«Η μετριότητα στην Ελλάδα είναι μια σπουδαία αξία»
Ο σκηνοθέτης και τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου σκηνοθετεί Μπουλγκάκοφ και Γκριμπογέντοφ και μιλάει για τέχνη και εξουσία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Με δύο σημαντικά έργα υποδέχεται το 2021 ο Στάθης Λιβαθινός: o τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου σκηνοθετεί τον «Μολιέρο» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και συνεργάζεται με τον Σταμάτη Φασουλή. Θα ακολουθήσει το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ στο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής. Ενα έργο που «σύστησε στο ελληνικό κοινό εκείνη τη μία ευλογημένη φορά ο Λευτέρης Βογιατζής», θυμίζει.
Με τον καλλιτέχνη και την εξουσία στο επίκεντρο, μια θεματολογία που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Λιβαθινό, ο σκηνοθέτης μιλάει για το θέατρο, τους κινδύνους και τη μετριότητα.
Δύο έργα, δύο σκηνοθεσίες. Τι τα ενώνει;
«Η μανία των καλλιτεχνών να συνυπάρξουν και να τα έχουν καλά με την εξουσία αφενός, η δύναμη της εξουσίας, που φτάνει να εξολοθρεύσει έναν καλλιτέχνη, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, αφετέρου. Νομίζω ότι το θέμα με αφορά, εν μέρει, χωρίς να θέλω να το προεκτείνω αυτογραφικά.
Ο μεν Μολιέρος είναι ένας μεγαλοφυής που τσαλακώνεται και εν τέλει τον εξαφανίζει η εξουσία. Ο δε Τσάτσκι (κεντρικός ήρωας της «Συμφοράς») είναι ένας ταλαντούχος νέος που μιλάει έξυπνα στην εποχή του, με αποτέλεσμα να απομονωθεί και να ανακηρυχθεί τρελός. Ιστορίες δύο εξαιρετικά, με τον τρόπο τους, ταλαντούχων ανθρώπων που βιώνουν τη μοναξιά, την απομόνωση, ίσως και την εξαφάνιση. Οι μεγάλες αξίες είναι πάντα αυτονόητες και πάντα, κατά βάση, απαγορευμένες».
Τα ταλέντα καίγονται;
«Τα φωτεινά αστέρια εξαφανίζονται γρήγορα – φτάνει σε εμάς το φως τους μετά από χιλιάδες χρόνια, λένε. Στις περιπτώσεις των ταλαντούχων και μεγαλοφυών ανθρώπων τα πράγματα είναι εξίσου τραγικά. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν για να έχουμε το μέτρο. Γιατί δεν θα πάρουμε τα κριτήριά μας από τη μετριότητα.
Μιλάω συχνά για τη δύναμη της μετριότητας στην Ελλάδα. Χάρηκα που διάβασα τον έγκυρο επιστήμονα-ιστορικό Δερτιλή, που τεκμηρίωσε επιστημονικά αυτή την απελπισμένη μου σκέψη: ότι η Ελλάδα έλκεται από τις μετριότητες. Η μοίρα του Μολιέρου στην Ελλάδα θα ήταν ακόμα πιο τραγική. Δεν πρέπει να είσαι πολύ καλός, γιατί όταν είσαι είναι σχεδόν σαν να μην είσαι αληθινός – στην Ελλάδα, πάντα. Πιστεύω ότι έτσι πολλά πράγματα πηγαίνουν χαμένα κι αυτό, ως έναν βαθμό, το λέω αυτοβιογραφικά. Πώς αλλιώς να μιλήσεις για πράγματα αν δεν τα έχεις δοκιμάσει ή δεν έχεις συγκινηθεί προσωπικά, είτε παρακολουθώντας τις ζωές ανθρώπων που θαύμαζες είτε τη δική σου ζωή».
Εννοείτε ότι επιλέγουμε τους μέτριους για να αντέξουμε τη μετριότητά μας;
«Νομίζω ότι η μετριότητα στην Ελλάδα είναι μια σπουδαία αξία – σε κάνει επιθυμητό και αξιαγάπητο. Αρκεί κάποιος να πει ότι κάτι είναι καλό… Ποιοι θα σε κρίνουν; Συνήθως εκείνοι που φέρνουν τα πράγματα στα μέτρα τους χωρίς να σημαίνει ότι ένας καλλιτέχνης, αν πραγματικά πιστεύει στον προορισμό του, δεν είναι ταμένος να ξεπεράσει τα όριά του και να αποδείξει ότι υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα».
Ποιος είναι ο Μολιέρος της παράστασης;
«Παρακολουθούμε συμπυκνωμένο το τελευταίο κομμάτι της ζωής του, ως τον θάνατό του επί σκηνής, με κέντρο τον «Ταρτούφο».
Αναζήτησα έναν σημαντικό, σήμερα, θεατράνθρωπο να ενσαρκώσει τον Μολιέρο, που είναι ο Σταμάτης Φασουλής. Γιατί θέλω η ζωή μου να στιγματίζεται από συναντήσεις, πολλές φορές ριψοκίνδυνες, αλλά αυτό είναι το νόημα. Μαζί με μαθητές μου και ηθοποιούς της ομάδας μου είναι μια συνάντηση που με ενδιέφερε πολύ».
Δύσκολη η αναμέτρηση Λιβαθινού – Φασουλή;
«Δεν είναι πρόβλημα να είναι δύσκολη, αλλά ανύπαρκτη, μέτρια ή να μην αναζητηθεί. Η συνεννόηση, μια από τις χαρές των προβών, είναι αυτό που ψάχνουμε εδώ και τρεις μήνες – το διάστημα είναι λίγο.
Είμαστε εντελώς διαφορετικές φωνές, με διαφορετικό στίγμα, αλλά εγώ αγαπώ τις προσωπικότητες των ανθρώπων. Ο Φασουλής έχει πάντοτε κάτι που μου ταίριαζε, το θαύμαζα, το εκτιμούσα. Ενα χάρισμα που αν καταφέρει να επενδύσει κάποια από τα μοναδικά στοιχεία του Μολιέρου, όπως τον περιγράφει ο Μπουλγκάκοφ, νομίζω ότι θα είναι κάτι ξεχωριστό και για μένα προσωπικά πολύ ιδιαίτερο.
Οφείλω επίσης να πω ότι έχει μια τεράστια έκθεση ο Σταμάτης για να παίξει αυτόν τον ρόλο – είναι κάτι που το ήθελε. Οι συναντήσεις αυτές έχουν πάντα κάτι το μυστικό, το μυστήριο, ίσως, δεν γίνονται τυχαία. Ηταν μια έμπνευση της στιγμής».
Τι διαφορετικό φέρει ο ρώσος συγγραφέας για τον γάλλο δημιουργό;
«Ο Μπουλγκάκοφ ξέρει πολύ καλά την εξουσία γιατί είχε πολλά πάρε-δώσε μαζί της. Δυστυχώς αυτή η μεγαλοφυΐα συνυπήρξε με μια άλλη μεγαλοφυΐα, τον Στάλιν, ο οποίος παρακολουθούσε τα έργα του στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Ο Μπουλγκάκοφ ήξερε καλά τι σημαίνει αυτή η αιματηρή συναλλαγή με την εξουσία και βρήκε την αλληγορία του Μολιέρου – έγραψε πρώτα τη «Μυθιστορία του κυρίου ντε Μολιέρ» για να ακολουθήσει το θεατρικό. Συμπύκνωσε τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής, του θιάσου του και του τριγώνου Αρχιεπίσκοπος Σαρόν – Μολιέρος – Λουδοβίκος».
Δεύτερη σεζόν που το Εθνικό συνεχίζει με δικό σας ρεπερτόριο. Πώς νιώθετε;
«Δεν νομίζω ότι το κοινό ενδιαφέρεται πραγματικά ποιος το έχει επιλέξει. Ενδιαφέρεται να δει ζωντανές παραστάσεις κι αυτή τη στιγμή δεν βλέπει τίποτα. Αγαπώ το Εθνικό και άφησα κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις προς αξιοποίηση. Ο «Μολιέρος» ανήκει στο ρεπερτόριο-προίκα που σχεδίασα και παρέδωσα στον Δημήτρη Λιγνάδη για να μη μείνει γυμνό το Εθνικό, εφόσον το θέμα της διεύθυνσης λύθηκε τις τελευταίες δεκατρείς μέρες πριν λήξει η θητεία μου. Δεν γινόταν αλλιώς – αλλά χωρίς συμβάσεις ώστε να μη δεσμεύσω τον επόμενο».
Αναρωτηθήκατε για τη δουλειά σας όλον αυτόν τον καιρό που δεν υπάρχει θέατρο;
«Οχι, δεν αναρωτήθηκα. Σε αυτή την εποχή σύγχυσης, προβλημάτων και θανάτων, νομίζω πως ο καλλιτέχνης πρέπει να διδάξει το παράδειγμα της σιωπής – να αφουγκράζεται τη ζωή. Δεν χρειάζεται να μιλάμε, να σηκώνουμε το δάχτυλο, να κλαίμε. Το θέατρο είναι μια χαρά, εμείς δεν είμαστε. Αυτή η συγκυρία μόνο καλό θα φέρει, αν σκεφθούμε την ορμή με την οποία θα επιστρέψει ο κόσμος στο θέατρο.
Από την άλλη, είναι ζωή θεάτρου οι 1.000 παραστάσεις; Οχι. Ο πληθωρισμός και η μανία δεν έκαναν ποτέ καλό. Ισως χρειάζεται λίγη ησυχία, μια ενδοσκόπηση. Αν δεν βγει κάτι, θα πάει χαμένη η ευκαιρία. Δεν υπάρχει πραγματικότητα της ζωής που το θέατρο να μην ωφελείται ή να μην έχει να κερδίσει από αυτήν».
Διευθυντής του Εθνικού στην εποχή του κορωνοϊού. Δύσκολη υπόθεση για τον Δημήτρη Λιγνάδη…
«Είναι τραγική στιγμή να μην έχεις θεατές και παραστάσεις. Αλλά οι δύσκολες στιγμές των «πολέμων» είναι πάντοτε ενδιαφέρουσες για ένα Εθνικό Θέατρο. Μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες, να δείξει μια στάση και μια ηθική απέναντι στα πράγματα. Πιστεύω ότι σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να έχει κανείς μερικές απώλειες αλλά μπορεί να έχει και ευκαιρίες, αν θέλει, να αξιοποιήσει τις δυσκολίες και να στείλει ένα ενδιαφέρον σήμα στην κοινωνία».

