Η τελευταία πράξη στο ψυχόδραμα του Brexit ήρθε με την ετυμηγορία των βρετανών βουλευτών ότι η κυβέρνηση Μέι καταφρόνησε το Κοινοβούλιο. Αυτό έκρινε η πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων σε μια πρόταση που πέρασε για πρώτη φορά στα χρονικά και η οποία υπερψηφίστηκε με 311 ψήφους υπέρ και 293 κατά.

Η καταγγελία υποβλήθηκε έπειτα από την απόφαση της Ντάουνιγκ Στριτ να δημοσιοποιήσει την περίληψη και όχι αυτούσια τη νομική γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα επί της συμφωνίας του Brexit, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, περιλαμβάνει την προειδοποίηση ότι το λεγόμενο «backstop» θα μπορούσε να ισχύσει επ’ άπειρον.

Το «backstop» είναι μια ασφαλιστική δικλίδα που υπάρχει στη συμφωνία αποχώρησης, η οποία αναφέρει ότι η Βρετανία θα παραμείνει για όσο χρειαστεί σε μια τελωνειακή ένωση με την ΕΕ ώστε να μην επανέλθουν τα σκληρά σύνορα μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας – βασικό αγκάθι των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο, αυτή η «άβολη αναγκαιότητα και για τις δυο πλευρές», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος ο επικεφαλής σύμβουλος της Μέι για το Brexit Ολι Ρόμπινς, έχει προκαλέσει την οργή κορυφαίων ευρωσκεπτικιστών. Ο λόγος είναι ότι δεν παραχωρεί στη χώρα δικαίωμα μονομερούς τερματισμού αυτής της θεωρητικά προσωρινής τελωνειακής ρύθμισης, καθιστώντας πρακτικά τη Βρετανία όμηρο της τελωνειακής ένωσης.

Το πενθήμερο κοινοβουλευτικό ντιμπέιτ – πέντε οκτάωρες συζητήσεις επί των όρων εξόδου της Βρετανίας – που ξεκίνησε την περασμένη Τρίτη ολοκληρώνεται σε δύο ημέρες από σήμερα, με την ώρα της αλήθειας, δηλαδή την κρίσιμη ψηφοφορία επί της συμφωνίας του Brexit, να γίνεται το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου.

Καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα μιας βαριάς ήττας, τις τελευταίες ημέρες η Μέι έχει εντατικοποιήσει τις επαφές της με βουλευτές σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τους μεταπείσει να υπερψηφίσουν τη συμφωνία. Πρόκειται για το σημαντικότερο στοίχημα της πολιτικής της καριέρας και για τον λόγο αυτόν περιόδευσε σε όλη τη χώρα με στόχο να ενημερώσει τους διχασμένους πολίτες για τα θετικά της συμφωνίας και τους κινδύνους στην αντίθετη περίπτωση.

Δύσκολη η επόμενη μέρα

Αν την ερχόμενη Τρίτη εγκριθεί η συμφωνία για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, τότε θα πάει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα Κοινοβούλια των υπόλοιπων κρατών-μελών προς έγκριση, για να επέλθει οριστικά το διαζύγιο. Τι θα γίνει στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο δεν κατορθώσει να την υπερψηφίσει; Στο τραπέζι υπάρχουν έξι σενάρια. Ολα προϊδεάζουν για ένα ταραχώδες ξεκίνημα του νέου έτους και μια πολύμηνη πολιτική κρίση άνευ προηγουμένου.

Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση έχει 21 ημέρες να επιστρέψει στο Ουέστμινστερ με νέα πρόταση. Θεωρείται βέβαιο ότι θα πρόκειται για ένα αίτημα προς την ΕΕ για παράταση και προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας. Οι βουλευτές θα αναζητήσουν σαφώς έναν ενεργό ρόλο στη διαδικασία αυτή.

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να ψηφίσει και πάλι ύστερα από τρεις εβδομάδες, αν η ΕΕ συμφωνήσει να τροποποιήσει τη συμφωνία. Αυτό περιγράφεται ως το σενάριο TARP (Troubled Asset Relief Programme). Ηταν η ονομασία που δόθηκε στον μηχανισμό τον οποίο υιοθέτησαν αμερικανοί βουλευτές το 2008 για να εξέλθουν από το οικονομικό χάος που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers.

Νέος πρωθυπουργός: Η Τερέζα Μέι θα μπορούσε να παραιτηθεί ή οι βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματός της θα μπορούσαν να την εξαναγκάσουν σε παραίτηση (αν έχουν επαρκή υποστήριξη), απαιτώντας από το κόμμα να εκλέξει νέο ηγέτη.

Γενικές εκλογές: Η βρετανίδα πρωθυπουργός θα μπορούσε να προκηρύξει εκλογές (με την υποστήριξη των δύο τρίτων του Κοινοβουλίου). Ή το Εργατικό Κόμμα θα μπορούσε να καταθέσει πρόταση μομφής. Τα κόμματα θα έχουν 14 ημέρες ώστε να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση ή να γίνουν νέες εκλογές.

Δεύτερο δημοψήφισμα: Ολοένα και πιο πολύ πληθαίνουν οι εκκλήσεις, κυρίως από την πλευρά των πολιτών και δευτερευόντως από ορισμένους βουλευτές, να ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Ωστόσο, παραμένει ασαφές τι ερώτημα θα τεθεί: Για την υφιστάμενη συμφωνία; Για την παραμονή της χώρας ή όχι στην ΕΕ; Την ίδια ώρα ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά καθώς η οριστική ημερομηνία εξόδου είναι η 29η Μαρτίου.

Μη συμφωνία: Η Βρετανία αφήνει την Ενωση χωρίς καμία λύση με ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις. Εκθεση της κυβέρνησης που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα αναφέρει ότι σε περίπτωση άτακτης αποχώρησης η ύφεση προβλέπεται στο 9,3% δεκαπέντε χρόνια μετά την έξοδο. Αντίθετα, έξοδος με συμφωνία συνεπάγεται συρρίκνωση της οικονομίας κατά 3,9% δεκαπέντε χρόνια μετά την έξοδο, συγκριτικά βέβαια με αυτό που θα ίσχυε αν η χώρα παρέμενε στην Ενωση.

Είναι εφικτή η ακύρωση;

Την ίδια μέρα που ξεκίνησε η τελική αναμέτρηση στη βρετανική Βουλή για τη συμφωνία, ο γενικός εισαγγελέας του ανώτατου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου γνωμοδότησε ότι η Βρετανία έχει τη δυνατότητα μονομερούς ανάκλησης εφαρμογής του άρθρου 50, έως και την τελευταία στιγμή, πριν από την οριστικοποίηση του διαζυγίου Λονδίνου – Βρυξελλών.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε αφότου σκωτσέζοι πολιτικοί και υποστηρικτές της παραμονής της Βρετανίας στην Ενωση ρώτησαν δικαστήριο στη Σκωτία εάν μια χώρα μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση για την έξοδο χωρίς τη συναίνεση των άλλων κρατών-μελών, αφού έχει ξεκινήσει διαδικασία εξόδου από την ΕΕ βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το δικαστήριο μετέφερε την ερώτηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τον περασμένο Οκτώβριο.

Αν και επί του παρόντος δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα – τόσο οι Τόρις όσο και οι Εργατικοί έχουν δεσμευτεί να τιμήσουν την ψήφο του 2016 για έξοδο – η εισήγηση είναι σημαντική, διότι διαφωτίζει πώς εφαρμόζεται το άρθρο 50. Μέχρι σήμερα Κομισιόν και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποστήριζαν ότι στην περίπτωση ανάκλησης του Brexit θα πρέπει να έχουν λόγο και οι υπόλοιποι 27.
Αναλυτές εν τούτοις δεν αποκλείουν ακόμη και αυτή την ακραία περίπτωση, τα πάντα είναι πιθανά, αναφέρουν, ενώ μέχρι πρότινος ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ δήλωναν ότι «η πόρτα παραμένει ανοιχτή». Κάτι τέτοιο βέβαια «θα αποτελούσε μια ισχυρή επίδειξη της κυριαρχίας των Βρετανών, η οποία θα έκανε τους ηγέτες της ΕΕ να μετανιώσουν που δεν ήταν πιο προσεκτικοί για το τι εύχονταν στις δημόσιες δηλώσεις τους αλλά όχι στην καρδιά τους» σχολιάζει σκωπτικά ο Λεονίντ Μπερσίντσκι σε άρθρο γνώμης στο Bloomberg υπό τον τίτλο «How to Annoy Europe: Cancel Brexit», δηλαδή «Πώς να εκνευρίσετε την Ευρώπη: ακυρώστε το Brexit»!