Η παραλιακή «Εκκλησία του δήμου»
Η ιστορική «Μινέρβα» είναι ένας χώρος που έχει ταυτιστεί με την πόλη, που έχει τον αέρα της Ιστορίας στα τραπέζια του…
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Νύχτα Αυγούστου 2020. Τα φώτα ενός περιπολικού λούζουν την παραλία του Βόλου. Περνά αργά, σηματοδοτώντας το τέλος κάθε δραστηριότητας. Τα γκαρσόνια στη «Μινέρβα» μαζεύουν τα τελευταία ποτήρια. Μια αίσθηση ερημιάς διαχέεται παντού, κάποια τελευταία ποτά σερβίρονται με τα φώτα κλειστά, η ζέστη συνεχίζει ανυπόφορη και η μυρωδιά της θάλασσας γίνεται αποπνικτική. Θυμίζει τα πραγματικά προβλήματα που ποτέ δεν λύθηκαν στην κεντρική προβλήτα του λιμανιού. Σε εξέλιξη η πρώτη πράξη των μέτρων για την πανδημία, η λειτουργία των μαγαζιών σε μια πόλη που βρίσκεται σε επιτήρηση διακόπτεται, χωρίς να απαγορεύεται ακόμη η κυκλοφορία. Σε λίγο συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Νυχτερινοί μεταμεσονύκτιοι θαμώνες πλημμυρίζουν τη σκοτεινή προθήκη του μαγαζιού με έναν απώτερο σκοπό. Θα ξεκινήσει κάποια συζήτηση, που είχαν προαναγγείλει από την προηγουμένη, και μετά θα συνεχίσουν τη συζήτηση που διέκοψε το ξημέρωμα εν μέσω έντασης, χωρίς ασφαλή συμπεράσματα. Κυρίες και κύριοι, καλωσορίσατε στον θαυμαστό κόσμο της «Μινέρβα».
Συνομιλητές από κάθε χώρο
Εχοντας την ανάγκη να αναζητήσει κανείς την ταυτότητα των συνομιλητών, θα βρει ανάμεσά τους πανεπιστημιακούς, γιατρούς, ταξιδευτές, φοιτητές, εργαζομένους, άνεργους και άεργους διανοουμένους. Κοινός τόπος η θέρμη για συζήτηση, η ανάγκη στοχασμού και το πάθος για τεκμηρίωση των απόψεων που θυμίζει άλλες εποχές. Ενα καφέ που θα μπορούσε να αποτυπώσει την εικόνα της πόλης, «μιας πόλης ευτυχισμένης που συνεχώς αλλάζει σχήμα και χάνεται», κρυμμένης καλά μέσα σε μια οδυνηρή συγκυρία. Που ασφυκτιά ταυτόχρονα όπως όλες μπροστά στον φόβο της πανδημίας.
«Λαϊκός καφενές με μπιλιάρδα στις αρχές του περασμένου αιώνα, πέρασε στην αστική café society μόλις έπιασε παραλία, ωστόσο ποτέ δεν έκανε κάστινγκ στην πελατεία της. Ολοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου»» γράφει η Ελένη Ψυχούλη.
Από τον καφενέ στο καφενείο
Πριν ξεκινήσω τη συζήτηση με τον Νίκο, στέκομαι στα ντοκιμαντέρ και στο έντυπο υλικό για το πέρασμα από τον οθωμανικό καφενέ της Τουρκοκρατίας στο ελληνικό καφενείο.
Οι καφενέδες λειτουργούν συνέχεια για πολλές δεκαετίες στην Πόλη με το ίδιο λιτό σκηνικό, σαν λέσχες και αρχικά ως χώροι ανάγνωσης. Με τη διαφορά των τάσεων κοινωνικής προέλευσης και πλούτου να κυριαρχούν στη συνέχεια μετά την απελευθέρωση και όλον τον 20ό αιώνα στην Αθήνα και στη Σαλονίκη. Στον αντίποδα όλων αυτών φαντάζει σχεδόν μαγικά, ερχόμενο κι αυτό από την Πόλη, το καφέ-ζαχαροπλαστείο. Με τις γεύσεις γλυκισμάτων και πρόχειρων εδεσμάτων να συνοδεύουν τους καφέδες. Συνταγή που τόσο μοναδικά, σε πείσμα των καιρών, συνεχίζει να υιοθετεί η «Μινέρβα».
«Είναι σχεδόν σίγουρο», αναφέρει ο συνομιλητής μου, «πως Βόλος και «Μινέρβα» ταυτίζονται. Και όχι μόνο για κάθε της κάτοικο, αλλά και για όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την πόλη, για τουρισμό, ή και επαγγελματικά. Εχει σαν μαγαζί την αύρα του. Παραλία, ξεκούραση, διασκέδαση με εκλεκτούς φίλους».
Τι εκφράζει η «Μινέρβα»; Τον τόπο όπου ξεκουραζόταν ο μαθητής, που έπινε τον καφέ του ο συνταξιούχος, που γευόταν την πόλη ο φοιτητής.
Η λιτή αισθητική είναι χαρακτηριστικό που ο ιδιοκτήτης κράτησε, ως επιλογή μάλλον, για να μην αλλοιώσει μέσα στον χρόνο το στίγμα του. Του προσδίδει αυτή την απλότητα, που κρατά αυθεντική την πορεία του. Καθημερινοί άνθρωποι, άλλοτε όχι και τόσο απλοί, γίνονται όλοι κοινωνοί μιας αισθητικής που αν μη τι άλλο αναδεικνύει την αίσθηση ισότητας. Γέροντες για τον πρωινό τους καφέ, μαθητές σε κάποια κοπάνα από το σχολείο, φοιτητές με τις παρέες τους, ζευγάρια, οικογένειες. Μοναχικοί και ξεχασμένοι ακόμη από τη σκληρότητα της ζωής. Κάθε είδους άνθρωποι πλαισιώνουν το ψηφιδωτό του μαγαζιού. Τις μεσημεριανές και πρωινές ώρες είναι οι νέοι που θα το κατακλύσουν. Οπως και το απόγευμα. Θα παίξουν τάβλι, θα αράξουν με έναν καφέ, γλυκό ή παγωτό το καλοκαίρι. Θα απολαύσουν τις χαρές της ηλικίας με τους ομοίους τους. Μόνο που τις νυχτερινές ώρες το μαγαζί αποκτά μια άλλη όψη.
Μέσα στη θλίψη που απλώνεται σιγά σιγά στην παραλία, μοναχικοί άνθρωποι, άνθρωποι που θέλουν απλώς να ησυχάσουν αλλά και να κοινωνήσουν ιδέες, για κάποιον μυστήριο λόγο συναντιούνται σε αυτόν τον χώρο. Ενα στοχαστικό καφενείο όλων των ηλικιών. Εχοντας συντεθεί ως το κρυφό σχολειό της πόλης, μέσα στις δεκαετίες. Από τη δεκαετία του ’80 που υφίσταται αυτό σαν «παράδοση».
Σύνθεση προσωπικοτήτων
Η ησυχία που προσφέρει, η προσιτή φύση του χώρου και του ιδιοκτήτη, μια αίσθηση μυστηρίου που διαχέεται όσο πέφτει η νύχτα, «μια σύνθεση προσωπικοτήτων που αν μη τι άλλο σε κεντρίζουν».
«Η εξιστόρηση ενός καφενείου μοιάζει λοιπόν με την ανάγνωση ενός βιβλίου Ιστορίας» προσθέτω.
Με τον αέρα της Ιστορίας
«Θα συμφωνήσω απόλυτα» απαντά ο Νίκος. «Οχι, η «Μινέρβα» δεν είναι ένα φιλολογικό καφενείο, τον ρόλο αυτόν τον διεκδίκησαν άλλα στέκια της πόλης μέσα στον χρόνο» συνεχίζει. «Αλλά ένα μαγαζί είναι κάτι περισσότερο από το στίγμα του στον χρόνο. Είναι ένας χώρος που την ψυχή προσδίδει ο κόσμος του. Οι τριβές τους. Ο χρόνος που επιλέγουν να περάσουν εκεί. Οι διαφυγές και ό,τι δεν γίνεται αντιληπτό στους πολλούς. Και είναι δυστυχώς λίγα τα καταστήματα εκείνα που συνθέτουν μια παράδοση ετών. Που έχουν τον αέρα της Ιστορίας στα τραπέζια τους».
Ξαναγυρνώ στις μνήμες του περσινού καλοκαιριού. Η παντελής απουσία διασκέδασης στην πόλη, τα take away ως η μόνη αναλαμπή και ένα βουβό ακροατήριο αργά το βράδυ να απολαμβάνει ευλαβικά, τρώγοντας κάτι πρόχειρο, τη θέρμη των συνομιλητών γύρω από ένα τραπέζι, που αναζητούν εναγωνίως τις κρυμμένες αιτίες των πραγμάτων ενάντια στο πνεύμα ιδιώτευσης της εποχής.
Ο Νίκος πάλαι ποτέ μαθητής και πτυχιούχος ήταν εκεί. Ως νέος άνθρωπος, μου γέννησε μια τεράστια αίσθηση χαράς και αισιοδοξίας. Το αντίδοτο στη «Μινέρβα» είναι η διάρκεια. Κι ό,τι διαρκεί θεραπεύει, σκέφτομαι. Αφήσαμε εκτός την αναφορά στην πάστα και στο παγωτό. Ούτως ή άλλως αποτελούν μια μυστική τελετουργία που ολοκληρώνεται με τους τίτλους του τέλους.
Επιμέλεια κειμένου και ερωτήσεων προς στον Νίκο Καλογήρου: Αννια Γαλανούλη, με τη σύμφωνη γνώμη της ομάδας.

