Υπάρχει ένα τραγούδι του Ραχµάνινοφ σε ποίηση της Γκαλίνα Γκαλίναγια, το «Zdes’ khorosho» (αγγλικός τίτλος «How fair this spot» ή «How nice it is here»), που το αγαπώ ιδιαίτερα. Περιγράφει µε τρόπο εκστατικό την απόλυτη οµορφιά και ευτυχία: Ενας άνθρωπος (άνδρας ή γυναίκα, καθώς µπορεί να τραγουδηθεί και από τενόρο και από σοπράνο) παρατηρεί την πανέµορφη φύση γύρω του, µε τα λιβάδια να µοιάζουν µε πολύχρωµο χαλί, το νερό του ποταµιού να χρυσίζει στο φως του ήλιου, τα λίγα σύννεφα στον ουρανό να είναι ολόλευκα. «Δεν υπάρχει κανένας εδώ» λέει, «όλα είναι ήσυχα. Εδώ είµαι µόνος/η µε τον Θεό. Και τα λουλούδια, και το γέρικο πεύκο, και εσύ, το όνειρό µου…».

Αυτό το τραγούδι μού ήρθε στο μυαλό ενώ στεκόμουν σε μια γειτονιά της Μεγαλόπολης, από εκείνες με τα χαμηλά, όχι όμορφα, ούτε περιποιημένα σπίτια, κοιτάζοντας την τεράστια στήλη καπνού που έβγαινε από το φουγάρο της ΔΕΗ και άνοιγε στον ουρανό σαν πυρηνικό μανιτάρι. Από τη γωνία με κοίταζαν επιφυλακτικά δύο ταλαιπωρημένα αδέσποτα σκυλιά. Οι κάδοι των σκουπιδιών έχασκαν ανοιχτοί. Μια μαυροντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα έσερνε αργά τα βήματά της προς (υποθέτω) την εκκλησία. Ηταν νωρίς το πρωί, μετά τη βροχή, με έναν καταγάλανο πια ουρανό. Η ατμόσφαιρα εξαιρετικά διαυγής, στον αέρα όμως μύριζες τη μόλυνση. Η δυσάρεστη οσμή ερχόταν να επιτείνει την εικόνα της θλίψης που με περιτριγύριζε, σε αυτή την πανάρχαια αλλά και τόσο πληγωμένη τις τελευταίες δεκαετίες γη – πληγωμένη από τη βιομηχανία (εξόρυξη λιγνίτη, θερμοηλεκτρικά εργοστάσια, μονάδες παραγωγής ρεύματος) αλλά και από τον Εγκέλαδο: ο σεισμός της 5ης Απριλίου 1965 την άφησε με τα περισσότερα σπίτια της ετοιμόρροπα.

Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο, μου ήρθαν στο μυαλό οι πρώτοι στίχοι του «Zdes’ khorosho» και η μαγευτική μουσική τους: «Εδώ είναι όμορφα». Αρχισα να παρατηρώ κάτι λουλουδάκια που είχαν φυτρώσει πάνω σε έναν σωρό από σπασμένα και σαπισμένα τελάρα, κάτι δέντρα που τα νέα τους κλαδιά – κλαδάκια ακόμα – είχαν κόκκινο χρώμα, είδα και πέρα τα καταπράσινα χωράφια και τα χιονισμένα βουνά να αχνοφαίνονται και να γίνονται ροζ στο πρωινό φως. Ιδού η ομορφιά. Που επειδή είναι καλυμμένη από τόνους ασχήμιας και πρέπει να κοιτάξεις βαθιά για να την ανακαλύψεις, έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη που σου προσφέρεται ανεμπόδιστα. Η ταπεινή ομορφιά που κρύβουν τόποι που τους χαρακτηρίζουμε άσχημους, κατεστραμμένους, καταθλιπτικούς. Εχει πολλά τέτοια μέρη η Ελλάδα. Καταλαβαίνω εκείνους που τα αποφεύγουν επιζητώντας το απροκάλυπτα όμορφο που σαν παγόνι επιδεικνύεται, εκείνους που μπορεί να ρωτήσουν με απορία «μα καλά κι εσύ, στη Μεγαλόπολη πήγες;», ομολογώ όμως πως όσο και αν το αυταπόδεικτο κάλλος μού προκαλεί αίσθηση ευτυχίας, η κρυμμένη, δειλή, θλιμμένη ομορφιά αυτών των περιοχών με συγκινεί. Τη βρίσκω πιο ουσιαστική. Γιατί όσο μαραμένη και αν φαίνεται, αν δεν την προσπεράσεις αδιάφορα, προς στιγμήν ανθίζει. Ή έτσι νομίζω εγώ.