Η μνημόνευση του μεγάλου ξεριζωμούκαι η σύγκριση με το σύγχρονο δράμα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ποιο νόημα απέκτησαν ως τώρα οι επέτειοι του 1922; Το 1962, στην επέτειο των σαράντα χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μπήκε στη συζήτηση η οπτική του βιώματος, η ιστορία των πολλών, όσων δεν χάραζαν τις αποφάσεις για τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας. Ταυτόχρονα, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες να ενταχθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος στον ανταγωνισμό εξουσίας που αφορούσε τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια δεκαετία αργότερα, στην επέτειο των πενήντα χρόνων, είχε διαμορφωθεί το αφήγημα για την προσφορά των προσφύγων στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ελληνική εξαίρεση
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 βρισκόμαστε στον αστερισμό της συζήτησης για το τραύμα και τη γενοκτονία – συζητάμε για το 1922 ως ελληνική εξαίρεση.
Βλέπουμε δηλαδή ότι κάθε φορά η επέτειος συνομιλούσε με ευρύτερα ζητήματα και αλλαγές που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία: τη στροφή στη μαρτυρία και την υποκειμενικότητα, τη συζήτηση για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων και την αποικιοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη, τα νέα προσφυγικά ρεύματα και την πρώτη περίοδο του Μακεδονικού. Στο κατώφλι της επετείου των εκατό χρόνων, η συγκυρία έχει αλλάξει. Ο εορτασμός θα γίνει με φόντο τον απόηχο της εκατονταετηρίδας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, την πανδημία, το σύγχρονο προσφυγικό ζήτημα και την όξυνση των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και Τουρκίας. Πώς θα επηρεάσουν τα ζητήματα αυτά την επέτειο;
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας
Εχει γίνει κοινός τόπος ότι το 1922 σηματοδότησε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και τον βίαιο εκτοπισμό του ελληνισμού από τις μικρασιατικές του πατρίδες. Το σκεφτόμαστε αυτόνομα, ως ένα από τα κατεξοχήν τραύματα της εθνικής μνήμης. Σήμερα όμως βλέπουμε ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όπως είχε προεόρτια είχε και μεθεόρτια. Ποια ήταν αυτά; Πόλεμοι που ο ίδιος παρήγαγε, όπως ο ρωσικός και ο φιλανδικός εμφύλιος, ο ιρλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας, και οι πόλεμοι μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας, Πολωνίας και Ουκρανίας, ΕΣΣΔ και Εσθονίας, και μεταξύ Λετονίας και ΕΣΣΔ. Στους πολέμους αυτούς συγκαταλέγεται και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922. Συνεπώς, όσο και αν έχει καταγραφεί στην εθνική μνήμη ως εθνική εξαίρεση, ίσως η χρονική απόσταση είναι ευκαιρία να βγούμε από την αυτοαναφορικότητα και, αντί να το βλέπουμε αποκλειστικά ως επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας, να εντάξουμε το γεγονός στο ιστορικό του πλαίσιο.
Η μεγάλη εικόνα του Προσφυγικού
Μιλάμε για ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες στην Ελλάδα. Μήπως όμως θα πρέπει να τους δούμε ανάμεσα στα δεκατρία περίπου εκατομμύρια των ανθρώπων που υπολογίζεται ότι εκπατρίστηκαν την περίοδο των πολέμων της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα; Πρόσφυγες μετακινήθηκαν από τα Βαλκάνια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αντίστροφα, από το Βέλγιο στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ολλανδία, από τη Σερβία στην Κέρκυρα, την Κορσική και την Τυνησία, από τη Ρωσία στην υπόλοιπη Ευρώπη, από την Κεντρική Ασία στην Κίνα. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους στην πορεία, άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα προσφύγων, οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να επιστρέψουν ποτέ στις εστίες τους, πληρώνοντας το τίμημα της διάλυσης των ιστορικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης και της οργάνωσης του κόσμου σε εθνικά κράτη. Το να δούμε τον διωγμό και την προσφυγιά των Μικρασιατών από αυτή την οπτική γωνία δεν αφαιρεί από το δράμα του ξεριζωμού. Αντίθετα, βοηθάει στο να την κατανοήσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο, ως μια διαδικασία που συνόδευσε το τέλος μιας εποχής και μέσα από την οποία διαμορφώθηκαν οι πολιτικές οντότητες, οι ταυτότητες και οι θεσμοί με τους οποίους λίγο ως πολύ πορευόμαστε ως σήμερα. Η Κοινωνία των Εθνών, οι νομοθεσίες που ρύθμιζαν τα δικαιώματα των προσφύγων, οι πρακτικές ένταξης και αποκατάστασης είναι όλα γεννήματα της ανάγκης που δημιούργησαν οι μεγάλες ανακατατάξεις του Μεσοπολέμου.
Καταλύτης μεταρρυθμίσεων
Μιλάμε συνήθως για την προσφυγιά ως μια παθητική κατάσταση. Οι πρόσφυγες όμως, και μόνο με την παρουσία τους, παρενέβησαν δραστικά στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης στις χώρες υποδοχής τους, έγιναν καταλύτης για να εφαρμοστούν δομικές μεταρρυθμίσεις. Η ανάγκη να αναμετρηθούν τα κράτη με τη δημογραφική αναστάτωση, με την παρουσία ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τα αναγκαία, που ήταν ήδη ταλαιπωρημένοι από ενδημικές και επιδημικές ασθένειες (αρκεί μια γρήγορη αναφορά στην ισπανική γρίπη, τη χολέρα, τον τύφο, τη φυματίωση, την ελονοσία, τις ψείρες και τη δυσεντερία), πολλαπλώς επιβαρυμένους ψυχολογικά, και με την απορρύθμιση που επέφεραν στην αγορά εργασίας, δεν άφηνε πολλά περιθώρια από το να προσπαθήσουν να δημιουργήσαν νέες κανονικότητες. Η σύσταση αυτόνομου υπουργείου για την Υγεία (Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, 1922), η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (1929) αλλά και μεγάλα έργα υποδομών, όπως οι αποξηράνσεις, η συστηματοποίηση και ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης στις μεγάλες πόλεις, ήταν μεταξύ των άλλων και αποτέλεσμα της νέας πραγματικότητας που δημιούργησε η παρουσία των προσφύγων.
Οι συγκρίσεις με το σύγχρονο δράμα
Τέλος, δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει κανείς ότι σήμερα οι ίδιο τόποι υποδέχονται όμοια βασανισμένους ανθρώπους, που έχουν ακολουθήσει παρόμοιους δρόμους προσφυγιάς. Δεν μπορούμε να μιλάμε για τους πρόσφυγες του 1922 σαν να μην εκτυλίσσεται δίπλα μας το δράμα των σύγχρονων προσφύγων. Δεν είναι τόσο διαφορετικά τα πράγματα, όσο τα παρουσιάζουμε. Μπορεί εκείνοι οι πρόσφυγες να θεωρούνταν Ελληνες και να ήταν χριστιανοί, αλλά η άφιξή τους συνοδεύτηκε από φόβο, δυσπιστία, ενίοτε και από ανοικτή εχθρότητα. Οι σημερινοί πρόσφυγες δεν μιλούν ελληνικά, ούτε είναι χριστιανοί, αλλά και αυτοί νιώθουν πως δεν έχουν τόπο στον τόπο τους. Το να σκεφτούμε την επέτειο, και τους πρόσφυγες, μέσα από τον φακό της σύγχρονης ελληνοτουρκικής διαμάχης, είναι ένας τρόπος, αλλά όχι αναγκαστικά ο προσφορότερος. Το να τιμάται μια μνήμη δεν σημαίνει μόνο να μην αφήνεται στη λήθη, αλλά και να φροντίζουμε να μη δημιουργούνται παρόμοιες, στο ίδιο μήκος κύματος. Είναι ευκαιρία λοιπόν, να κοιτάξουμε πέρα από το εθνικό μας τραύμα. Ας επιχειρήσουμε να επανασυνδεθούμε με τις παραδόσεις που γέννησε η προσφυγική κρίση του Μεσοπολέμου: πρωτίστως με αυτές του ανθρωπισμού και των πολιτικών ένταξης. Στο κάτω-κάτω το ζήτημα παραμένει βαθιά ανθρωπιστικό.
Η κυρία Αιμιλία Σαλβάνου
είναι ιστορικός, Πανεπιστήμιο Ουτρέχτης – ΕΚΠΑ.

