Η «μεγάλη άρνηση» και η λήθη
Ο «Μονοδιάστατος άνθρωπος», το διασημότερο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε, κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τον Μάρτιο του 1968 οι φοιτητές που είχαν κλείσει το πανεπιστήμιο της Ρώμης ύψωσαν ένα πανό όπου έγραφε: «Μαρξ, Μάο, Μαρκούζε». Οι τρεις αυτές λέξεις υπήρχαν και σε πολλά πλακάτ που κρατούσαν όταν διαδήλωναν στους δρόμους της πόλης. Το ίδιο συνέβη και τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Δύο χρόνια νωρίτερα ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (1898 – 1979) είχε εκδώσει το διασημότερο έργο του Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, που γνώρισε και μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ασυνήθιστη για βιβλίο γραμμένο σε εξαιρετικά πυκνή και δυσνόητη γλώσσα.
Εκ των βασικών εκπροσώπων της λεγόμενης Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης ο Μαρκούζε κοντεύει να περιπέσει σήμερα στην αφάνεια. Σπανίως ανατρέχει στα βιβλία του ο μέσος αναγνώστης, ενώ στις ακαδημαϊκές σπουδές ελάχιστοι ασχολούνται με το έργο του. Δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους δύο επιφανείς εκπροσώπους αυτής της σχολής, τον Αντόρνο και τον Μπένγιαμιν που οι μελέτες για το έργο τους συνεχώς πολλαπλασιάζονται, όπως και οι σχετικές βιογραφίες. Χαρακτηριστική είναι η ομολογία του θεωρούμενου άτυπου ηγέτη του Μάη του ’68 Ντανιέλ Κον Μπεντίτ: «Διαβάζαμε τότε πολύ Μαρκούζε αντί για Χάνα Αρεντ».
Η «ομολογία» αυτή του Κον Μπεντίτ είναι πολύ μεταγενέστερη. Ο Μαρκούζε δεν ήταν ακτιβιστής και όσοι παρακολούθησαν τα μαθήματά του στα αμερικανικά πανεπιστήμια μιλούν για έναν τυπικά ακαδημαϊκό δάσκαλο που δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Βέβαια, όσο κι αν το έργο του σχετιζόταν με τον Μαρξ, δεν είχε καμιά σχέση με τον Μάο Τσετούνγκ. Και μολονότι ο Μονοδιάστατος άνθρωπος θεωρείται το κορυφαίο βιβλίο του, ο ίδιος θεωρούσε ως σημαντικότερο το Ερως και πολιτισμός, όταν στα πενήντα του χρόνια μελέτησε συστηματικά τον Φρόιντ.
Οικονομική ευφορία,
ψευδείς ανάγκες
Αλλά γιατί ο Μονοδιάστατος άνθρωπος θεωρήθηκε έργο τόσο ριζοσπαστικό όταν δημοσιεύτηκε; Ο Μαρκούζε αντιπαρατέθηκε στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς της εποχής του που κατά τη γνώμη του κυριαρχούσε τόσο στον καπιταλιστικό όσο και στον κομμουνιστικό κόσμο. Τον χαρακτήριζε «μονοδιάστατο» γιατί μονοδρομούσε όχι μόνο τη σκέψη και τη συμπεριφορά, αλλά και τα συναισθήματα. Ο κόσμος είχε φτωχύνει πνευματικά και πολιτιστικά παρά την οικονομική ευφορία και την υψηλή παραγωγικότητα. Η προηγμένη βιομηχανική κοινωνία δημιουργούσε ψευδείς ανάγκες, ενσωμάτωνε το άτομο στο παραγωγικό μοντέλο που είχε προκρίνει και του αφαιρούσε τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης.
Το πλαίσιο για αυτού του είδους την καταπίεση ήταν η καταναλωτική κοινωνία και οι μηχανισμοί της, με όχημα τον διοικητικό μηχανισμό στις επιχειρήσεις και το κράτος, με συνέπεια τον κοινωνικό έλεγχο, που υπερέβαινε τη μαρξιστική ψευδή συνείδηση. Υπό την έννοια αυτή η δημοκρατία ήταν ένα καλυμμένο ολοκληρωτικό σύστημα.
Η «μεγάλη άρνηση»
Αν αυτά ακούγονται σήμερα επιεικώς υπερβολικά, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 είχαν αναμφισβήτητη γοητεία κι εξηγούν γιατί στον Μαρκούζε ασκήθηκε σκληρή κριτική και από τους συντηρητικούς της Δύσης, αλλά και από την άλλη πλευρά, τους Σοβιετικούς, οι οποίοι στην Πράβδα τον αποκαλούσαν ψευδοπροφήτη, ενώ κάποιοι ακραίοι στη Δύση προβοκάτορα της «παλαβής Αριστεράς». Οι ιδέες του όμως ακούγονταν τόσο συναρπαστικές γιατί προωθούσαν την υπόθεση της εξατομίκευσης ως μείζονα παράγοντα της ουσιαστικής ανταρσίας απέναντι στο status quo.
Ο Μαρκούζε θεωρούσε τις προγενέστερες μορφές της επανάστασης ξεπερασμένες. Η ελπίδα για έναν διαφορετικό κόσμο πίστευε πως ήταν συνυφασμένη με το ξεπέρασμα της τεχνοκρατικής εποχής. Ως τότε η απάντηση θα ήταν αυτό που αποκαλούσε «μεγάλη άρνηση», η οποία κυριαρχεί σε πλείστες εκδοχές της στον Μονοδιάστατο άνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν είναι συμπτωματικό το ενδιαφέρον του για τα περιθωριακά κινήματα. Αφού χωρίς ελευθερία είναι ανέφικτη η ευτυχία και δεδομένου ότι οι κοινωνίες μας είναι ανελεύθερες, ευτυχία είναι αυτό που μας στερείται ή που το εκχωρούμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. (Απλοποιώ αναγκαστικά, γιατί τα κείμενα του Μαρκούζε δεν είναι εύκολα στην ανάγνωση.)
Η παρακμή
της Νέας Αριστεράς
Τα παραπάνω δεν θα είχαν στον καιρό τους τέτοια απήχηση, αν δεν συνοδεύονταν από την άνοδο της λεγόμενης «Νέας Αριστεράς». Και κυρίως αν ο κορμός της δεν ήταν οι νεαροί μεσοαστοί της εποχής, οι οποίοι στον Μαρκούζε βρήκαν τον εκφραστή τους. Η παρακμή της Νέας Αριστεράς σηματοδότησε και τη δική του έκλειψη. Γι’ αυτό και στη δεκαετία του 1980 τους χίπις τους διαδέχτηκαν οι γιάπις, αποδεικνύοντας ότι η συναισθηματική πλήρωση δεν ήταν το αντίδοτο στην τεχνοκρατία.
Αυτό δεν σημαίνει πως κάποιες από τις διαπιστώσεις του Μαρκούζε δεν υπήρξαν καίριες, όπως, λ.χ., η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια. Εκείνο που δεν είδε ή δεν μπόρεσε να δει ή ίσως το θεωρούσε επουσιώδες ήταν πως εξαιτίας αυτού του χάσματος η μορφή που έπαιρνε η κοινωνία οδηγούσε στην απομόνωση των μεσαίων στρωμάτων από τα ανώτατα (γι’ αυτό και σήμερα γίνονται τόσες συζητήσεις για τους κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης). Το μείζον για τον Μαρκούζε ήταν πως το σύστημα της εποχής του «πουλούσε» ευτυχία, δηλαδή πουλούσε ψέματα κι έπειθε τους ανθρώπους να το αγοράσουν.
Τα χρόνια που πέρασαν απέδειξαν πως το σύστημα δεν ήταν όσο ορθολογικό πίστευε ο ίδιος και πως ο δικός του αντι-ορθολογισμός μπορούσε να οδηγήσει στην τυφλή βία. Ισως γι’ αυτό πολλοί (όπως κι ο γράφων) πιστεύουν πως το έργο του που παραμένει αξεπέραστο δεν είναι ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, αλλά το Ερως και πολιτισμός. Ομως, για τον απαιτητικότερο αναγνώστη η ανάγνωση και των δύο συνιστά προϋπόθεση. Εφόσον φυσικά επιθυμεί να κατανοήσει σε βάθος τη δεκαετία του 1960 που άλλαξε τον κόσμο. Κατά πόσο προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, εξακολουθεί να είναι θέμα προς συζήτηση.
Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1971 σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη από τις εκδόσεις Παπαζήση. Η παρούσα νέα έκδοση συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη εισαγωγή του μελετητή και βιογράφου του Ντάγκλας Κέλνερ και επίμετρο του επιμελητή Αλέξανδρου Κουτσογιάννη.

