Σταύρος Ζουμπουλάκης

Στ’ αμπέλια

Αφήγημα

Εκδόσεις Πόλις, 2018

σελ. 96, τιμή 8 ευρώ

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μπήκε κάμποσες φορές στον πειρασμό να σκεφτεί ότι η ζωή δεν στάθηκε γενναιόδωρη μαζί του. Πλην όμως, επειδή ο ίδιος έχει το χάρισμα του κριτικού (ανα)στοχασμού, κλείνει το τελευταίο του βιβλίο με τούτες τις αράδες: «Είναι άδικο: εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας, μέσα σε έναν ωκεανό αγάπης, δεν είναι λίγο». Στο αφήγημά του με τίτλο Στ’ αμπέλια, θυμάται το αγόρι που υπήρξε και τον τόπο καταγωγής του, την Συκιά Λακωνίας. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό, ένα είδος λόγιας αυτοβιογραφίας που μεταπλάθεται σε ανθρωπολογικό δοκίμιο για την Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και τον πολιτισμό της υπαίθρου. Πρόκειται, επί της ουσίας, για την ανάκληση ενός ολόκληρου κόσμου που δεν υπάρχει πια.

Η ανάκληση
του παρελθόντος

«Είχα δύο ειδών αντιδράσεις απ’ τους αναγνώστες. Αφενός, στους περισσότερους αφύπνισε μνήμες από τα δικά τους παιδικά χρόνια, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν γεννήθηκαν σε χωριό αλλά είχαν εκεί έναν παππού ή μια γιαγιά, και τους επισκέπτονταν· που σημαίνει ότι αυτά που περιγράφω δεν είναι άγνωστο σύμπαν, ότι η ελληνική κοινωνία ήταν μέχρι χθες μια αγροτική κοινωνία με ανάλογους δεσμούς. Αφετέρου, υπάρχουν νεότεροι αναγνώστες που δεν έχουν καμία σχέση με όλα αυτά, που έχουν γεννηθεί και έχουν ζήσει μόνο στις πόλεις ή στην πρωτεύουσα, που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε χωριό. Σε αυτούς άρεσε για έναν άλλον λόγο, βρήκαν στο βιβλίο ορισμένα αυθεντικά αρχαϊκά στοιχεία που φαίνεται να τους ελκύουν» είπε στο «Βήμα» ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, που μας υποδέχθηκε στα γραφεία του Βιβλικού Ιδρύματος «Αρτος Ζωής».

Γράφει ότι για εκείνον τον κόσμο νιώθει συγκίνηση αλλά όχι και νοσταλγία. Δηλαδή; «Είναι ένας οικείος κόσμος για τον οποίο δεν μιλάω ψυχρά και ουδέτερα και, συγχρόνως, ένας κόσμος που δεν πονάει η ψυχή μου επειδή καταποντίστηκε. Το αντίθετο θα έλεγα, χαίρομαι που πέρασε. Ενας κόσμος τόσο απροστάτευτος στην παραμικρή αρρώστια – δεν υπήρξε οικογένεια που να μην έχασε παιδιά, μια πνευμονία λ.χ. ήταν θανάσιμη τότε -, ένας κόσμος τόσο έκθετος στη φτώχεια και την ανέχεια, ένας κόσμος με τόση βία, πραγματική αλλά και συμβολική, σε βάρος ιδίως των γυναικών και των μικρών παιδιών. Εγώ, ως παιδί της πόλης που πήγαινε να παραθερίσει στο χωριό, δεν υπέστην τα δεινά των παιδιών που ζούσαν εκεί, τις υποχρεώσεις, τον κάματο, να σηκώνομαι για δουλειά μες στα άγρια χαράματα. Το έκανα κι αυτό, αλλά για μένα ήταν αλλιώς, περνούσα τον καιρό μου, για μένα ήταν παιχνίδι και χαρά. Για να σας απαντήσω όμως ευθέως, το αρνητικό της νοσταλγίας, την οποία συνειδητά αποφεύγω, είναι ο εξωραϊσμός της ιστορίας, να μη βλέπουμε το παρελθόν με δίκαιη ακρίβεια».

Πώς ο ίδιος διαχειριζόταν, τότε, το γεγονός ότι ήταν γιος ιερέα; «Ηταν πολύ δύσκολο. Πρώτον, γιατί έπρεπε αναγκαστικά, αφού ήσουν ο γιος του παπά, να είσαι και το καλό παιδί. Στην Αθήνα αυτά – όπου ήρθα σε ηλικία έξι ετών – διότι τον πατέρα μου δεν τον έζησα στο χωριό. Δεύτερον, κι αυτό δεν ξέρω αν μπορείτε να το καταλάβετε. Εγώ δεν πήγαινα ποτέ εκεί που πάει ένα παιδί με τον πατέρα του, λ.χ. στο γήπεδο ή στον κινηματογράφο. Και τρίτον, ίσως το πιο σκληρό. Στην Ελλάδα υπάρχει ένας ωμός και χυδαίος αντικληρικαλισμός. Περνούσε, ας πούμε, ο παπάς στον δρόμο και πιάνανε το υπογάστριό τους, ή χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στην πλάτη και λέγανε «πάρ’ τον παπά». Οταν αυτά τα ζεις ως παιδί δεν μπορείς να τα αντέξεις, ούτε έχεις τη δύναμη να τα αντιπαλέψεις. Τώρα βέβαια είναι αλλιώς, αλλά εκείνη την εποχή, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, στα Ανω Ιλίσια, στα Κουπόνια, οι συνθήκες ήταν δύσκολες» σημείωσε.

Η λαϊκή θρησκευτικότητα

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, που επικαλείται σε αρκετά σημεία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αναφέρεται και στην αντιφατική έννοια της «λαϊκής θρησκευτικότητας», η οποία, όπως εξήγησε, ανθεί κυρίως στην ύπαιθρο. «Στο επίπεδο των νοοτροπιών λίγα πράγματα διαφέρουν σε σχέση με την περίοδο εκείνη. Αυτή η ουσιαστικά δεισιδαιμονική θρησκευτικότητα είναι ακόμα απτή και ισχυρή. Συσσωρεύτηκε μέσα μου αρκετή ύλη ώστε να μπορώ να κρίνω εκ των υστέρων. Πρόκειται για μια θρησκευτικότητα παγανιστική, οι άνθρωποι πιστεύουνε σε φαντάσματα, στη μαγεία, στο μάτι, δηλαδή σε ό,τι ο χριστιανισμός ήρθε να αναιρέσει. Και όσοι απ’ αυτούς εκκλησιάζονται – είναι, ασφαλώς, ένα θέμα τι καταλαβαίνουν όταν βρίσκονται στη λειτουργία – το κάνουν περισσότερο στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συνάθροισης, χωρίς να ιδρύουν ειλικρινά μια προσωπική σχέση με τον Θεό. Στα χωριά είναι πάντοτε ελάχιστοι αυτοί οι άνθρωποι, που η πίστη έχει σμιλέψει τον χαρακτήρα τους και έχει διαμορφώσει τη ζωή τους, που έχουν καλοσύνη και είναι φιλάλληλοι. Η πλειονότητα ανέκαθεν ήταν μέσα στον φθόνο, την καταλαλιά, τις βλαστήμιες και την υποκρισία. Στην ύπαιθρο μπορεί κάποιος να σκοτώσει για μια ρίζα και την επομένη να κινήσει για την εκκλησία χωρίς κανένα πρόβλημα».

Ο ίδιος είπε τη λέξη «πίστη». Ποιο είναι το περιεχόμενό της για έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα; «Δύσκολο ερώτημα. Η πίστη είναι μια απάντηση σε μια κλήση. Και το περιεχόμενο αυτής της απάντησης είναι να πει κανείς ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και είναι κύριος του κόσμου, και είναι κύριος του κόσμου επειδή είναι ο Αναστάς. Τελεία. Αυτό είναι το περιεχόμενο της πίστης. Το ζητούμενο είναι το πώς αυτό θα εκφραστεί, πέραν της προσευχής και της λατρείας. Το άλλο πεδίο όπου οφείλει να εκφραστεί είναι τα έργα αγάπης μέσα στην κοινωνία. Εδώ, θα σας έλεγα πως, όποια κι αν είναι η μεταφυσική ένταση αυτής της πίστης, εάν αποκοπεί από έναν ανθρωπισμό, τότε αρχίζουν κάθε είδους διαστροφές».

Χριστιανισμός και Αριστερά

Τέλος, πώς συνυπάρχουν στη ζωή του ο χριστιανισμός και η αριστερή προοδευτική σκέψη; «Η πίστη, ασφαλώς, δεν κληρονομείται. Ας πω όμως, για την οικονομία της συζήτησης, ότι τη χριστιανική πίστη την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Την Αριστερά ωστόσο, την ανακάλυψα. Δεν πιστεύω ότι κάποιος γίνεται αριστερός επειδή διάβασε και πείστηκε από τη θεωρία. Υπάρχει πάντα στην αφετηρία μια ηθική επιλογή, το να θέλεις να είσαι με τους αδικημένους. Εκεί ακριβώς διασταυρώνεται η χριστιανική πίστη με την Αριστερά. Υπάρχει όμως και κάτι κρίσιμο που τις χωρίζει. Η ενίοτε θετική στάση που τηρούν τα αριστερά κινήματα προς τη βία. Αυτό για τον χριστιανισμό, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, είναι  κόκκινη διαχωριστική γραμμή. Είναι το σημείο όπου η όποια συμπόρευσή τους σταματά, εκεί όπου αναιρούνται οι όποιες συνάφειες».