σειράς του εκδοτικού οίκου Μεταίχμιο, με τον τίτλο «Ο Ατλας της Λογοτεχνίας». Ενα από τα βιβλία που είχα προτείνει και έχει εκδοθεί ήταν το μυθιστόρημα «England, England» του Τζούλιαν Μπαρνς, ένα από τα πιο ευφυή και συναρπαστικά πεζογραφήματα της σύγχρονης αγγλικής λογοτεχνίας. Η ιστορία είναι πάνω κάτω η εξής:
Με αφετηρία την παραδοχή ότι η σύγχρονη Αγγλία ζει ουσιαστικά από τον τουρισμό της και ότι οι περισσότεροι τουρίστες ενδιαφέρονται μόνο για τα βασικά αξιοθέατα της πόλης, οπότε το ομοίωμα του αληθινού τούς ικανοποιεί εξίσου με το αυθεντικό, ένας ιδιόρρυθμος μεγιστάνας συλλαμβάνει την απίθανη ιδέα να μεταφέρει εικονικά την Αγγλία, στη Νήσο Γουάιτ και να επωφεληθεί επιχειρηματικά από αυτό.
Ο μεγιστάνας μετατρέπει τη Νήσο Γουάιτ σε ένα κολοσσιαίο πάρκο –κέντρο εθνικής κληρονομιάς –όπου συνυπάρχουν «όλα τα εθνικά αξιοθέατα», από τον Ρομπέν των Δασών και την αγαπημένη του Μάριον, μέχρι τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, το Στόουνχεντζ, τα μαύρα ταξί, τη βασιλική οικογένεια, τους πράκτορες της Σκότλαντ Γιαρντ, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τα Βράχια του Ντόβερ. Η Νήσος Γουάιτ μετονομάζεται σε England-England και το σχέδιο, τερατώδες, ριψοκίνδυνο και εφιαλτικό, γνωρίζει απόλυτη επιτυχία. Τόση που το England-England ανταγωνίζεται την αληθινή Αγγλία και απειλεί να την εκτοπίσει!
Σε έναν παραληρηματικό μονόλογο, ο γάλλος διανοούμενος του μυθιστορήματος λέει: «Ο κόσμος της τρίτης χιλιετίας είναι αναπόφευκτα μοντέρνος και είναι πνευματικό μας χρέος να υποταχθούμε σε αυτόν τον μοντερνισμό και να απορρίψουμε ως μελοδραματική και εγγενώς απατηλή κάθε λαχτάρα για το διφορούμενα αποκαλούμενο αυθεντικό. Πρέπει να απαιτήσουμε τη ρέπλικα καθώς η πραγματικότητα, η αλήθεια, η αυθεντικότητα της ρέπλικας είναι αυτό που μπορούμε να κατακτήσουμε, να αποικήσουμε, να αναδιατάξουμε».
Εδώ βέβαια μιλάμε για λογοτεχνία, για επινόηση, για μυθοπλασία. Μια πραγματική είδηση ωστόσο που διάβασα πρόσφατα με έκανε να ανατρέξω στη δυστοπική ιδέα του Μπαρνς.
Πενήντα επτά χρόνια από τότε που χτίστηκε, το 1961, από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας, για να συγκρατήσει τη φυγή των κατοίκων της προς τη Δύση και είκοσι εννέα από τότε που γκρεμίστηκε το Τείχος του Βερολίνου, το «Τείχος του Αίσχους» θα ξαναχτιστεί! Θα είναι πιο μικρό από το αυθεντικό, θα περιβάλλει μόνο ένα μέρος της γερμανικής πρωτεύουσας, αλλά κατά τ’ άλλα θα είναι ίδιο με εκείνο το τείχος που συμβόλισε όσο τίποτε άλλο το ιδεολογικό και πολιτικό χάσμα του Ψυχρού Πολέμου, μεταξύ της δημοκρατικής Δύσης και της λαοκρατικής Ανατολής.
Εντός των τειχών, μια πόλη στην πόλη θα αναπαριστά πιστά το αυταρχικό σύμπαν της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας με βίζες εισόδου, πυργίσκους για τους σκοπούς, κατασκόπους, άδεια καταστήματα και μαύρη αγορά.

Η «αναπαράσταση»

Η «αναπαράσταση» θα είναι ένα «δρώμενο» διάρκειας 30 ημερών, δηλαδή από τις 3 Οκτωβρίου, ημέρα της επανένωσης των δύο Γερμανιών, ως τις 9 Νοεμβρίου, επέτειο της κατάρρευσης του Τείχους, οπότε και θα γκρεμιστεί πάλι –αυτή τη φορά ως μια συμβολική πράξη απελευθέρωσης. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος αναβίωσης του αίσχους για 30 ημέρες προκαλεί ήδη συγκρούσεις και ερωτηματικά. Αλλά αυτές οι 30 ημέρες είναι αρκετές για να ξεσπάσει ακόμα μία διαμάχη: μπορεί να γίνει τουριστική ατραξιόν και αφορμή εμπορευματοποίησης ένα ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τουλάχιστον 140 νεκρούς, χιλιάδες φυλακίσεις, οικογένειες με σημάδια που δεν έχουν επουλωθεί ως σήμερα, τις τραγωδίες, την καταστολή και την ασίγαστη απειλή μιας παγκόσμιας σύγκρουσης; Ετσι αναβιώνει η συλλογική μνήμη για την άγρια αυτή περίοδο;
Είναι ακριβώς αυτή η αναβίωση, από την άλλη πλευρά, που κάνει τις οργανώσεις των θυμάτων του κομμουνιστικού καθεστώτος να διαμαρτύρονται, ενώ στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Τάγκεσπιγκελ» χαρακτηρίζει το όλο σχέδιο «χλευαστικό και προσβλητικό», κατηγορώντας το δημοτικό συμβούλιο ότι θέλει να μετατρέψει τις τραγωδίες της Ιστορίας σε πόλο έλξης για τους τουρίστες, αφού συνδέεται μάλιστα με κινηματογραφική κοστοβόρα παραγωγή.
Βιβλία, μουσεία, τελετουργίες μνήμης, σύμβολα είναι «οχήματα μνήμης». Αμέσως άρχισα να κάνω συνειρμούς με τα δικά μας. Τι θα γινόταν εάν έναν μήνα αναπαρίσταντο τα Δεκεμβριανά σε ένα οικοδομικό τετράγωνο της Αθήνας; Τι θα γινόταν εάν στην επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας είχαμε μια αναπαράσταση του γεγονότος με ηθοποιούς, σκηνοθέτη και απευθείας μετάδοση; Και εάν θέλουμε να πλησιάσουμε προς την εποχή μας, τι θα γινόταν εάν ένα πρωί οι σειρήνες άρχιζαν να ηχούν εκκωφαντικά, τανκς έβγαιναν στους δρόμους, με το Ιντερνετ να σιγά και τα κανάλια να παίζουν εθνικοαπελευθερωτικά τραγούδια ως προσομοίωση της επάρατου χούντας;
Η αμφιλεγόμενη λέξη είναι η προσομοίωση:είναι η αναπαράσταση ενός πραγματικού ή αφηρημένου συστήματος με ένα μοντέλο. Με την υπερθετική εξέλιξη της τεχνολογίας σε 1.000 χρόνια η ανθρωπότητα θα έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα που θα είναι πιστό αντίγραφο της πραγματικότητας και να φορτώσει μέσα σε αυτό μικρότερα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης με ιδιότητες συνείδησης, δηλαδή συστήματα που θα μιμούνται τα στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η θεωρία της προσομοίωσης μας λέει πως από τη στιγμή που η δυνατότητα αυτή θα υπάρχει,φυσικά και θα δημιουργηθεί μια τέτοια προσομοίωση. Το πιο πιθανό είναι ότι θα θέλουμε να δούμε πώς ζούσαν οι πρόγονοί μας για ποικίλους λόγους. Ποιος άλλωστε δεν θα ενδιαφερόταν να μπει σε ένα μουσείο και να παρακολουθήσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα προσομοίωσης της Αρχαίας Ελλάδας ή της Εποχής των Σπηλαίων. Φυσικά κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλη απήχηση και για ερευνητικούς λόγους αλλά και για λόγους ψυχαγωγίας.

Καταναλωτές του παρελθόντος

Κάπου εκεί όμως τα πράγματα γίνονται παράξενα. Είναι το πώς η προσομοίωση ενός γεγονότος, και ειδικά ενός ιστορικού γεγονότος, συμπλέκεται με τη μνήμη που έχουμε για αυτό και ακόμη και με την αλήθεια του. Ξέρουμε πως η Ιστορία είναι υποκειμενική. Είναι άθροισμα μαρτυριών, ειδικά όσο πίσω πάμε στον χρόνο. Το άλλο ερωτηματικό είναι η πύκνωση. Ο άνθρωπος, αντί να απλώνεται σε ένα ευρύ πεδίο έρευνας για ένα ιστορικό γεγονός, αποκτά ένα ψυχαγωγικό εργαλείο μέσα από το οποίο το καταναλώνει. Το History for Dummies γίνεται Dummy History. Και είναι αυτή ακριβώς η κατανάλωση της Ιστορίας που την κάνει εμπόρευμα. Σε μια εποχή που ο καθένας μας είναι brand name του εαυτού του και έχουμε αρχίσει να μοιάζουμε όλο και περισσότερο με τα Facebook προφίλ μας, η υπεραπλούστευση αυτή που παρέχει η τεχνολογία, από τη μια, καταργεί σχεδόν την αυθεντικότητα και, από την άλλη, μας κάνει καταναλωτές ακόμη και του παρελθόντος μας. Για να μην αναφέρω τα πάμπολλα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν. Φανταστείτε μια τέλεια προσομοίωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Αουσβιτς να αναβιώνει το παρελθόν. [Ανατριχιαστικό!] Θα μπαίνατε εύκολα εκεί μέσα;
Τελικά μια τέτοιου είδους τελετουργία προσομοίωσης είναι ένας κοινωνικός μηχανισμός που μπορεί να συνεισφέρει στην κοινωνική συνοχή ή αλλιώς στην κοινωνικοποίηση των ατόμων μέσω της ασυνείδητης οικειοποίησης τραυματικών εμπειριών παρελθόντων ετών, ή όλο αυτό είναι μια τυποποιημένη κούφια παράσταση με στόχο το κέρδος; Και επιπλέον, αυτού του είδους η τελετουργία μπορεί να είναι μοντέλο κοινωνικής πράξης που ενσταλάζει ή μεταβιβάζει κοινωνικές αξίες; Φοβάμαι πως όχι μόνο δεν μπορεί αλλά, αντίθετα, λειτουργεί ζημιογόνα ως προς τις αξίες αυτές.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ