Η παρηγορία των μαζών
Μία από τις δημοφιλέστερες συλλογές κριτικών κειμένων του Ουμπέρτο Εκο ανατέμνει τη δομή και τη σημασία των λαϊκών αφηγημάτων
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Αν δείτε τα τελευταία κόμικς του Μπάτμαν, δεν θα καταλάβετε αν είναι κόμικς για παιδιά ή για αναγνώστες του Τζόις. Εγώ δεν μπορώ να τα διαβάσω. Είναι δύσκολα και περίπλοκα τόσο ως προς τα σχέδια όσο και ως προς τα κείμενα». Γνώστης του Μπάτμαν, όπως και του Θωμά Ακινάτη, του Αριστοτέλη, όπως και του Τζέιμς Μποντ, φιλόσοφος, σημειολόγος, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, ο Ουμπέρτο Εκο σχολίαζε με αυτόν τον εύγλωττο τρόπο στον Ανταίο Χρυσοστομίδη το 2011 (Οι κεραίες της εποχής μου ΙΙ, εκδ. Καστανιώτη) μία από τις θεμελιώδεις σταθερές του έργου του: τη σχέση του λαϊκού και του λόγιου στοιχείου, της παραλογοτεχνίας με τη λογοτεχνία. Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ βέβαιος για τη διαχωριστική γραμμή (το σχόλιο υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς ότι ήταν ενήμερος για την τρέχουσα εκδοτική δραστηριότητα του Σκοτεινού Ιππότη), αίσθηση ιδιαίτερα σαφής στα αναλυτικά κείμενά του για τη μυθοπλασία. Εν μέρει στους Κήνσορες και θεράποντες, πλήρως στον Υπεράνθρωπο των μαζών που επανεκδόθηκε μόλις από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, στρέφει την προσοχή του στο λαϊκό μυθιστόρημα και τους ήρωές του, από τον κόμη Μοντεχρίστο ως τον Ταρζάν και τον Μποντ. Σε πρώτη ανάγνωση για να σκιαγραφήσει τη «ρητορική και ιδεολογία» τους, όπως επισημαίνει ο υπότιτλος, σε δεύτερο πλάνο για να υπογραμμίσει τη ζωτική τους σχέση με την κοινωνία της εποχής τους.
Ο Εκο εκκινεί από μια μικρή σημείωση του Αντόνιο Γκράμσι όπου ο ιταλός διανοούμενος διαπιστώνει ότι η έννοια του υπερανθρώπου δεν προέρχεται από τον Ζαρατούστρα του Φρειδερίκου Νίτσε, αλλά από τον Κόμη Μοντεχρίστο του Αλέξανδρου Δουμά. Χρονικά, η εμφάνιση πρέπει να τοποθετηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, στον Ροδόλφο του Γερολστάιν από τα Μυστήρια των Παρισίων του 1842, όχι στον Εδμόνδο Νταντές του 1844 – η πατρότητα του προτύπου αποδίδεται στον Ευγένιο Σύη αντί του Δουμά, όμως ο Εκο κατά βάση συμφωνεί. Το feuilleton του 19ου αιώνα, το επιφυλλιδικό μυθιστόρημα, φέρνει στο προσκήνιο έναν νέο τύπο ήρωα προικισμένο με σωτηριολογικές διαστάσεις. Αίτιο είναι ο κοινωνικός και πολιτικός μετασχηματισμός της εποχής. Το κοινό πληθαίνει με την αύξηση του γυναικείου αλφαβητισμού, η αγορά επιζητεί ένα δημοφιλές είδος, ενώ παράλληλα η κατά Ερικ Χόμπσμπαουμ «εποχή του κεφαλαίου» δονείται από τις ωστικές δυνάμεις του επαναστατικού αναβρασμού – το 1848 είναι σύγχρονο της γέννησης της επιφυλλίδας.
Ιδιωτική δικαιοσύνη
και κοινωνική πάλη
Σε αυτό το πλαίσιο το λαϊκό μυθιστόρημα παρεμβαίνει προκειμένου να προσφέρει στον αναγνώστη τέρψη και παρηγορία χωρίς να επικαλείται την ανατροπή της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Ο υπεράνθρωπος, γράφει ο Εκο, δεν είναι ακόμη ο νιτσεϊκός χαρακτήρας, «είναι μάλλον ένας ήρωας με εξαιρετικές ιδιότητες, ο οποίος απογυμνώνει τις αδικίες του κόσμου που τον περιβάλλει και παρεμβαίνει για να τις διορθώσει με πράξεις ιδιωτικής δικαιοσύνης. […] Ο Υπεράνθρωπος του feuilleton συνειδητοποιεί ότι ο πλούσιος εκμεταλλεύεται τον φτωχό και ότι η εξουσία βασίζεται στην απάτη· δεν είναι όμως προφήτης της κοινωνικής πάλης, όπως ο Μαρξ, και επομένως δεν διορθώνει αυτές τις αδικίες ανατρέποντας την κοινωνική τάξη. Απλώς επιβάλλει τη δική του δικαιοσύνη στην κρατούσα, καταστρέφει τους κακούς, ανταμείβει τους καλούς και αποκαθιστά τη χαμένη αρμονία». Ο Ροδόλφος του Γερολστάιν, ο κόμης Μοντεχρίστος, οι Τρεις σωματοφύλακες, εκφραστές του προτύπου αυτού, λειτουργούν ως εκπρόσωποι της ανώτερης τάξης που σε πείσμα της εξουσίας θεραπεύουν ανισότητες και αντιφάσεις. Προς όφελος του λαού, όχι όμως στο όνομά του, ώστε να μη νομιμοποιηθεί η επανάσταση.
«Με αυτή την έννοια, το δημοκρατικό λαϊκό μυθιστόρημα δεν είναι επαναστατικό, αλλά ελεεί και παρηγορεί τους αναγνώστες του με την εικόνα μιας μυθικής δικαιοσύνης· ωστόσο, εκθέτει τα προβλήματα και, παρ’ όλο που δεν προσφέρει αποδεκτές λύσεις, διαγράφει ρεαλιστικές αναλύσεις» καταλήγει ο Εκο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, ωστόσο, μετά ακριβώς την αποτυχία των σοσιαλιστικών κινημάτων και της Κομμούνας του Παρισιού το 1871, θα επέλθει η μεταβολή: η επιφυλλίδα θα ταχθεί με το μέρος του νόμου και της τάξης, θα διακρίνεται από αριστοκρατικά, εθνικιστικά, ενίοτε αντισημιτικά και ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Μια τρίτη γενιά στις αρχές του 20ού αιώνα θα δώσει τον Φαντομά των Μαρσέλ Αλέν και Πιέρ Σουβέστρ, φορέα του στοιχείου του παραλόγου, και τον Αρσέν Λουπέν του Μορίς Λεμπλάν, κράμα ιδεών των Ζορζ Σορέλ, Ανρί Μπερξόν και Σαρλ Μοράς για μια φιλοσοφία της ενέργειας και της δράσης.
Ο Τζέιμς Μποντ
ως υπεράνθρωπος
Ενα τέτοιο είδος βασίζεται στο Kitch, στην επανάληψη, στο ήδη γνωστό, στον αντικατοπτρισμό του αναγνώστη που αναγνωρίζει τον εαυτό του σε ποικίλες πτυχές του μυθιστορήματος. Το εκτεταμένο δοκίμιο για τον Τζέιμς Μποντ του Ιαν Φλέμινγκ τεκμηριώνει τα παραπάνω με τον καταλληλότερο τρόπο. Αρτιότατος τεχνικά και με γνωστικό υπόβαθρο που εκτείνεται από τον Νοβάλις ως τον Ντε Σαντ, ο Φλέμινγκ γράφει τα μυθιστορήματά του με έναν «προκαθορισμένο κώδικα»: «Ο Μποντ κινείται και κάνει ματ σε οκτώ κινήσεις». Στο σκάκι των μυθιστορημάτων του η επανάληψη καθίσταται απαράβατος όρος, σαν αγώνας επίδειξης των Harlem Globetrotters: «Ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα νικήσουν και βάσει ποιων κανόνων: τότε η τέρψη συνίσταται στο να δούμε τα επιδέξια ευρήματα μέχρι την τελική στιγμή, τις ευφυέστατες παρεκτροπές που θα επιβεβαιώσουν την πρόβλεψή μας, τα κόλπα που θα ισοπεδώσουν τον αντίπαλο». Πρόκειται για ρητορικό τρόπο, σημειώνει ο Εκο, με τον οποίο ο βρετανός συγγραφέας επιδιώκει να κολακεύσει και να προσελκύσει τον αναγνώστη: περιγράφει σχολαστικά τα επουσιώδη (ένα αυτοκίνητο, το μενού ενός εστιατορίου, ένα πακέτο τσιγάρων) που όλοι γνωρίζουν και έχουν δει και αφήνει τη σπαρτιατική λιτότητα για τις φανταστικές εξορμήσεις των κακών και του πρωταγωνιστή του. Εξαιτίας αυτής της ρητορικής αντίληψης στο έργο του κυριαρχεί αρχικά ο αντικομμουνισμός για να υποχωρήσει τη στιγμή της ύφεσης του τέλους της δεκαετίας του ’60: ο Φλέμινγκ είναι μανιχαϊστής, πεπεισμένος για την ανωτερότητα των Βρετανών επί των υπολοίπων, πάνω από όλα, όμως, υπηρέτης της καταναλωτικής αφήγησης, ενδοτικός στη «δόξα» του πλήθους.
Τριάντα ένα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της στα ελληνικά η απολαυστική αυτή συλλογή, επιγραμματικά αφοριστική, γραμμένη με χιούμορ και οξυδέρκεια, επιβεβαιώνει το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Ουμπέρτο Εκο: να μετέρχεται άψογα το λόγιο και το λαϊκό ιδίωμα, χρησιμοποιώντας το ένα για να φωτίσει το άλλο, προς όφελος και των δύο.