Η Οδύσσεια των Μαριουπολιτών
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στο νοτιοανατολικό κομμάτι της Ουκρανίας, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ζούσαν 91.500 Ελληνες την καταγωγή, των οποίων οι πρόγονοι το 1778 εγκατέλειψαν το Ταταρικό Χανάτο της Κριμαίας για να εγκατασταθούν στη χριστιανική Ρωσία, στην περιοχή της Μαριούπολης και σε 23 χωριά της περιφέρειας. Επρόκειτο για έναν πληθυσμό των οποίων οι πρόγονοι είχαν εγκατασταθεί στην Κριμαία από την αρχαιότητα και κατά τους Βυζαντινούς αιώνες. Στη διάρκεια της ταταρικής κατοχής αρκετές χιλιάδες έχασαν τη γλώσσα τους χωρίς να εξισλαμισθούν, παρ’ όλο που και περιπτώσεις αυτού του είδους δεν έλειψαν. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που το 1778/1779 πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη έξοδος του ελληνικού στοιχείου από την Κριμαία προς την επαρχία της Αζοφικής στη χριστιανική Ρωσία. Τον ρόλο του Μωυσή διαδραμάτισε ένας έλληνας ιερέας από την Κέα, ο Ιγνάτιος Γοζαδίνος, μετέπειτα μητροπολίτης Γοτθίας και Καφά. Η έξοδος επετράπη με διάταγμα που υπέγραψε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ στις 21 Μαΐου του 1779. Οταν η έξοδος ολοκληρώθηκε, υπολογίζεται ότι περί τα 31.000 άτομα είχαν εγκαταλείψει τις πατρογονικές τους εστίες στην Κριμαία.
Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα παράλια και την ενδοχώρα της Αζοφικής, σε περιοχές πρόσφορες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το αυτοκρατορικό διάταγμα προέβλεπε μεταξύ άλλων προνομίων την απαλλαγή τους από τη φορολογία και τη στράτευση. Ο κύριος όγκος τους συγκεντρώθηκε δίπλα στον ποταμό Κάλμιους, στα παράλια της Αζοφικής, όπου έκτισαν την πόλη Μαριούπολη. Αλλοι στράφηκαν στον Βορρά προς το Ντονιέτσκ και εκεί ίδρυσαν τα πρώτα είκοσι χωριά μετά την εγκατάστασή τους, όπου ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να υπάρχουν ελληνόφωνοι πληθυσμοί, απόγονοι αυτών των ίδιων μεταναστών που με υπερηφάνεια καυχιόνται ότι είναι «Ρουμέγιοι» και ότι μιλούν το «Ρουμέικου γλώσσα».
Στα τέλη του 19ου αι. ο Θ. Α. Βαλιανίτης έγραφε στην «Εικονογραφημένη Εστία» του Δροσίνη ότι συνάντησε σε πόλεις και χωριά της μεσημβρινής Ρωσίας ανθρώπους που «λαλούσαν ιδιόρρυθμόν τινα γλώσσαν ούτε ελληνικήν καθ’ αυτό, ούτε ρωσσικήν αλλά μίγμα τι της προ δύο αιώνων λαλουμένης Ελληνικής και της σημερινής Ρωσσικής».
Οι πρώτες συστηματικές μελέτες για τη διάλεκτο των Ελλήνων της Μαριούπολης και των γύρω περιοχών εγκαινιάστηκαν στη δεκαετία του 1930 όταν το κομμουνιστικό καθεστώς διακήρυξε ότι οι εθνικές μειονότητες της ΕΣΣΔ θα πρέπει να αναδείξουν το πολιτιστικό τους παρελθόν και να αποκτήσουν δικό τους αλφάβητο και γραπτή γλώσσα. Με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1926 παράλληλα με τη δημοτική ως γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία καθιερώθηκε και η «μαριουπολίτικη», η οποία αναβαθμίστηκε και φυσικά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο πολιτικής προπαγάνδας ανάμεσα στις πλατιές μάζες που αγνοούσαν τη δημοτική.
Αλλωστε οι στόχοι της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο αν στις πολιτικές αποφάσεις συμμετείχαν πολιτικοποιημένοι πολίτες. Την περίοδο εκείνη γράφτηκαν και μεταφράστηκαν στη μαριουπολίτικη διάλεκτο κάθε λογής προπαγανδιστικό υλικό, σχολικά βιβλία, πρακτικοί οδηγοί για την αγροτική οικονομία, αλλά μεταφράστηκαν και έργα των κλασικών της ρωσικής λογοτεχνίας. Μία ομάδα ακτιβιστών ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας «Κολεχτιβιστής», που κάλυπτε την πολιτική και οικονομική δραστηριότητα των ελληνικών κοινοτήτων .
Η φυσιογνωμία που ξεχώριζε στην πνευματική και εκδοτική κίνηση εκείνη την περίοδο ήταν ο μαριουπολίτης λογοτέχνης Γκεόρκι Αντόνοβιτς Κοστοπράβ, ο υπεύθυνος της φιλολογικής σελίδας του «Κολεχτιβιστή». Στενός συνεργάτης του ήταν ο κωνσταντινουπολίτης Αμφικτύων Δημητρίου (με το ψευδώνυμο Α. Μαρμαρινός), συγγραφέας σχολικών εγχειριδίων και βασικό στέλεχος της ελληνικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Η πολιτικο-λογοτεχνική ομάδα του «Κολεχτιβιστή» ενισχύθηκε και με μερικούς έλληνες κομμουνιστές που σπούδαζαν την εποχή εκείνη στις κομματικές σχολές της Μόσχας, όπως ο Κύπριος Λ. Λέο, ψευδώνυμο του Πλουτή Σέρβα, μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, το στέλεχος του ΚΚΕ Γ. Κολοζώφ (με το Ψευδώνυμο Γ. Λεωνίδας), και ο πρώην βουλευτής το 1932 με το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών, Απόστολος Κλειδωνάρης (Γ. Δ. Ψηλέας ή Κ. Βάσσος).
Το φθινόπωρο του 1937, την περίοδο του μεγάλου τρόμου με τις μαζικές συλλήψεις και τις εκτελέσεις των «εχθρών του λαού», απαγορεύτηκε κάθε πολιτική και πολιτισμική κίνηση που διεξαγόταν έως τότε στα μαριουπολίτικα. Συνακόλουθα η ελληνική μαρξιστική διανόηση έπεσε θύμα στον βωμό των σταλινικών εκκαθαρίσεων (Γκ. Κοστοπράβ, Αμφικτύων Δημητρίου, Γ. Κολοζώφ, Α. Κλειδωνάρης).
Τα κατασταλτικά μέτρα της σταλινικής περιόδου δεν επέτρεψαν πλέον την καλλιέργεια της μητρικής γλώσσας. Η κατάσταση άλλαξε μετά τη στασιμότητα της περιόδου του Μπρέζνιεφ, οπότε εμφανίστηκαν και οι πρώτες επανεκδόσεις έργων παλιών ποιητών (Γκ. Κοστοπράβ), αλλά και μερικών συγχρόνων λογοτεχνών (Λεόντιι Κυριάκοβ, Αντόν Σαπουρμά, Γκριγκόριι Ντάντσεκ, Βαλέριι Κιόρ). Η Μαριούπολη στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ζντάνοβ. Τότε ξεκίνησαν και πάλι οι γλωσσολογικές αποστολές από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου για τη μελέτη της μαριουπολίτικης διαλέκτου, αλλά η όλη υπόθεση της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής του Ντονιέτσκ είχε πάρει πλέον «μουσειακό» χαρακτήρα. Μέχρι που τα τελευταία γεγονότα της βάρβαρης εισβολής των Ρώσων στον Ουκρανικό Νότο έφεραν στο προσκήνιο την ουσιαστικά άγνωστη ελληνική μειονότητα της Ουκρανίας.
Ο κ. Απόστολος Καρπόζηλος
είναι ομότιμος καθηγητής
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

