Η μίνι φούστα και τα Swinging Sixties
Το ρούχο-σύμβολο της αισιοδοξίας, της χαράς για ζωή, της χειραφέτησης των γυναικών και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, όπως καθιερώθηκε από τη Βρετανίδα Μέρι Κουάντ, το «it girl» της εποχής της.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηταν η δεκαετία των Beatles, των «Mods», των κοινωνικών κινημάτων, της ευημερίας και της διασκέδασης μέχρι το πρωί. Ηταν η δεκαετία κατά την οποία ενηλικιώθηκαν οι πρώτοι «baby boomers», η γενιά που γεννήθηκε αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η οποία, αντίθετα με τους γονείς της – τη λεγόμενη «Silent Generation» (Σιωπηλή Γενιά) -, μπορούσε να ελπίζει σε ένα πολύ πιο αισιόδοξο μέλλον. Η οικονομική λιτότητα, οι ζoφερές ημέρες του πολέμου και η αυστηρή πειθαρχία αποτελούσαν πια κομμάτι του παρελθόντος, ενώ η ανάγκη για χαρά, ελαφρότητα και απολαύσεις κάθε είδους ήταν διάχυτη παντού – ειδικά στους νέους της μεσαίας τάξης.
Συνθήκες δηλαδή ιδανικές για τη γέννηση του νεανικού κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως τα «Swinging Sixties». Ξεκινώντας από το Λονδίνο (Swinging London), τις αγορές της Carnaby Street στο Σόχο και της Κing’s Road στο Τσέλσι ειδικότερα, επεκτάθηκε σε όλον τον κόσμο μέσω της μουσικής, των τεχνών και της μόδας. Μιας μόδας που εκφραζόταν κυρίως από τους «Μοds» – από τη λέξη modernists -, την υποκουλτούρα των νέων που άκουγαν τζαζ μουσική, χόρευαν ασταμάτητα, οδηγούσαν βέσπες και φορούσαν περιποιημένα κοστούμια οι άνδρες και μίνι φορέματα σε άλφα γραμμή συνδυασμένα με πολύχρωμα καλσόν οι γυναίκες. Ιέρεια του συγκεκριμένου γυναικείου look η Μέρι Κουάντ, η σχεδιάστρια μόδας που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – ή άλλη -, καθόρισε αλλά και ενσάρκωσε το στυλ της γενιάς της.
Η κόρη ουαλών δασκάλων που έγινε το «Chelsea Girl»
Παρά την τεράστια επιτυχία της και το γεγονός ότι αποτέλεσε, στυλιστικά τουλάχιστον, το σύμβολο της απελευθέρωσης των γυναικών και της σεξουαλικότητάς τους, η Μέρι Κουάντ είχε μια πολύ φυσιολογική και «μετρημένη» ζωή. Ο γονείς της ήταν εκπαιδευτικοί με καταγωγή από την Ουαλία, από οικογένειες ανθρακωρύχων. Οταν τελείωσε το σχολείο, σπούδασε σχέδιο στο Κολέγιο Γκόλντσμιθς, όπου γνώρισε τον μετέπειτα συνέταιρο – μαζί με τον φίλο τους, τον δικηγόρο Αρτσι Μακ Nερ – και σύζυγό της Αλεξάντερ Πλάνκετ Γκριν, με τον οποίο παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1990. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Ορλάντο. Ακόμη και η επαγγελματική της πορεία μοιάζει να είχε μια γρήγορη και σταθερά ανοδική εξέλιξη, σαν να ήταν κάτι το ανώδυνο για την ίδια, εύκολο και φυσιολογικό.
Κοπτική και ραπτική έμαθε σε νυχτερινό σχολείο όσο ήταν ακόμη φοιτήτρια και η πρώτη της δουλειά ήταν σε γνωστό κατάστημα με καπέλα στο Λονδίνο. Μόλις μερικούς μήνες αργότερα άνοιξε τις πόρτες του το «Bazaar», η πρώτη μπουτίκ των Κουάντ, Πλάνκετ και Μακ Νερ στην King’s Road. Στη συγκεκριμένη περιοχή σύχναζαν σκηνοθέτες, καλλιτέχνες, μουσικοί και όσοι εκπροσωπούσαν τη μοντέρνα εποχή. Με την παρουσία της η Κουάντ συνέβαλε στο να μετατραπεί το Τσέλσι σε επίκεντρο της νεανικής κουλτούρας των 60s και η φήμη της να γίνει διεθνής (ακόμη θεωρείται από τις πιο fashionable γειτονιές του Λονδίνου). Αρχικά πωλούσαν ρούχα άλλων σχεδιαστών, μέχρι τη στιγμή που η άπειρη ακόμη σχεδιάστρια αποφάσισε να φτιάξει τη δική της σειρά, η οποία έγινε αμέσως ανάρπαστη, καθιερώνοντάς την ως την απόλυτη εκπρόσωπο των Swinging Sixties.
Μάλιστα, στο «Bazaar» ίσως να ξεκίνησε και το shopping με τη μορφή που το βιώνουμε σήμερα (αν εξαιρέσουμε την παρούσα κατάσταση). Οι νεαρές γυναίκες επισκέπτονταν το κατάστημα όχι μόνο για να αγοράσουν ρούχα, αλλά και για βόλτα, αφού εκεί ακουγόταν δυνατή, μοντέρνα μουσική, σέρβιραν ποτά, τα σχέδια των ρούχων ανανεώνονταν συνεχώς, οι βιτρίνες ήταν φαντασμαγορικές και σύχναζαν cool και ενδιαφέροντες άνθρωποι. Ειδικά στο υπόγειο, όπου οι τρεις συνέταιροι λειτουργούσαν και εστιατόριο, σύχναζαν, ανάμεσα σε άλλους, η πριγκίπισσα Μαργαρίτα με τον σύζυγό της Αντονι Αρμστρινγκ-Τζόουνς, οι Rolling Stones, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο πρίγκιπας Ρενιέ του Μονακό με την Γκρέις Κέλι κ.ά.
Το μίνι, τα καλσόν και το καρέ του Βιντάλ Σασούν
Εκείνο που μάλλον συνέβαλε περισσότερο στην επιτυχία της Μέρι Κουάντ ήταν το προσωπικό της στυλ. Δεν πουλούσε απλά μόδα, ήταν η ίδια της μόδας. Τα ρούχα που έφτιαχνε ήταν αυτά που φορούσε εκείνη. Μάλιστα, όταν της απέδιδαν την καθιέρωση των μίνι, συνήθιζε να λέει ότι αυτό οφείλεται στις πελάτισσές της, οι οποίες, βλέποντας το μήκος των δικών της φορεμάτων, την προέτρεπαν να κοντύνει όλο και περισσότερο τα δικά τους. Προκειμένου να συνδυάζονται με τα φορέματά της, η Κουάντ άρχισε να φτιάχνει πολύχρωμα καλσόν. Εντονα χρώματα, γεωμετρικά σχέδια, ευκολοφόρετα υφάσματα ήταν τα χαρακτηριστικά της μόδας που δημιούργησε.
Το συγκεκριμένο ύφος το λάτρεψαν οι σύγχρονες γυναίκες της δεκαετίας του ’60 και του ’70 γιατί τους πρόσφερε ελευθερία κινήσεων. Μπoρούσαν να χορέψουν ανενόχλητες, αλλά και να τρέξουν να προλάβουν το λεωφορείο, όπως έλεγε η σχεδιάστρια. Τα νεαρά κορίτσια της εποχής ήταν χειραφετημένα, εργάζονταν, έκαναν καριέρα και κυρίως δεν ήθελαν να μιμηθούν το στυλ των μητέρων τους που θύμιζε τον συντηρητισμό και την αυστηρότητα μιας περασμένης εποχής. Για πρώτη φορά τη μόδα δεν τη διαμόρφωνε κάποιος γαλλικός οίκος, αλλά έβγαινε από τις γειτονιές του Λονδίνου, ενώ το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ήταν η νέα γενιά με τον μικρότερο προϋπολογισμό και όχι οι κύκλοι της υψηλής κοινωνίας.
Το «Μod» στυλ περιλάμβανε επίσης έντονο μακιγιάζ με πολλά χρώματα και ψεύτικες βλεφαρίδες – η Κουάντ λάνσαρε την πρώτη σειρά καλλυντικών της το 1966, η οποία επίσης είχε μεγάλη επιτυχία, ειδικά στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ -, αλλά και το κοντό χτένισμα, το «bob» (καρέ), που εμπνεύστηκε ο πασίγνωστος κομμωτής Βιντάλ Σασούν.
Πέρα από την ίδια την Κουάντ, το μίνι φόρεμα έγινε ακόμη πιο δημοφιλές χάρη στα μοντέλα και στις ηθοποιούς που το υιοθέτησαν. Η πιο γνωστή, το μοντέλο Τουίγκι, το όνομα της οποίας έγινε συνώνυμο του πολύ αδύνατου σώματος. Οι μικροσκοπικές της διαστάσεις και τα λεπτά της πόδια ήταν ιδανικά για την ανάδειξη ακόμη και των πιο καυτών μίνι. Η Τζιν Σρίμπτον, φίλη της σχεδιάστριας και από τα πρώτα top models στην ιστορία της μόδας, ήταν ακόμη μια καλλονή της οποίας το στυλ χαρακτηρίστηκε από το μίνι φόρεμα. Εφτασε μάλιστα να συνεργαστεί σχεδιαστικά με την Κουάντ. Η σουηδή ηθοποιός Μπριτ Εκλαντ όπως και η βρετανίδα συνάδελφός της Τζέιν Μπίρκιν (από την οποία πήρε το όνομά της η Hermès Birkin τσάντα) απογείωσαν το συγκεκριμένο ένδυμα. Στη χώρα μας εκείνες που το φόρεσαν καλύτερα ήταν η Ζωή Λάσκαρη και η Ελενα Ναθαναήλ.
Η 90χρονη Dame του στυλ
Το 2015 η Μέρι Κουάντ τιμήθηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ με τον τίτλο της Ντέιμ για τη συνολική της προσφορά στη μόδα της Μεγάλης Βρετανίας. Από τις 6 Απριλίου 2019 μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2020, λίγο πριν από την επέλαση της πανδημίας στην Ευρώπη, με αφορμή τα 90ά γενέθλιά της, πραγματοποιήθηκε έκθεση στο Μουσείο Victoria & Albert στο Νότιο Κένσινγκτον με τίτλο «Mary Quant: Fashion Revolutionary» (Επαναστάτρια της μόδας). Περισσότερα από 120 ρούχα, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα της σχεδιάστριας συμπεριελήφθησαν στη διοργάνωση, η οποία σύντομα θα ταξιδέψει και στην Bendigo Art Gallery της Αυστραλίας, COVID-19 επιτρεπούσης (20 Μαρτίου – 11 Ιουλίου 2021). Παρά τις τιμές, τη φήμη, τα best seller βιβλία και τη διεθνή επιτυχία, η ίδια η Μέρι Κουάντ, που σήμερα μένει στην εξοχική της κατοικία στο Σάρεϊ, δηλώνει ότι πίσω στα 60s εκείνη και οι συνεργάτες της δεν είχαν αντιληφθεί πως αυτό που δημιούργησαν ήταν πρωτοποριακό. Η ίδια ήταν απλώς ο εαυτός της.

