Εάν κάποιος πληκτρολογήσει την ημερομηνία 4 Ιουνίου στη μεγαλύτερη μηχανή αναζήτησης της Κίνας Baidu, θα δει το αποτέλεσμα «η αναζήτηση δεν συμμορφώνεται με τους νόμους», ενώ στην ενότητα με τα βίντεο δεν εμφανίζεται κανένα σχετικό βίντεο. Μέχρι και σήμερα το κομμουνιστικό καθεστώς συνεχίζει να απαγορεύει οποιαδήποτε συζήτηση για τη μεγάλη εξέγερση και την άγρια καταστολή στην πλατεία Τιανανμέν τόσο στα βιβλία όσο και στα σχολικά εγχειρίδια, τις ταινίες και τα μέσα ενημέρωσης.

Η ημέρα αυτή στιγμάτισε για πάντα το καθεστώς της Κίνας, καθώς οι Αρχές έπνιξαν στο αίμα τη διαμαρτυρία χιλιάδων φοιτητών και εργαζομένων που είχαν παραμείνει για εβδομάδες στην πλατεία Τιανανμέν, αξιώνοντας περισσότερες πολιτικές ελευθερίες, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και πάταξη της κρατικής διαφθοράς.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Κίνας ήταν τραγικές κυρίως για τις αδύναμες τάξεις, οι οποίες όχι μόνο έβλεπαν να συνθλίβονται από τις βαριές και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, αλλά ένιωθαν παντελώς απροστάτευτες από την κυβέρνηση. Ανέχεια, έλλειψη δημοκρατικών θεσμών και πολιτικών ελευθεριών συνέθεταν ένα ασφυκτικό σκηνικό για την πλειονότητα του λαού.

Ελευθερία – αξιοπρέπεια – εκδημοκρατισμός

Ολα ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου 1989 στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου -σύμβολο του μαοϊκού καθεστώτος – στο Πεκίνο, με αφορμή τον θάνατο του Χου Γιάο Μπανγκ, πρώην Γενικού Γραμματέα που είχε καθαιρεθεί δύο χρόνια νωρίτερα από την ηγεσία εξαιτίας της φιλελεύθερης γραμμής του. Χιλιάδες φοιτητές κατεβαίνουν στους δρόμους για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ένθερμο μεταρρυθμιστή και σύμβολο κατά της διαφθοράς. Τα συνθήματα υπέρ του Γιάο Μπανγκ δίνουν τη θέση τους στο σύνθημα «κάτω η δικτατορία».

Λίγες ημέρες αργότερα εργάτες και διανοούμενοι συντάσσονται μαζί με τους φοιτητές για να διαμαρτυρηθούν κατά της κινεζικής κυβερνητικής μηχανής. Ζητούν περισσότερη ελευθερία για τα μέσα ενημέρωσης, δίκαιες αμοιβές, κυρίως όμως διεκδικούν να μπει τέλος στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με έναν λόγο, ζητούν ελευθερία, αξιοπρέπεια, εκδημοκρατισμό.

Η διαμαρτυρία δεν περιορίζεται μόνο στο Πεκίνο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα σε περισσότερες από 400 κινεζικές πόλεις χιλιάδες άνθρωποι αποφασίζουν να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά, σε μια πρωτοφανή για τα κινεζικά δεδομένα διαμαρτυρία που οι ιστορικοί ονόμασαν «δημοκρατική άνοιξη», ενώ πολύς κόσμος καταφθάνει από άλλα μέρη στο Πεκίνο για να πάρει μέρος στην εξέγερση. Εργάτες, δημοσιογράφοι, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι, ακόμα και αστυνομικοί παίρνουν μέρος στις κινητοποιήσεις.

Τη νύχτα μεταξύ 3 και 4 Ιουνίου, με εντολή του 84χρονου ηγέτη Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο Λαϊκός Στρατός καταλαμβάνει την πλατεία Τιανανμέν, αναλαμβάνοντας να εκκαθαρίσει τους 100.000 διαδηλωτές. Τεθωρακισμένα άρματα μάχης την περικυκλώνουν, ορμώντας αδιακρίτως στο πλήθος. Οσοι προσπαθούν να γλιτώσουν και να φύγουν πυροβολούνται στο ψαχνό. Οι σκηνές που ακολουθούν συγκλονίζουν τον πλανήτη. Πάνω από 2.500 νεκροί και 30.000 τραυματίες είναι ο τραγικός απολογισμός. Εκατοντάδες άλλοι φυλακίζονται ή αγνοούνται μετά τα γεγονότα εκείνων των ημερών.

Ουτοπία οι ατομικές ελευθερίες

Τριάντα χρόνια μετά οι εικόνες της άγριας καταστολής στην πλατεία Τιανανμέν εξακολουθούν να είναι επίκαιρες. Στη διάρκεια αυτών των ετών η χώρα μετασχηματίστηκε από μια φτωχή αγροτική οικονομία στη μεγαλύτερη βιομηχανική και εξαγωγική χώρα του κόσμου, εκατομμύρια Κινέζοι μετακινήθηκαν σε υψηλότερα εισοδηματικά επίπεδα και δημιουργήθηκε μια νέα μεσαία τάξη. Ωστόσο η Κίνα εξακολουθεί να υστερεί έναντι πολλών άλλων χωρών σε Δύση και Ασία και οι ανθρώπινες ελευθερίες αποτελούν ακόμη ουτοπία.

Στο όνομα του «μεγάλου» Κομμουνιστικού Κόμματος, η κυβέρνηση εξακολουθεί να λογοκρίνει, να φυλακίζει, να επιβάλλει υποδειγματικές κυρώσεις σε όσους παραβιάζουν τον νόμο, να κυνηγάει τις θρησκευτικές μειονότητες με στόχο να τις αφανίσει. Η έλλειψη ελευθερίας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στους νέους. Δεν μπορούν να έχουν πλήρη αυτονομία στο Διαδίκτυο, το Facebook και το Twitter έχουν λογοκριθεί από την κυβέρνηση, όπως και πολλές εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί. Πολλοί είναι εκείνοι που διαμαρτύρονται καθημερινά, όμως το κάνουν με απόλυτη ανωνυμία για να αποφύγουν τα αντίποινα, ενώ η πνευματική ελίτ σιωπά.

Πρόσφατα οικογένειες των διαδηλωτών που έχασαν τη ζωή τους το 1989 στην πλατεία Τιανανμέν ζήτησαν από τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να «αποκαταστήσει» τη μνήμη των συγγενών τους. Ως απάντηση, η κυβέρνηση τους έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα μπορέσουν να τιμήσουν ανοιχτά τη μνήμη των θυμάτων, ενώ ταυτόχρονα απομάκρυνε από το Πεκίνο αντιφρονούντες ώστε να μη διοργανώσουν τελετές μνήμης.

Το χρονικό

15 Απριλίου 1989: Χιλιάδες φοιτητές και νεολαίοι συγκεντρώνονται στην πλατεία Τιανανμέν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Χου Γιάο Μπανγκ και σύντομα το σύνθημα «κάτω η δικτατορία» αντηχεί απ’ άκρου εις άκρον στην πλατεία.

18-21 Απριλίου: Καθώς οι μέρες περνούν, ο αριθμός των διαδηλωτών αυξάνεται και η διαμαρτυρία αποκτά μαζικό χαρακτήρα. Στους φοιτητές προστίθενται εργάτες και διανοούμενοι. Ολοι τους ζητούν ελευθερία, δημοκρατία και τέλος στο δικτατορικό καθεστώς.

15 Μαΐου: Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο. Οι διαδηλωτές εξακολουθούν να παραμένουν στην πλατεία Τιανανμέν, αναγκάζοντας έτσι την κυβέρνηση να ακυρώσει την υποδοχή του ρώσου ηγέτη στο σημείο.

19-20 Μαΐου: Η κυβέρνηση κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Οι φοιτητές στήνουν οδοφράγματα.

24 Μαΐου: Οι Αρχές διατάσσουν την απόσυρση του στρατού.

29-30 Μαΐου: Απέναντι στο πορτρέτο του Μάο Τσε Τουνγκ στην πύλη της πλατείας στήνεται το άγαλμα της «Θεάς της Δημοκρατίας», μία κατασκευή από αφρολέξ και πεπιεσμένο χαρτί πάνω σε μεταλλικό καλούπι που παριστάνει μια γυναίκα να κρατά έναν πυρσό.

1η Ιουνίου: Τανκς και πεζικό περικυκλώνουν την πρωτεύουσα και μία ημέρα αργότερα οι επικεφαλής του ΚΚ Κίνας συμφωνούν στη χρήση στρατιωτικής δύναμης για την καταστολή της εξέγερσης.

3 Ιουνίου: Χιλιάδες στρατιώτες αναπτύσσονται στο κέντρο του Πεκίνου, υπάρχουν αναφορές για νεκρούς, από τις ριπές των ερπυστριοφόρων, των αυτόματων όπλων και των Καλάσνικοφ.

4 Ιουνίου: Ξεκινά η έφοδος για την κατάληψη της πλατείας. Τα τεθωρακισμένα πυροβολούν στα τυφλά. Οι δυνάμεις της τάξης διαλύουν τα ανθρώπινα οδοφράγματα και όσοι επιχειρούν να βρουν καταφύγιο ή να διαφύγουν συλλαμβάνονται και ξυλοκοπούνται αγρίως.

5 Ιουνίου: Γνωστός με την ονομασία Tank Man, άγνωστος κατά τα λοιπά διαδηλωτής δύο ημέρες μετά την καταστολή τοποθετεί το σώμα του μπροστά από μια ίλη αρμάτων μάχης. Το άρμα που βρίσκεται μπροστά του προσπαθεί να αλλάξει κατεύθυνση  ώστε να τον παρακάμψει, όμως ο διαδηλωτής επανειλημμένως αλλάζει θέση για να μην αφήσει το άρμα να περάσει. Θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα της ανθρωπότητας του 20ού αιώνα. Η τύχη του παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.