Η πικάντικη γεύση

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στο προηγούμενο φύλλο του «Βήματος της Κυριακής», το Δεκαπενταυγουστιάτικο, η Λαμπρινή Κουζέλη, που είναι και φιλόλογος και κριτικός βιβλίων, γράφοντας ένα δισέλιδο για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, εξ αφορμής του θανάτου του, έκανε, άθελά της πιστεύω, ένα αληθινό μάθημα δημοσιογραφίας σε όλους μας για το πώς πρέπει να αποχαιρετάμε ποιητές και λογοτέχνες. Το δισέλιδο περιλαμβάνει αρκετές πληροφορίες για τον Χριστιανόπουλο, εστιάζοντας εξαιρετικά σε αυτό που κυρίως ήταν, δηλαδή ένας άνθρωπος των γραμμάτων. Στον ελληνικό Τύπο υπήρξαν και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα αφιερώματα στον ποιητή μετά το δυσάρεστο αυτό γεγονός: η διαφορά του κειμένου του «Βήματος» είναι ότι η Κουζέλη εστίασε στον ποιητή – λίγοι έχουν (έχουμε…) την ικανότητα να σταθούν σωστά απέναντι σε μια τέτοια είδηση αποφεύγοντας τον πειρασμό της εξιστόρησης πιπεράτων περιστατικών που δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κοιτάξει την ιδιωτική ζωή του εκλιπόντος από την κλειδαρότρυπα.
Στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου ο πειρασμός ήταν μεγάλος και αρκετοί δεν τον απέφυγαν. Δεν αναφέρομαι τόσο στις αναφορές στη δηλωμένη από τον ίδιο ομοφυλοφιλία του όσο στην ευκολία με την οποία ανέδειξαν την επικών διαστάσεων γκρίνια του. Ο Χριστιανόπουλος συνήθιζε να περνά «γενεές δεκατέσσερις» ομοτέχνους του αλλά και ανθρώπους που γνώριζε, μπερδεύοντας καμιά φορά την κριτική με την επιθετικότητα και το γούστο (του) με την προβολή (του): στους ποιητές αυτό επιτρέπεται, αλλά δεν είναι η γκρίνια τους και η δηκτικότητά τους σημαντικότερη από το έργο τους. Στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου θα ήταν άδικο να εστιάζαμε στις μικροκακίες του – πόσο μάλλον πολλές από αυτές να τις προβάλουμε ως «απόλυτες αλήθειες» μετά τον θάνατό του, ενώ ήταν απλά ξεσπάσματα, εξομολογήσεις και θέσεις με ενδιαφέρον ίσως, αλλά αναμφίβολα κατώτερες της ποίησής του. Για την ακρίβεια, όλα αυτά ελάχιστη σημασία θα είχαν αν δεν υπήρχε το έργο του.
Η πλειοδοσία έκφρασης υπερβολών που είδαμε στα αφιερώματα για τον ποιητή δεν είναι κάτι νέο. Το Διαδίκτυο (και η μόνιμη ανάγκη για κλικ) μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο τον πειρασμό για σκαμπρόζικες αναφορές: αυτός που δημοσιογραφικά ασχολείται με τον νεκρό (ο οποίος ως γνωστόν δεδικαίωται από της αμαρτίας…) δεν μπαίνει καν στον κόπο να ψάξει τις θέσεις όσων στις ιστορίες του εκλιπόντος εμπλέκονται – συχνά μάλιστα ο συντάκτης του επικηδείου δεν ασχολείται ούτε και με το τέλος αυτών των ιστοριών. Στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου γράφτηκαν πολλές μισές αλήθειες και όλοι ξέρουμε πως αυτές είναι συχνά ολοκληρωμένα και κακόβουλα ψέματα. Είναι αλήθεια π.χ. ότι ο θεσσαλονικιός ποιητής ξιφούλκησε κάποτε εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι κατηγορώντας τον για αστικοποίηση του αγαπημένου του ρεμπέτικου, το οποίο κατά τη γνώμη του ο μεγάλος συνθέτης χρησιμοποίησε «ελαφραίνοντάς» το. Ομως αυτό δεν τον έκανε εχθρό του Χατζιδάκι: ίσα-ίσα που χρόνια αργότερα ο συνθέτης μελοποίησε και ποιήματά του. Γράφτηκε επίσης ότι η οικογένεια του Βασίλη Βασιλικού τού κήρυξε τον πόλεμο μετά από μια κριτική του για κάποιο έργο του συγγραφέα, αλλά πουθενά δεν είδα μια γνώμη του Βασιλικού για αυτό, ούτε και κατάλαβα τι είδους ζημιά έκανε στον Χριστιανόπουλο ο πόλεμος αυτός. Επίσης, κανείς δεν επικοινώνησε με τον Διονύση Σαββόπουλο για να τον ρωτήσει αν όντως δεν αναφερόταν το όνομα του Χριστιανόπουλου στο άλμπουμ του που περιλαμβάνει το ποίημά του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας». Αν το έκανε, θα μάθαινε από τον ίδιο τον πάντα διαθέσιμο για εξηγήσεις (κι όχι απολογίες) Σαββόπουλο ότι δεν είναι έτσι: η αναφορά υπήρχε και όποιος έχει τον θρυλικό εκείνο δίσκο το ξέρει. Αλλά με τη δημοσιογραφία συμβαίνει κάτι απλό: κανείς δεν αγαπά τις επεξηγηματικές λεπτομέρειες που μπορεί να καταστρέψουν ωραίες ιστορίες. Και ειδικά τα κλικ δεν τα φέρνει η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά ο ντόρος που ένα κείμενο προκαλεί. Κείμενα (και πολλά μάλιστα) γράφονται όχι για να διαβάζονται, αλλά για να ακούγονται, αλλά όταν μιλάμε για αφιερώματα σε δημιουργούς που έφυγαν, αυτό είναι άδικο και για το έργο και για τη μνήμη τους.
Σε πολλά από τα κείμενα που γράφτηκαν για τον Χριστιανόπουλο ήταν αδύνατον να καταλάβεις τι ήταν η «Διαγώνιος», γιατί ο ίδιος αρνήθηκε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, γιατί ήταν ένας μεγάλος θαυμαστής του Βασίλη Τσιτσάνη, γιατί δεν έφυγε από τη Θεσσαλονίκη του, γιατί τελικά υπήρξε ένας σημαντικός ποιητής. Αν δεν τον γνώριζες νόμιζες ότι ήταν ένας επαγγελματίας γκρινιάρης, ένας κακιασμένος μικρόψυχος, ένας σκληρός και άδικος τιμητής των πάντων, ένας αδικημένος από ένα αόρατο σύστημα, ένας άνθρωπος που χαιρόταν να προκαλεί μόνο και μόνο για να κάνει εχθρούς. Ισως να ήταν και όλα αυτά – κι αν διανθίσεις ένα κείμενο με μικρές αναφορές σε καβγάδες του με διάσημους, η εικόνα του αυτή μπορεί να χτιστεί εύκολα. Αλλά η εικόνα αυτή είναι επικίνδυνα ημιτελής: διότι το βασικό στην περίπτωση του εκλιπόντος ήταν η πάλη του με τις λέξεις, η ευκολία με την οποία περνούσε από το απλό στο σύνθετο και εν τέλει η ίδια η πικάντικη γεύση των ποιημάτων του – μια απόλαυση η οποία ήταν αποτέλεσμα μιας απλότητας σχεδόν σκηνοθετικής. Αν δεν θες αυτό να το αναδείξεις, καλύτερα να μην γράψεις για τον ποιητή – ειδικά την επομένη της φυγής του. Το να τον αποχαιρετάς με δημοσιεύματα που απλά πρέπει να προκαλέσουν συζητήσεις δεν είναι ούτε καν κίτρινη δημοσιογραφία: είναι μια θλιβερή κατρακύλα.
Τρομάζω με το είδος των αφιερωμάτων που θα γράφαμε σήμερα μετά τον θάνατο του Καβάφη π.χ. ή ακόμα και μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη ή του Καρυωτάκη ή της Πολυδούρη ή του Λαπαθιώτη ή του Μ. Καραγάτση ή του Βάρναλη – μόνο ο Ελύτης και ο Σεφέρης θα γλίτωναν χάρη στα Νομπέλ. Τους άλλους θα τους παρουσιάζαμε σαν πρωταγωνιστές κολασμένων παθών ή σαν επαγγελματίες προβοκάτορες ή ποιος ξέρει πώς αλλιώς.
Οι ποιητές, εξασφαλίζοντας την αθανασία διά μέσου της Τέχνης τους, δεν φοβούνται τον θάνατο. Ας μην τους κάνουμε ν’ αρχίσουν για αυτόν να ανησυχούν κι αν πρέπει ντε και καλά να τον εργαλειοποιήσουμε ας το κάνουμε για να τους γνωρίσουν όσοι δεν έτυχε να τους γνωρίσουν. Οπως με σπουδαίο τρόπο έκανε την περασμένη Κυριακή για τον Χριστιανόπουλο η Λαμπρινή Κουζέλη. Τιμώντας το ότι είναι κάτι σπάνιο: μια αληθινή φιλόλογος.

