Σαράντα τέσσερις μέρες. Τόσες παρέμεινε στη θέση του ως προπονητής της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομάδας Λιντς Γιουνάιτεντ, το 1974, ο Μπράιαν Κλαφ, ένας μύθος για τους λάτρεις του αθλήματος. Η θητεία του στη συγκεκριμένη ομάδα έληξε άδοξα, όμως ο Κλαφ πέρασε στη σφαίρα του θρύλου κατακτώντας λίγα χρόνια αργότερα, το 1979 και το 1980, δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης με τη σχετικά άγνωστη ακόμη τότε Νότιγχαμ Φόρεστ. Οι απανταχού ποδοσφαιρόφιλοι ακόμη τον μνημονεύουν. Σαράντα τέσσερις ήταν και οι μέρες που έμεινε στην πρωθυπουργία της Βρετανίας η αρχηγός των Συντηρητικών Λιζ Τρας.

Η οποία όμως θα μείνει στην Ιστορία ως η βρετανή πρωθυπουργός με τη συντομότερη θητεία και ως η μοιραία πολιτικός που κατάφερε, σε τόσο μικρό διάστημα, να βυθίσει τη χώρα στο χάος. Και μάλιστα σε μια εκρηκτική συγκυρία με τον πληθωρισμό να ανέρχεται στο 10,1% – το υψηλότερο ποσοστό τεσσαρακονταετίας – και την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να πλήττει τους Βρετανούς.

Είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο

Την περασμένη Πέμπτη η Τρας παραιτήθηκε από το αξίωμά της υπό το βάρος γενικής κατακραυγής. Δύο ημέρες νωρίτερα, στη Βουλή των Κοινοτήτων, είχε επιμείνει ότι συνηθίζει να δίνει μάχες και να μην εγκαταλείπει τον αγώνα. Ομως μετά και την παραίτηση της υπουργού Εσωτερικών Σουέλα Μπρέιβερμαν, το απόγευμα της Τετάρτης, είχε καταστεί σαφές ότι η Τρας δεν διέθετε πλέον τον έλεγχο του κόμματός της και όπως ανέφερε ο ανηλεής βρετανικός Τύπος, ήταν «πρωθυπουργός μόνον κατ’ όνομα» (Prime Μinister In Name Only – PINO).

H Τρας ανέλαβε την πρωθυπουργία της Βρετανίας στις 6 Σεπτεμβρίου, έχοντας επικρατήσει στην εσωκομματική διαδικασία για την ανάδειξη νέου ηγέτη των Συντηρητικών, μετά την απομάκρυνση του ανεκδιήγητου πρώην πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, εν μέσω σκανδάλων.

Η σκληρή πραγματικότητα

Στις 8 Σεπτεμβρίου πέθανε η βασίλισσα Ελισάβετ, η μακροβιότερη μονάρχης της Βρετανίας, και στη χώρα κηρύχθηκε δωδεκαήμερο πένθος. Η πολιτική έμοιαζε να σταματά ως ένδειξη σεβασμού προς ένα πρόσωπο που επί 70 χρόνια ένωνε τη χώρα. Η πραγματικότητα ωστόσο δεν εξαφανίστηκε και ήταν ιδιαιτέρως σκληρή: η Βρετανία ήταν σε ύφεση και έπρεπε να ληφθούν μέτρα εν όψει και του δύσκολου, από ενεργειακής πλευράς, χειμώνα.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο νέος υπουργός Οικονομικών Κουάζι Κουάρτενγκ, στενός σύμμαχος και προσωπικός φίλος της Τρας, ανακοίνωσε τον λεγόμενο «μίνι προϋπολογισμό», στον οποίο προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η μείωση φόρων εισοδήματος, η κατάργηση του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή του 45% και η ακύρωση της αύξησης του φόρου κερδών των εταιρειών που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση Τζόνσον. Συνολικά, οι περικοπές φόρων υπολογίζονταν σε 45 δισ. στερλίνες, ήταν η μεγαλύτερη μείωση φόρων τα τελευταία 50 χρόνια. Η Τρας ήταν πεπεισμένη ότι η οικονομική της πολιτική θα τόνωνε την ανάπτυξη που τόσο είχε ανάγκη η Βρετανία.

Εντονη αντίδραση από τις αγορές

Ωστόσο οι αγορές αντέδρασαν αρνητικά: οι φοροελαφρύνσεις του Κουάρτενγκ οδήγησαν στην αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που, όπως επισήμανε το ΒΒC, «θα επιφέρει επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και θα επηρεάσει αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας». Επιπλέον ο «μίνι προϋπολογισμός» δεν συνοδεύτηκε, όπως συνηθίζεται, από έγγραφο της Υπηρεσίας Ελέγχου του Προϋπολογισμού (Office for Budget Responsibility), το οποίο τεκμηριώνει την κοστολόγηση συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων. Θορυβημένη η Τράπεζα της Αγγλίας επενέβη εγκαινιάζοντας πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική αποτελούσε ευθεία απειλή για τα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας. Η στερλίνα υποχώρησε έναντι του δολαρίου σε ιστορικό χαμηλό. Το ΔΝΤ εξέφρασε επίσης την ανησυχία του, ενώ η αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Ελεν Γέλεν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.

 

Η αποπομπή Κουάρτενγκ

Στις 14 Οκτωβρίου η Λιζ Τρας απέπεμψε τον Κουάρτενγκ, ο οποίος παρέμεινε στο αξίωμα μόνο 38 μέρες και έγινε ο υπουργός Οικονομικών, από το 1827, με τη δεύτερη συντομότερη θητεία. Το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ο Τζέρεμι Χαντ, άλλοτε εσωκομματικός αντίπαλος της πρωθυπουργού, ο οποίος ακύρωσε όλο το οικονομικό πρόγραμμα των Κουάρτενγκ – Τρας, τονίζοντας ότι απαιτούνται «πολύ οδυνηρές» αποφάσεις, υπονοώντας επιστροφή στη λιτότητα, αλλά διαβεβαιώνοντας ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι «να στηρίξει τους ευάλωτους».

Σε συνέντευξη στο BBC η Λιζ Τρας ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη της κυβέρνησής της, όμως ήταν πλέον πολύ αργά: το κύριο άρθρο των «Sunday Times» την περασμένη Κυριακή δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας: «Η Τρας καταρράκωσε τη φήμη του Συντηρητικού Κόμματος ως προς την ικανότητά του να εγγυάται δημοσιονομική πολιτική και ταπείνωσε τη Βρετανία διεθνώς».

Την ίδια ημέρα, στους «New York Times» ο καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ Κένεθ Ρόγκοφ σημείωνε ότι «ουδέποτε σε ευρωπαϊκή χώρα είχαμε τέτοια αναστροφή πολιτικής, με εξαίρεση το 1983 στη Γαλλία, όταν ο πρόεδρος Μιτεράν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αριστερή οικονομική πολιτική, βασισμένη στην ανακατανομή του εισοδήματος, και να επιβάλει λιτότητα. Η διαφορά όμως ήταν ότι ο Μιτεράν είχε κερδίσει εθνικές εκλογές και είχε χρόνο μπροστά του για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του».

Σκηνές χάους στη Βουλή

Η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον Τζέρεμι Χαντ έδωσε μόνο προσωρινά ανάσα στην κυβέρνηση Τρας. Την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές: στη Βουλή των Κοινοτήτων καταψηφίστηκε μεν η πρόταση των αντιπολιτευόμενων Εργατικών για την απαγόρευση του «fracking», της αμφιλεγόμενης μεθόδου υδραυλικής ρωγμάτωσης για την εξόρυξη σχιστολιθικού φυσικού αερίου, όμως η ψηφοφορία είχε λάβει χαρακτήρα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στη βρετανική κυβέρνηση, γεγονός το οποίο δεν γνώριζαν, λόγω έλλειψης οργάνωσης, οι 40 (επί συνόλου 357) Συντηρητικοί βουλευτές που δεν συμμετείχαν στην ψηφοφορία. Αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσουν σκηνές χάους στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Η σύγκρουση για το Μεταναστευτικό

Σημειωτέον ότι η ψηφοφορία έλαβε χώρα λίγο μετά την παραίτηση της Σουέλα Μπρέιβερμαν, υπουργού Εσωτερικών, λόγω «παραβίασης των κανόνων ασφαλείας» από πλευράς της. Η πραγματική αιτία ωστόσο ήταν η σύγκρουσή της με την Τρας στο ζήτημα του Μεταναστευτικού. Αν και παιδί μεταναστών η ίδια, η Μπρέιβερμαν τηρεί πολύ σκληρή γραμμή, επιδιώκοντας οι αιτούντες άσυλο στη Βρετανία να απελαύνονται στη Ρουάντα (με βάση προγενέστερη συμφωνία του Μπόρις Τζόνσον με την αφρικανική χώρα).

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε την περασμένη Πέμπτη με την ανακοίνωση της παραίτησης της Τρας από την ίδια μπροστά από την είσοδο της Ντάουνινγκ Στριτ 10…

Οι επικρατέστεροι για την ηγεσία των Τόρις

Παρότι τόσο οι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ όσο και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες του Εντ Ντέιβι ζητούν την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ισχυριζόμενοι ότι είναι αντιδημοκρατικό η Βρετανία να αποκτήσει τρίτο, κατά σειρά, πρωθυπουργό που δεν θα είναι εκλεγμένος από τους πολίτες, οι Τόρις δεν επιθυμούν να προσφύγουν στις κάλπες από τον φόβο συντριπτικής ήττας. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Yοu.Gov, οι Εργατικοί προηγούνται των Συντηρητικών με 20 μονάδες.
Κατά συνέπεια, το Συντηρητικό Κόμμα επισπεύδει τη διαδικασία ανάδειξης νέου πρωθυπουργού από τους κόλπους του. Ως την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου οι Τόρις θέλουν να έχουν εκλέξει τον διάδοχο της Λιζ Τρας. Οι υποψηφιότητες αναμένεται να κλείσουν αύριο το μεσημέρι. Για να θέσει ένας βουλευτής υποψηφιότητα θα πρέπει να έχει τη στήριξη τουλάχιστον 100 συναδέλφων του. Δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των Συντηρητικών βουλευτών είναι 357, οι υποψηφιότητες αναμένεται να μην υπερβούν τις τρεις. Μετά την αυριανή ψηφοφορία θα αναδειχθούν οι δύο ισχυρότεροι μεταξύ των υποψηφίων. Για τον τελικό νικητή θα ψηφίσουν διαδικτυακά τα 170.000 μέλη του Συντηρητικού Κόμματος σε μια διαδικασία που θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου. Ωστόσο, σε περίπτωση που στην αυριανή ψηφοφορία μεταξύ των βουλευτών υπάρξει μόνο ένας υποψήφιος που λάβει 100 ψήφους, αναδεικνύεται αυτομάτως επικεφαλής του κόμματος και πρωθυπουργός.
Επικρατέστεροι να διεκδικήσουν την πρωθυπουργία φέρονται ο Ρίσι Σούνακ, πρώην υπουργός Οικονομικών, ο οποίος έχασε από την Τρας στις εκλογές για τη διαδοχή του Μπόρις Τζόνσον, η Πένι Μόρντοντ, μετριοπαθής, πρώην υπουργός Ανάπτυξης, και η παραιτηθείσα πολύ δεξιά, πρώην υπουργός Εσωτερικών, Σουέλα Μπρέιβερμαν. Ο Μπόρις Τζόνσον επίσης θα επιθυμούσε να επανέλθει στην πρωθυπουργία και έχει υποστηρικτές όπως ο υπουργός Αμυνας Μπεν Γουόλας, ο οποίος δήλωσε ότι «κλίνει υπέρ της υποψηφιότητάς του». Ωστόσο οι επικριτές του έχουν αρχίσει εκστρατεία εναντίον του.

Οι ευθύνες του Brexit για την «τρέλα» στο Λονδίνο

Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στη Βρετανία, η αρθρογράφος του «Guardian» Πόλι Τόινμπι σημείωσε ότι «η Τρας έφυγε, οι ιδεολογικές τερατωδίες που επιχείρησε η ίδια και οι πολιτικοί της σύμμαχοι στράφηκαν εναντίον της». Διερωτάται ωστόσο «κατά πόσο η Βρετανία αλλά και οι αγορές μπορούν να αντέξουν άλλα δύο χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης (σ.σ. οι εκλογές στη Βρετανία θα πρέπει να γίνουν το αργότερο ως τα τέλη του 2023) αν το κόμμα που προκάλεσε όλη αυτή την καταστροφή, η οποία άρχισε με το Brexit, παραμείνει στην εξουσία».
Το Brexit είναι, για τον ευρωπαϊκό Τύπο, ο βασικός υπεύθυνος για την «τρέλα» που επικρατεί στη βρετανική πολιτική. «Μετά το δημοψήφισμα του 2016 οι βρετανικές κυβερνήσεις καταδεικνύουν ότι το Brexit μόνο απομακρύνει τη Βρετανία όλο και περισσότερο από την υποτιθέμενη γη της Επαγγελίας στην οποία θα την οδηγούσε με την ανάκτηση της εθνικής της κυριαρχίας και της ανεμπόδιστης ελευθερίας» σημείωσε στον γαλλικό «Monde» o αρθρογράφος Σιλβέν Καν.
Ο Γιόχεν Μπουχστάινερ, αρθρογράφος της γερμανικής «Frankfurter Allgemeine», τόνισε ότι «παρά το Brexit, υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει μια βρετανική κυβέρνηση. Πολιτικές οι οποίες είναι “παράλογες και ανόητες” – όπως το έθεσε ένας παλαιός Συντηρητικός βουλευτής – δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν ακόμη και μετά το Brexit».