«Η πανδημία είναι ευκαιρία να αναλογιστούμε τα λάθη μας»
Ο γνωστός σκηνοθέτης και συνθέτης μιλάει για τη σκηνοθεσία της όπερας του Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες», τη σύνδεση θεάτρου και μουσικής και τις προκλήσεις για την τέχνη εν μέσω COVID-19
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το πρώτο του ακορντεόν το πήρε στα χέρια του όταν ήταν πέντε ετών. «Το σήκωσα και πήγα µπροστά στον καθρέφτη. Ηταν η πρώτη µου «µουσικοθεατρική» πράξη. Δεν µου έφτανε να παίζω, ήθελα να δω και πώς θα φαίνεται να παίζει κάποιος µουσική» αναφέρει. Ο σκηνοθέτης και συνθέτης Θοδωρής Αμπαζής έχει αφιερωθεί στη σύνδεση θεάτρου και μουσικής. Τον Σεπτέμβριο για τέσσερις μόνο παραστάσεις συμπράττει με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών σκηνοθετώντας την όπερα «Ετσι κάνουν όλες», όπου η αριστουργηματική μουσική του Μότσαρτ επενδύει την πασίγνωστη αισθηματική κομεντί του Λορέντζο ντα Πόντε με αιχμή το αιώνιο θέμα της ερωτικής πίστης αλλά και της γοητείας του ερωτικού πειρασμού.
Πώς αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε την όπερα του Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες»;
«Η πρόταση προήλθε από τον Νίκο Μαλιάρα, ιδρυτή της Φιλαρμόνια Ορχήστρας Αθηνών, ως συνέχεια της συνεργασίας μας που ξεκίνησε με την παρουσίαση της όπερας «Περουζέ» στο Φεστιβάλ Αθηνών, πριν από δύο χρόνια. Η τωρινή ιδέα ήταν να ασχοληθούμε με μια κωμική – ανάλαφρη όπερα που, εν τω μέσω αυτής της οδυνηρής περιόδου που διανύουμε, θα απαλύνει τον πόνο του κόσμου. Ταυτόχρονα θέλουμε να απευθυνθούμε σε ένα λιγότερο «μυημένο» κοινό, προσφέροντάς του με ένα κωμικό λαϊκό έργο «ευκολότερη πρόσβαση» στο λυρικό θέατρο».
Λέγεται ότι ο Λορέντζο Ντα Πόντε έχει γράψει μια κωμωδία και ο Μότσαρτ έχει συνθέσει μια τραγωδία. To ασπάζεστε;
«Ο Μότσαρτ έχει ένα φανταστικό θεατρικό ένστικτο. Ξέρει να προστατεύεται από τις κακοτοπιές της κωμωδίας αποφεύγοντας την εύκολη υπογράμμιση των κωμικών καταστάσεων. Πίσω από κάθε αστείο κρύβεται και μια τραγική ιστορία. Οπως και στη ζωή. Η μουσική του Μότσαρτ προσδίδει βάθος στους χαρακτήρες του έργου κάνοντάς τους μοναδικούς και ενδιαφέροντες. Οι πολύ «σοβαρές» άριες, στις οποίες κυρίως αναφέρεται το ερώτημά σας, μπορούν να διαβαστούν και ως μια πειστική προσπάθεια παραπλάνησης των ηρώων, με στόχο να παίξουν όσο καλύτερα γίνεται τον ρόλο τους στο – από κοινού συμφωνημένο – ερωτικό παιχνίδι».
Πώς θα αντιμετωπίσετε το έργο σκηνοθετικά;
«Ο τόπος δράσης του έργου είναι το λόμπι ενός ξενοδοχείου, το 2020, εν μέσω πανδημίας. Με τον σκηνογράφο Κωνσταντίνο Ζαμάνη και τη συνεργάτιδά μου Ελεάνα Τσίχλη αποφασίσαμε να μεταφέρουμε τη δράση σε έναν χώρο που να μπορεί να είναι τόσο δημόσιος όσο και ιδιωτικός. Εναν χώρο που να χαρακτηρίζεται από αφίξεις και αναχωρήσεις, όπως και τα πάθη των ανθρώπων. Επίσης έναν χώρο που να εμπνέει τους ανθρώπους να παίξουν, να ερωτοτροπήσουν πιο ελεύθερα, να δεχθούν, με λιγότερες αναστολές, απρόσμενες συναντήσεις».
Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση από το έργο;
«Προέρχεται από την άρια της Ντοραμπέλα «È amore un ladroncello (Ο έρωτας είναι ένας κλέφτης): Porta dolcezza e gusto (Φέρνει χαρά και γλύκα)/ Se tu lo lasci far (αν του αφεθείς)/ Ma t’empie di disgusto (αλλά σκληρά σε τιμωρεί)/ Se tenti di pugnar (αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς)». Νομίζω αυτό είναι και το πυρηνικό θέμα του έργου. Ολα ξεκινούν σαν ένα παιχνίδι. Ενα διασκεδαστικό ερωτικό παιχνίδι ρόλων. Και καθώς οι άνθρωποι όσο πιο πολύ παίζουμε τόσο λιγότερο θωρακισμένοι είμαστε απέναντι στα πάθη μας έτσι και οι ήρωές μας συνειδητοποιούν ότι είναι απόλυτα εγκλωβισμένοι και ανίκανοι πλέον να αντισταθούν. Αυτό που έμοιαζε αρχικά ψέμα γίνεται η νέα τους αλήθεια».
Συνθέτης και σκηνοθέτης. Πώς αλήθεια ξεκίνησε αυτή η σύνδεση θεάτρου και μουσικής;
«Από πολύ μικρός αδυνατούσα να ξεχωρίσω τη μουσική από το θέατρο. Οταν έγραφα τις πρώτες μου μουσικές, φανταζόμουν ιστορίες. Αλλά και όταν έβλεπα θέατρο, το φανταζόμουν σαν ένα μεγάλο μουσικό κομμάτι. Με ενδιέφερε πάντα η μουσική ως πράξη και η δράση επί σκηνής μεταφραζόταν ως οπτικός ήχος. Προσπάθησα από τα χρόνια των σπουδών μου να ερευνήσω τα όρια των δύο ειδών αλλά και τη συνύπαρξή τους σε ένα σκηνικό «όλον». Κατά καιρούς το δοκίμασα με μουσικούς – εκτελεστές (αξιοποιώντας την παράδοση του σύγχρονου μουσικού θεάτρου του 20ού αιώνα), άλλοτε με ηθοποιούς και άλλοτε με μεικτές ομάδες ερμηνευτών. Ακόμη το ερευνώ».
Πιστεύετε ότι το μουσικό θέατρο είναι ένα δημοφιλές είδος στην Ελλάδα;
«Εξαρτάται τι εννοούμε λέγοντας «μουσικό θέατρο». Το σύγχρονο μουσικό θέατρο, ως μια μετεξέλιξη της όπερας του 20ού αιώνα, που βασίζεται στην ενσωμάτωση θεατρικών στοιχείων στην πρωτότυπη παρτιτούρα ενός συνθέτη, δεν νομίζω ότι έχει κάποια ιδιαίτερη δημοφιλία στη χώρα μας. Ούτε βέβαια η σύγχρονη λόγια μουσική. Δεν παύει όμως να θρέφει τα άλλα είδη σκηνικής μουσικής – αλλά και το θέατρο πρόζας – με πρωτότυπες, σύνθετες μουσικοθεατρικές «χειρονομίες»».
Πιστεύετε ότι αυτή τη στιγμή δημιουργείται με την εγκατάσταση της Λυρικής Σκηνής στο νέο της σπίτι, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ένα νέο κοινό για την όπερα;
«Αναμφισβήτητα. Αρκεί αυτό να πυροδοτήσει και μια ουσιαστική συζήτηση για τη μουσική παιδεία στη χώρα μας».
Πώς είναι η εμπειρία του Διεθνούς Φεστιβάλ Τεχνών Αρχαίας Ολυμπίας του οποίου αναλάβατε καλλιτεχνικός διευθυντής εν μέσω πανδημίας;
«Eχει τη χαρά της δημιουργίας ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου για τον πολιτισμό σε μια πρωτόγνωρη για όλους συνθήκη. Βρίσκομαι σε έναν ευλογημένο τόπο και εμπνέομαι καθημερινά απ’ αυτόν. Κάνουμε με τη βοήθεια του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας τη μικρή μας επανάσταση, προσπαθώντας να βάλουμε στέρεες βάσεις ώστε να είμαστε έτοιμοι να υλοποιήσουμε το όραμά μας για την περιοχή, όταν οι συνθήκες μάς το επιτρέψουν».
Ποιες είναι οι προβλέψεις για τον σύγχρονο πολιτισμό τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται;
«Κανείς μας δεν ξέρει. Είναι όμως η μεγάλη μας ευκαιρία να αναλογιστούμε τα λάθη μας, να διορθώσουμε ό,τι δεν λειτουργεί και να απαιτήσουμε να γίνουν από το κράτος οι απαραίτητες αλλαγές, που θα μας επιτρέψουν να εκμεταλλευθούμε με καλύτερο τρόπο το καλλιτεχνικό δυναμικό αυτής της χώρας».
Διατελέσατε για τέσσερα χρόνια αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Τι κρατάτε από αυτή την πορεία και τι θα αφήνατε;
«Γνώρισα πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, που υπηρετούν την τέχνη του θεάτρου και πιστεύουν πραγματικά στην ουσία της λειτουργίας του θεσμού. Νομίζω ότι καταφέραμε με τον Στάθη Λιβαθινό να δώσουμε ένα ανθρωποκεντρικό πρόσημο στο Εθνικό, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Θα ήθελα να είχα περισσότερο πείσμα ώστε να μπορέσω να μεταφέρω σε όλους το όραμά μου για το θέατρο. Το πιο δύσκολο πράγμα δεν είναι να έχεις προθέσεις και σχέδια αλλά να μπορείς να τα μεταφέρεις στους άλλους. Ειδικά όταν τα προβλήματα της καθημερινότητας ωθούν τους ανθρώπους προοδευτικά προς την καχυποψία».
«Ετσι κάνουν όλες». Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής. Μουσική διεύθυνση: Βύρωνας Φιδετζής. Στις 23 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βριλησίων, στις 25 Σεπτεμβρίου στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά, στις 26 Σεπτεμβρίου στο Κατράκειο Θέατρο και στις 28 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Ηλιούπολης.

