Μια μακρά προεκλογική περίοδος φτάνει σήμερα στο τέλος της. Στην πραγματικότητα εξελίχθηκε από το φθινόπωρο του 2018 και στο ενδιάμεσο πέρασε από τις Πρέσπες, τις αγοραπωλησίες βουλευτών στην απερχόμενη Βουλή, τις αλλαγές πλειοψηφίας, τις ευρωεκλογές και τις δημοτικές εκλογές.

Οι σημερινές εκλογές δεν ήταν φυσικά επιλογή της κυβέρνησης. Προτιμούσε να παραμείνει έως τον Οκτώβριο. Αλλά επιβλήθηκαν από τη λαϊκή ψήφο. Εκείνη είναι που έσυρε την κυβέρνηση στις κάλπες.

Εξέλιξη αναμφισβήτητα θετική και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα προκύψει. Για έναν πολύ απλό λόγο: διότι η ψήφος είναι το μοναδικό αντικειμενικό κριτήριο σε μια δημοκρατία.

Εχω ένα πρόσφατο αρνητικό παράδειγμα.

Ευρωεκλογές Μαΐου 2019. Πρώτο κόμμα έρχεται πανευρωπαϊκά το Λαϊκό Κόμμα με υποψήφιο για την προεδρία της Επιτροπής τον Μάνφρεντ Βέμπερ.

Κάποιοι δεν γούσταραν τον Βέμπερ για διάφορους λόγους. Καλώς ή κακώς. Με πρώτο τον Μακρόν που ήθελε να κάνει προσωπικό παιχνίδι. Καίγεται λοιπόν η υποψηφιότητα του Βέμπερ.

Στη συνέχεια η Μέρκελ, ο Μακρόν, ο Σάντσεθ και ο Ρούτε επεξεργάστηκαν μια (υποτίθεται) συμβιβαστική λύση. Σύμφωνα με αυτήν ο Σοσιαλδημοκράτης Τίμερμανς (που είχε έλθει δεύτερος στις ευρωεκλογές) θα αναλάμβανε την προεδρία της Επιτροπής και ο Βέμπερ θα έπαιρνε την προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου.

Οπως ήταν αναμενόμενο όμως το Λαϊκό Κόμμα επαναστάτησε που έκαψαν τον υποψήφιό του και οι άλλοι συμφώνησαν ερήμην του. Τι έκανε; Εκαψε κι αυτό με τη σειρά του την υποψηφιότητα του Τίμερμανς.

Λογικό. Οταν δεν αποδέχεσαι τον πρώτο, γιατί ο άλλος να αποδεχτεί τον δεύτερο; Και αν η ψήφος δεν παίζει ρόλο, τότε γιατί ψηφίζουμε;

Το αποτέλεσμα είναι ότι η «συμφωνία των Τεσσάρων» κατέρρευσε και κανείς δεν κέρδισε ουσιαστικά από το παζάρι παρασκηνίου που ακολούθησε. Είχαμε ένα αποτέλεσμα χωρίς νικητή, με άδηλο μέλλον και πολλούς ηττημένους.

Ηθικό δίδαγμα; Οταν στη δημοκρατία καταργείς το αντικειμενικό κριτήριο της ψήφου ανοίγεις την πόρτα του φρενοκομείου.

Επιστροφή στην Αθήνα. Ελπίζουμε όλοι ότι αυτή η πόρτα θα μείνει σήμερα κλειστή. Και ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι τόσο σαφές και τόσο καθαρό που δεν θα χρειαστεί κανένα παζάρι παρασκηνίου για να βρεθεί κυβερνητική λύση.

Διότι, κακά τα ψέματα, στη δημοκρατία οι εκλογές έχουν ένα θεμελιώδες ερώτημα: ποιος θα κυβερνήσει τον τόπο. Ολα τα υπόλοιπα έπονται.

Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα όμως περιέχει και ένα δεύτερο. Θα προκύψει από τις κάλπες απλώς κάποια κυβέρνηση ή ένα σκηνικό κυβερνητικής ισχύος και πολιτικής σταθερότητας;  

Η απάντηση που θα δοθεί είναι εξαιρετικά σημαντική για δύο λόγους.

Πρώτον, επειδή μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας θα μπορέσει η χώρα να ξεφύγει από την πολύπλευρη κρίση που την ταλάνισε από το 2009. Να επιστρέψει δηλαδή σε μια μορφή κανονικότητας.

Και από αυτό θα βγει ωφελημένη συνολικά η χώρα ό,τι κι αν ψηφίσει σήμερα ο καθένας.

Δεύτερον, επειδή (καλώς ή κακώς) η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία το πολιτικό προέχει, κυριαρχεί και καθορίζει τη δημόσια ζωή. Την οικονομία, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τις επενδύσεις, τα πάντα.

Χωρίς πολιτική σταθερότητα είναι ολόκληρη η χώρα που τίθεται εκτός λειτουργίας.

Υπάρχει όμως κι ένας λόγος πιο συγκυριακός: αν σήμερα δεν προκύψει ισχυρή κυβέρνηση, η Ελλάδα θα εμπλακεί σε μια πλειοδοσία ακυβερνησίας και αποσταθεροποίησης με ορατή την απειλή της απλής αναλογικής.

Αν δηλαδή δεν αποκτήσει σήμερα κυβέρνηση, κανείς δεν ξέρει πότε θα αποκτήσει ξανά κυβέρνηση.

Ο καθένας φυσικά θα ψηφίσει με το χέρι στη συνείδησή του. Μια χώρα όμως δεν είναι ένα άθροισμα ατομικών συνειδήσεων.

Και γι’ αυτό θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό αν σήμερα από τις κάλπες αναδειχτεί μια εθνική συλλογική συνείδηση που θα ωθήσει τον τόπο στον δρόμο της ευημερίας, της ηρεμίας και της αρετής.

Που θα κρατήσει δηλαδή κλειστή την πόρτα του φρενοκομείου… Εστω για λίγο!

Ας πρόσεχε!

Είναι γνωστό από τι πιάνεται ο πνιγμένος. Στην προκειμένη περίπτωση, και αφού έφαγε όλο το σιχτίρ για τις Πρέσπες, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πατσίσει με κάτι επιστολές του Καραμανλή από το 2005 και κάποιες προϊστορικές δηλώσεις του Αδωνη.

Αδικος κόπος. Και περιττή προσπάθεια. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν συγκρίνει μια διαπραγμάτευση με μια συμφωνία.

Μπορεί λοιπόν ο Πρωθυπουργός να δηλώνει ότι «τον πνίγει το δίκιο» για το Σκοπιανό αλλά ας πρόσεχε.

Κανείς δεν τον υποχρέωσε να κάνει νταραβέρι με τον Γιούνκερ και τη Μέρκελ. Ούτε τον έβαλε κανείς με το ζόρι να υπογράψει μια συμφωνία με το 70%-75% των Ελλήνων απέναντί του.

Τώρα πληρώνει απλώς τον λογαριασμό του πνιγμού του!

Η περί Αριστεράς ψευδαίσθηση

Ομολογώ ότι έχω αρχίσει να μπερδεύομαι. Ακούω τον Κουτσούμπα να κατηγορεί τον Τσίπρα ότι δεν είναι επαρκώς αριστερός. Η μομφή έχει μια λογική επειδή είναι αριστερός ο Κουτσούμπας. Και νοιάζεται για την παράταξή του.

Ακούω ταυτοχρόνως τη Φώφη να αποκαλεί τον Τσίπρα «βαρίδι της Αριστεράς», να τον κατηγορεί ότι «πρόδωσε τις αξίες και τους αγώνες της Αριστεράς» και ότι «χρεοκόπησε το όνομα της Αριστεράς».

Ενδεχομένως είναι σωστό, αλλά τη Φώφη τι τη νοιάζει; Υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να πιστεύει ότι το ΚΙΝΑΛ είναι κάτι αριστερό παρέα με τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ΟΚΔΕ; Και ως εκ τούτου ότι δικαίως κόπτεται για «τις αξίες της Αριστεράς»;

Ούτε μισός.

Διότι για να συμβεί αυτό πρέπει πρώτα να δεχτούμε ότι η Αριστερά διαθέτει κάποιες αξίες ιδίας χρήσεως και να αποφασίσουμε ποιες είναι.

Να θαυμάσουμε ύστερα τους αγώνες της προς υπεράσπιση των αξιών αυτών. Να δηλώσουμε ότι μας πονάει αν κάποιος τους προδίδει. Και να αποδείξουμε ότι ο Τσίπρας προδίδει κάτι που θαυμάζουμε.

Αν είμαστε αριστεροί, όπως ο Κουτσούμπας, το παιχνίδι έχει νόημα. Αν όμως δεν είμαστε αριστεροί όπως το ΚΙΝΑΛ, τρεις σκασίλες έχουμε τι κάνει ο Τσίπρας με την Αριστερά, τις αξίες και τους αγώνες της.

Τηρουμένων των αναλογιών, δεν πιστεύω να χολοσκάει κανείς στην Ελλάδα αν ο Μιχαλολιάκος προδίδει ή δεν προδίδει τα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού. Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί.  

Η σύγχυση αυτή προκύπτει υποθέτω από τη διαχρονική ψευδαίσθηση ότι το αριστερό είναι γενικά κάτι «καλό» σε αντίθεση με το δεξιό ή το κεντρώο που είναι για τα παλιόπαιδα.

Θυμάμαι κάποτε είχα πει σε ένα κορυφαίο στέλεχος του (παλαιότερου) ΠαΣοΚ πως θεωρώ κορυφαία προσφορά του Γεωργίου Παπανδρέου στον τόπο ότι απέτρεψε την επικράτηση των κομμουνιστών τον Δεκέμβριο του ’44.

Με κοίταξε παραξενεμένος και αναρωτήθηκε:

– Και αυτό ήταν καλό;

Ομολογώ ότι έκανα τον σταυρό μου. Αυτή όμως η σιωπηλή ψευδαίσθηση περί καλής Αριστεράς υπονομεύει την υποχρέωση της Κεντροαριστεράς και της Δημοκρατικής Παράταξης να επανακαθορίσουν ακομπλεξάριστοι την αυτόνομη ταυτότητά τους.

Διότι, καλώς ή κακώς, η Φώφη δεν αποτελεί μια εκδοχή του Βαρουφάκη ή του Σκουρλέτη.

Κι ούτε πιστεύω ότι υπάρχει έστω ένας Ελληνας που της ζητάει να γίνει.