Ουδέποτε είχα διανοηθεί να μεταφράσω τον Δον Κιχότε. Οταν μάλιστα, δεκαετίες πριν, είχα διαβάσει το πρωτότυπο, δεν είχα θαμπωθεί. Αν μη τι άλλο, τώρα ξέρω καλά πόσο θαμπά ήταν τα δικά μου μάτια. Και όταν, με την ίδια θολή όραση, δέχτηκα την πρόταση της Εστίας, το έκανα βλέποντας μόνο μια ακαταμάχητη πρόκληση. Αγνοούσα τότε πως μάλλον ονομάτιζα έναν δικό μου δονκιχοτισμό και ό,τι έμελλε να εξελιχθεί σε «έργο ζωής» – τετριμμένη έκφραση που περιέχει μια αλήθεια και μια εξιδανίκευση: αλήθεια, επειδή η αφοσίωση και ο μόχθος που απαιτεί ο ΔΚ αναλώνει πράγματι χρόνια ζωής· εξιδανίκευση, επειδή η φράση μοιάζει να υπανίσσεται εκπόνηση στις ιδεώδεις συνθήκες ενός απρόσβλητου εργαστηρίου.
Κι έτσι, ξεκίνησε η μεταφραστική περιπέτεια αυτού του ανυπότακτου έργου που βρίθει περιπετειών, αλλά δεν είναι περιπετειώδες μυθιστόρημα· που είναι διαλογικό, αλλά δεν είναι θεατρικό· που ανέτρεψε διά παντός την πορεία της μυθοπλασίας και που δεν έχει προηγούμενο παράδειγμα, αν και οι ρίζες του απλώνονται μέχρι το βυζαντινό και το ελληνιστικό μυθιστόρημα· που ο συγγραφέας του έχει την πεποίθηση ότι η ομιλούμενη γλώσσα είναι ικανή να εκφράσει το υψηλό, και το αποδεικνύει. Η σκέψη ότι, στις αρχές του 16ου αιώνα με τους ολίγιστους εγγραμμάτους, ο Δον Κιχότε ήταν ένα λαϊκό ανάγνωσμα που εκτόπισε τα εξωφρενικά ιπποτικά βιβλία της εποχής του, δεν έχει πάψει να με στοιχειώνει…
Ισως φανεί παράδοξο, ωστόσο πρόθεσή μου δεν είναι να αναφερθώ πάλι στα μεταφραστικά ζητήματα που θέτει ο ΔΚ – έως και η ίδια η ταξινόμησή τους είναι σύνθετη και δυσχερής. Ας πω επιγραμματικά ότι δεν υπάρχει ούτε ένα πρόβλημα που να μην το παρουσιάζει, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ενδογλωσσικής μετάφρασης. Αλλο θα ήθελα να θίξω εδώ: όχι την απλή αποτύπωση της μεταφράστριας στο μετάφρασμα, αλλά τη συνομιλία των καιρών, έτσι όπως τη διαμόρφωσε η χρονική συγκυρία, ανάγοντας το βιωματικό της μετάφρασης σχεδόν σε κυριολεξία.
Ο ΔΚ γράφεται σε μια εποχή μεταίχμια, επειδή υπάρχουν ζοφερές, συνήθως, ιστορικές περίοδοι όπου οι μετασχηματισμοί επιταχύνονται και οι κραδασμοί γίνονται αισθητοί στους εκάστοτε συγχρόνους. Αυτό το γνώριζα. Αυτό που δεν γνώριζα, ακόμη και όταν στον Πρόλογο του Πρώτου Μέρους αναφερόμουν σε «ό,τι μένει ορθό σε καιρούς χαλεπούς και διόλου ουμανιστικούς», ήταν τα όσα επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν. Υπό αυτό το πρίσμα η ιστορία των δύο κοινοτικών συμβούλων, με το ανελέητα δηκτικό θερβαντινό δίστιχο «Δεν πήγαν άδικα και στράφι / τα γκαρίσματα του ενός και τ’ αλλουνού τοπάρχη», ή η διακυβέρνηση του Σάντσο, αποκτούσαν άλλη βαρύτητα και είχαν άλλη αμεσότητα. Οπως επίσης γινόταν ανατριχιαστικά επίκαιρη η ιστορία του εκδιωγμένου από την Ισπανία πρόσφυγα Ρικότε, που η μετάφρασή της εξελισσόταν παράλληλα με την τραγωδία της Συρίας. Τι κι αν άλλαζαν οι χρονολογίες, το σκηνικό ή τα αίτια των γεγονότων;
Είναι αυτονόητο πως η μετάφραση ούτε προσάρμοσε ούτε περιόρισε ένα τέτοιο διαχρονικό κείμενο στους δικούς της καιρούς· ίσως όμως της έτυχε να συναντηθεί και να συναρτηθεί πιο έντονα με αυτούς. Ο ΔΚ είναι ένα μυθιστόρημα συμπόρευσης και δύσκολης συνδιαλλαγής· είναι επίσης ένα μυθιστόρημα διαρκούς διάψευσης και απο-γοήτευσης: τίποτα απ’ όσα φαντάζονται, σχεδιάζουν και θέτουν σε εφαρμογή ο δον Κιχότε και ο Σάντσο δεν πραγματοποιείται, κι ας μη συμπίπτουν καν τα όνειρά τους.
Μέχρι σήμερα δεν έχω βρει ζυγαριά ικανή να ισοσταθμίσει δέκα και πλέον χρόνια ζωής με μια μετάφραση. Ξέρω όμως ότι τον Θερβάντες και τον Δον Κιχότε του θα τους φέρω πάντα εντός μου.
Το μυθιστόρημα Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας (Α΄ τόμος, 2009 / Β΄ τόμος 2018).