Ο γερμανός φιλόσοφος της Ιστορίας Reinhart Koselleck στο σημαντικό έργο του Το μέλλον του παρελθόντος (Vergangene Zukunft, αγγλ. μετάφραση Futures Past) εισήγαγε δύο μετα-ιστορικές κατηγορίες για την κατανόηση του ιστορικού χρόνου: το «πεδίο της εμπειρίας» και τον «ορίζοντα της προσδοκίας». Η εμπειρία είναι το «παρόν παρελθόν» και συντίθεται από τα γεγονότα τα οποία θυμόμαστε, συνδέεται δηλαδή με τη μνήμη. Η προσδοκία από την άλλη πλευρά είναι το «μέλλον μέσα στο παρόν» και περιέχει ελπίδες και φόβους, επιθυμίες και σχέδια.

Ο Koselleck δηλώνει μεν ότι «δεν υπάρχει προσδοκία χωρίς εμπειρία∙ δεν υπάρχει εμπειρία χωρίς προσδοκία», αλλά επισημαίνει ταυτόχρονα ότι εμπειρία και προσδοκία δεν συνδέονται μεταξύ τους μονοσήμαντα και στατικά, εφόσον το ιστορικό μέλλον δεν αποτελεί άμεσο προϊόν του ιστορικού παρελθόντος. Η πρόγνωση του μέλλοντος μπορεί να αντλεί στοιχεία από την εμπειρία αλλά η προσδοκία μπορεί να αναφέρεται και στο απρόβλεπτο. Οι σκέψεις αυτές μάς οδηγούν στο ερώτημα που τίθεται σε κάθε χρονικό κατώφλι, όπως συμβολικά τοποθετείται και στην αρχή μιας νέας χρονιάς: Ποιος είναι ο «ορίζοντας των προσδοκιών» για το 2019; Πώς αυτός ο «ορίζοντας» συνδέεται με το «πεδίο της εμπειρίας» μας; Πόσο έτοιμοι είμαστε για το προβλέψιμο και το απρόβλεπτο; Εν τέλει, πόσο η προσδοκία είναι ελπίδα και πόσο φόβος;

1919: χρονιά-σταθμός
για την Ευρώπη

Προτού προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, είναι σκόπιμο να σκεφτούμε ανθρώπους πριν από εμάς και να επιχειρήσουμε, μέσω της ενσυναίσθησης, να νιώσουμε ποιες ήταν οι δικές τους προσδοκίες με βάση τις εμπειρίες τους και, με τη γνώση του επιγόνου, να σταθμίσουμε τη δυνατότητά τους να προβλέψουν. Εξάλλου πολύ συχνά η Ιστορία χρησιμοποιείται για να προσφέρει χρήσιμες αναλογίες για το παρόν και το μέλλον, για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε μέσω της σύγκρισης το άγνωστο και επίφοβο. Λειτουργεί δηλαδή ανακουφιστικά, παρόλο που είναι γνωστό ότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Στην παρούσα συγκυρία, η καλύτερη αναλογία είναι η επετειακή, με δύο χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς: το 1919 και το 1989.

Εκατό χρόνια πριν είχε μόλις τελειώσει εκείνος που θεωρούσαν ότι ήταν ο πιο καταστροφικός πόλεμος της σύγχρονης ιστορίας, ο «Μεγάλος Πόλεμος». Πράγματι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει τυπικά στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας ενώ λίγο πριν είχαν συνθηκολογήσει οι άλλοι σύμμαχοί της. Το 1919 ήταν μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία της Ευρώπης, με την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης, λόγω της επαναχάραξης των συνόρων, της δημιουργίας νέων κρατών και της βαριάς σκιάς στις μνήμες των ανθρώπων από τη μεγάλη καταστροφή που για πρώτη φορά είχε βιώσει η Γηραιά Ηπειρος. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έβγαιναν πληγωμένες ύστερα από τεσσεράμισι χρόνια πολέμου και προσδοκούσαν την ειρήνη. Ωστόσο, η Ελλάδα, που συγκαταλεγόταν στους νικητές του πολέμου, ξεκινούσε μια νέα περιπέτεια με την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, που θα οδηγούσε στη μεγάλη καταστροφή του 1922. Η μεγαλοϊδεατική προσδοκία του 1919 κατέληξε σε τραγική διάψευση. Αντίστοιχα, στις αρχές του 1989 κανένας, σε Ανατολή και Δύση, δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα συνέβαινε στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και των κομμουνιστικών καθεστώτων, που επίσης σφράγισε την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία.

Η άνοδος της Ακροδεξιάς

Ατενίζοντας λοιπόν το 2019, είναι αρκετά δύσκολο να ισχυριστούμε ότι με βάση το «πεδίο της εμπειρίας» μας μπορούμε να περιγράψουμε με πιθανότητες πρόβλεψης τον «ορίζοντα των προσδοκιών» μας. Το πεδίο της εμπειρίας μας δεν ορίζεται βεβαίως μόνο από την προηγούμενη χρονιά που φεύγει αλλά από ένα άθροισμα ατομικών και συλλογικών βιωμάτων που μπορούν να έχουν διαφορετικό βάθος στο παρελθόν.

Πολλά συμβάντα σε παγκόσμιο επίπεδο μας ωθούν σε μια απαισιόδοξη στάση, επειδή κάποιες εξελίξεις μοιάζουν δύσκολα αναστρέψιμες. Για παράδειγμα, η συνεχής άνοδος της ακροδεξιάς ιδεολογίας, που αποτυπώνεται στις πολιτικές κυβερνήσεων και κομμάτων αλλά και στον λόγο που διαχέεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν φαίνεται να είναι κάτι που θα ανακοπεί μέσα στην επόμενη χρονιά.

Οσο οι άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι και οργισμένοι από την καθημερινότητά τους, όσο οι νέοι βρίσκονται μπροστά στην ανεργία και σε προσωπικά αδιέξοδα, η προσφυγή σε ακροδεξιούς ιδεολογικούς χώρους θα προσφέρει ένα φθηνό placebo. Η ανθρωπότητα θα συνεχίσει εξάλλου να εξοπλίζεται με υπερσύγχρονα όπλα και να διεξάγει πολέμους, με απερίσκεπτο φανατισμό και καλά υπολογισμένες οικονομικές στρατηγικές, πολλαπλασιάζοντας τον πόνο της απώλειας και της προσφυγιάς. Η πυρηνική απειλή εξακολουθεί να επικρέμαται και ο φόβος είναι υπαρκτός.

Η κλιματική αλλαγή

Ενα άλλο παγκόσμιο πρόβλημα το οποίο μάλλον θα επιδεινωθεί την επόμενη χρονιά αφορά την κλιματική αλλαγή. Αποτέλεσμα μιας αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης που περιφρονεί τον ανθρώπινο παράγοντα και την ποιότητα της ζωής, η κλιματική αλλαγή, όπως γίνεται αισθητή με το λεγόμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου, έχει λίγες πιθανότητες να αντιμετωπιστεί όσο οι πολιτικές μεγάλων οικονομικών δυνάμεων του κόσμου δεν της δίνουν προτεραιότητα.

Αλλά και πέρα από τις κυβερνήσεις, πολλοί θεωρούν ότι το ζήτημα αυτό – όπως και άλλα παγκόσμια ζητήματα – δεν τους αφορά, καθώς παραμένουν εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμο της εθνικής τους κοινωνίας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο κόσμος γίνεται όλο και πιο διασυνδεδεμένος και ότι γεγονότα που συμβαίνουν στην άλλη άκρη του πλανήτη θα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μας επηρεάσουν από όσο συνέβαινε πριν από κάποιες δεκαετίες. Ο εγκλωβισμός στο εθνοκρατικό μας περιβάλλον που ανατροφοδοτείται από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας και, παραδόξως, και από το Διαδίκτυο είναι ο βασικός λόγος που δυσκολευόμαστε να δούμε το μέλλον σε όλες του τις διαστάσεις.

Η διαμόρφωση
του μέλλοντος

Ωστόσο η τάση της ιδεολογικής αναδίπλωσης, που αναμφίβολα θα συνεχιστεί την επόμενη χρονιά, έχει τα αντίβαρά της στη δημιουργικότητα και την ευρηματικότητα του ανθρώπινου νου. Δεν ξέρουμε ποια νέα επινόηση στον τομέα της τεχνολογίας, ποιες νέες ανακαλύψεις στον τομέα της επιστήμης, ποια νέα έργα στον τομέα της τέχνης θα εμφανιστούν, αλλά μπορούμε να προσδοκούμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά θα συμβούν.

Είτε για τις αρνητικές είτε για τις θετικές όψεις του μέλλοντος, υπάρχει λοιπόν ένας συνδυασμός μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων αλλαγών, συνεχειών και ασυνεχειών, για τις οποίες μπορούμε να είμαστε σε έναν βαθμό προετοιμασμένοι. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι να γνωρίζουμε με ποιους τρόπους έχουμε τη δυνατότητα (όχι μόνο ατομικά αλλά και μέσα από συλλογικότητες) να παρέμβουμε στη διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος, σε πείσμα της μοιρολατρίας που η ίδια η ετήσια επανάληψη της Πρωτοχρονιάς μάς υποβάλλει.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.