«Η λογοτεχνία είναι η μόνη οικογένεια που μας απομένει»
«Εφυγε» σε ηλικία 78 ετών ο βραβευμένος συγγραφέας με τις δύο πατρίδες και τις δύο γλώσσες
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Τον αναγνώριζες από μακριά από τα καρό πολύχρωμα πουκάμισα και τα γιλέκα με τις πολλές τσέπες, όπου μπορούσε να βολεύει τον καπνό και τα σύνεργα της πίπας του, τα στιλό και τα μαρκαδοράκια με τα οποία έγραφε τις αφιερώσεις στα βιβλία του – ιδιαίτερες για τον καθένα, συνοδευόμενες από κατάλληλα σκιτσάκια. Στο τραπέζι του πινγκ πονγκ που δέσποζε στο υπόγειο διαμέρισμά του στην Αναγνωστοπούλου, στο Κολωνάκι, ο Βασίλης Αλεξάκης άπλωνε τα κλασέρ με τα χειρόγραφα των βιβλίων του, όλα με μολύβι, βιβλία στα γαλλικά που θα μετέφραζε ο ίδιος στα ελληνικά, ή το αντίστροφο. Σε αυτό το σπίτι πέθανε το απομεσήμερο της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου, ταλαιπωρημένος αρκετά τα τελευταία χρόνια από τις μάχες με τον καρκίνο.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1943, μαθητής της Λεοντείου, έφυγε με υποτροφία για τη Γαλλία στα δεκαεπτά του για να σπουδάσει Δημοσιογραφία στη Λιλ. Ηξερε ήδη ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και έψαχνε ένα επάγγελμα συγγενές. Υστερα από τρία χρόνια στη Λιλ και το στρατιωτικό στην Ελλάδα, στα στούντιο της ΥΕΝΕΔ, επιστρέφει στη Γαλλία, στο Παρίσι αυτή τη φορά, όπου εγκαθίσταται μόνιμα από το 1969. Με όλη την τόλμη της νιότης, πηγαίνει στη Monde και ζητεί να εργαστεί ως κριτικός βιβλίου. «Εχετε διαβάσει τον Δον Κιχώτη;» θα τον ρωτήσει η αρχισυντάκτρια των σελίδων του βιβλίου. Της είπε ψέματα ότι τον είχε διαβάσει. Πήρε τη δουλειά, για τα επόμενα είκοσι χρόνια εργάστηκε ως σκιτσογράφος και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα. Τον Δον Κιχώτη τον διάβασε αμέσως μετά. Τον συνάρπασε και έκτοτε τον διάβαζε και τον ξαναδιάβαζε. Ελεγε πάντα αυτή την ιστορία για να καταλήξει ότι το μυθιστόρημα από εκεί ξεκίνησε.
Τα πρώτα βιβλία
Στα γαλλικά θα γράψει τα πρώτα του βιβλία, που θα τα μεταφράσει αργότερα στα ελληνικά. Το Τάλγκο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1982 από τον Εξάντα, ήταν το πρώτο του βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και το 1984 έγινε ταινία από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο (Ξαφνικός έρωτας). Κυκλοφόρησε αρκετά βιβλία, στα γαλλικά και στα ελληνικά: Le sandwich, 1974, Les girls du city Boum-Boum, 1975 (Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ, 1985), La tête du chat, 1978 (Το κεφάλι της γάτας, 1980), Paris – Athenes, 1989 (Παρίσι – Αθήνα, 1993), Avant, 1992 (Πριν, 1994), Η μητρική γλώσσα (1995), Ο μπαμπάς και άλλα διηγήματα (1997), Η καρδιά της Μαργαρίτας (1999), Οι ξένες λέξεις (2003), Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005), μ.Χ. (2007), Η πρώτη λέξη (2011), Ο μικρός Ελληνας (2013), Το κλαρινέτο (2016) κ.ά., αρχικά από τον Εξάντα, τώρα από το Μεταίχμιο.
Η πεζογραφία του έχει αυτοβιογραφικές αφορμές. Στην αρχή τον κινητοποίησε η νοσταλγία για την Ελλάδα και τους ανθρώπους που άφησε πίσω του, η εμπειρία του μετανάστη, του ανθρώπου που μοιράζεται ανάμεσα σε δύο χώρες και σε δύο γλώσσες, η γλώσσα αυτή καθαυτήν ως μέσο επικοινωνίας. Ο θάνατος της μάνας του, του αδελφού του, του εκδότη του αλλά και η ασθένεια ως προθάλαμος του τέλους ενέπνευσαν τα τελευταία του βιβλία, ενώ η κριτική ματιά του παρατηρούσε και σχολίαζε με χιούμορ όσα συνέβαιναν στον εξωτερικό κόσμο, τη θρησκεία, την ξέφρενη τουριστική ανάπτυξη στα νησιά, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την οικονομική κρίση.
Ασχολήθηκε και με το σκίτσο, τον κινηματογράφο (η ταινία του Οι Αθηναίοι κέρδισε το Α’ βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κωμωδίας του Σανρούς το 1990) και το θέατρο (Εγώ δεν…, Μη με λες Φωφώ).
Η αναγνώριση
Το έργο του αναγνωρίστηκε και στις δύο πατρίδες του. Στη Γαλλία τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο Medicis για τη Μητρική γλώσσα το 1995 και με Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ. το 2007. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 και τον Μάρτιο του 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 2015 ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα, έλεγε πως έβρισκε πια περισσότερα θέματα στην Αθήνα για μυθιστόρημα παρά στο Παρίσι, δίδασκε σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής και χαιρόταν το διάβασμα, τον κήπο του και την εγγονή του. Δεν σταματούσε να γράφει. «Οι γονείς και τα αδέλφια μας φεύγουν, τα παιδιά μας μεγαλώνουν και χάνονται… Στο τέλος, οι λογοτεχνικοί ήρωες είναι η μόνη οικογένεια που μας απομένει, πάντα διαθέσιμη, πάντοτε έτοιμη να μας συνδράμει» συνήθιζε να λέει.

