«Η λογοτεχνία είναι ένας μόνιμος ενεστώτας»
Ο βρετανός συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» για το νέο του μυθιστόρημα, τη μεταπολεμική Βρετανία, τον χρόνο και την ψευδαίσθηση στη ζωή και στη γραφή
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Με ελκύουν το διφορούμενο και η αβεβαιότητα» έλεγε παλαιότερα σε μια συζήτησή του με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη ο Γκράχαμ Σουίφτ. Είναι μια καίρια περιγραφή που εκφράζει πολλά βιβλία του, από τον βραβευμένο με Booker Τελευταίο γύρο ως το τωρινό Να ‘μαστε, λοιπόν…, μια αίσθηση ότι στην πλοκή τους πολλά συντελούνται και πολλά περισσότερα υπονοούνται. Η αμφισημία των πραγμάτων, το παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα, συνιστά τον πυρήνα του νέου του μυθιστορήματος, όπου απροσχεδίαστα, «με έκπληξη», όπως λέει και ο ίδιος στο περιθώριο της συνομιλίας μας, βρέθηκε να γράφει την ιστορία ενός ταχυδακτυλουργού σε ένα υπαίθριο θέατρο του Μπράιτον το 1959.
Το νέο σας βιβλίο διακρίνεται από μια ιδιαίτερη αίσθηση της Ιστορίας, μιας υπόρρητης αλλαγής που κυοφορείται.
«Το Να ‘μαστε, λοιπόν… εκτυλίσσεται το 1959, στο μεταίχμιο τεράστιων αλλαγών για τη βρετανική κοινωνία και την κουλτούρα της. Ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από 14 χρόνια, οι συνέπειές του όμως διαρκούσαν και σε πολλά η ζωή συνεχιζόταν όπως προπολεμικά. Για παράδειγμα, ο κόσμος πήγαινε ακόμη διακοπές στις παραθαλάσσιες περιοχές της Βρετανίας – εφόσον μπορούσε να αντέξει οικονομικά τις διακοπές, εννοείται. Δεν είχε έρθει ο καιρός των ταξιδιών αναψυχής στο εξωτερικό. Η λαϊκή διασκέδαση βασιζόταν ακόμη στο μοντέλο της θεατρικής παράστασης, ιδιαίτερα στο βαριετέ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχαμε την έλευση της τηλεόρασης, η οποία όμως απείχε από το να κυριαρχεί και, ακόμη και όταν θα κυριαρχούσε τελικά, στο βαριετέ θα βασιζόταν για ένα χρονικό διάστημα. Εγώ τότε ήμουν ένα αγόρι που μεγάλωνε στο νότιο Λονδίνο και για πολλά από αυτά που σας λέω έχω προσωπικές μνήμες. Θυμάμαι τα όσα είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος, τις βομβαρδισμένες περιοχές, τα δελτία στα τρόφιμα. Θυμάμαι τα διάσπαρτα θέατρα στα προάστια του Λονδίνου, ανάμεικτα με κινηματογράφους. Θυμάμαι τον εαυτό μου να πιστεύει ότι δεν θα πάει ποτέ του στο «εξωτερικό», ότι δεν θα δει ποτέ άλλες χώρες. Αυτά ήταν μόνο για τους πλούσιους. Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοί του, είχε δει άλλα μέρη του κόσμου μόνο στον πόλεμο, κι αυτό δεν ήταν δική του επιλογή. Για μένα το «εξωτερικό» ήταν η χώρα του παραμυθιού. Ολα αυτά θα άλλαζαν τη δεκαετία του 1960. Ξαφνικά εμφανίστηκαν τα φθηνά «πακέτα διακοπών». Οι Βρετανοί δεν περιορίζονταν πια μόνο στις βρετανικές ακτές, μπορούσαν να πάνε στην Ισπανία, στην Ιταλία, ακόμη και στην Ελλάδα!».
Εξ ου και η αίσθηση του παροδικού; Αυτού του θεάτρου της προκυμαίας και των χαρακτήρων σας που ψυχαγωγούν το κοινό της εποχής με ψευδαισθήσεις;
«Το 1959, όπως είπα, ήμασταν ακόμη στην αιχμή των πραγμάτων. Αυτό συμβολίζει και το σκηνικό του μυθιστορήματος: όχι απλά η ακτή του Μπράιτον, αλλά αυτό το εύθραυστο κατασκεύασμα, η προκυμαία, χτισμένη πάνω στη θάλασσα, όπου όπως σε πολλές παρόμοιες δομές τότε υπήρχε ένα θέατρο όπου παίζονταν το καλοκαίρι παραστάσεις για τους παραθεριστές που τις έβλεπαν με τα κύματα να σκάνε από κάτω τους. Τι πιο επισφαλές από αυτό; Το μυθιστόρημα όμως δεν έχει να κάνει μόνο με την Ιστορία. Εξερευνά τη ζωή τριών χαρακτήρων, ένας από τους οποίους είναι ταχυδακτυλουργός. Ερευνά τον εσωτερικό τους βίο, αποκαλύπτει τις πιο μύχιες μνήμες τους. Είναι κυρίως η ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου και, όπως η μεγάλη Ιστορία, έχει τις μεταβολές, τις ανατροπές και τα τρωτά σημεία της. Και οι τρεις είναι άνθρωποι του θεάτρου, βρισκόμαστε στον λαμπερό χώρο της σόου μπίζνες. Αλλά όπως είπε και ένας διάσημος Αγγλος παλιότερα, «Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή». Και η σκηνή δεν είναι το μόνο μέρος όπου συναντάμε δράματα και ψευδαισθήσεις».
Εχω την εντύπωση πως τα όσα μόλις είπατε ταιριάζουν στο ίδιο το μυθιστόρημα ως είδος.
«Το μυθιστόρημα ως είδος είναι θαυμαστά εξοπλισμένο προκειμένου να αναμετριέται με τις μεγάλες χρονικές περιόδους, με τον χρόνο στην ιστορική του διάσταση. Αλλά είναι επίσης θαυμαστά εξοπλισμένο με τη διεισδυτικότητα και την τέχνη του να βλέπει τον εσωτερικό μας κόσμο, να μας απελευθερώνει από τον «κανονικό» ιστορικό χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, η μνήμη μας αντιστέκεται στην ιστορική ακολουθία και στην ιστορική λογική – τις υπονομεύει, μάλιστα. Εκεί που θυμόμαστε κάτι που έγινε την περασμένη εβδομάδα, ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο, μας έρχεται στο μυαλό κάτι που συνέβη χρόνια πριν. Είμαστε το ίδιο πρόσωπο, της περασμένης εβδομάδας και των περασμένων δεκαετιών, ταυτόχρονα. Κινούμαστε διαρκώς πέρα-δώθε στον χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μυθιστορήματά μου – ενίοτε μάλιστα κάνουν και άλματα. Στο Να ‘μαστε, λοιπόν… υπάρχει ένα άλμα πενήντα ετών».
Σε μία πρόταση, μάλιστα. Είναι σαν να γυρίζει ένας διακόπτης και να βλέπουμε διαφορετικά τον χρόνο του βιβλίου.
«Πρόκειται για αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο βιώνουμε τον χρόνο εσωτερικά. Δεν είναι ακριβές ότι ζούμε στο «εδώ» και στο «τώρα». Η λογοτεχνία, ωστόσο, προσφέρει ένα ιδιαίτερα είδος «τώρα»: την αμεσότητα. Προσφέρει τόσο την Ιστορία όσο και την αμεσότητα. Οταν ο αναγνώστης παρασύρεται από την αφήγηση, η εμπειρία είναι άμεση, είναι κάτι που του συμβαίνει «τώρα» κι αυτό ισχύει είτε η εξιστόρηση αφορά το σήμερα είτε εκατό χρόνια πριν. Αποδίδει την ίδια αίσθηση του «τώρα» ακόμη κι όταν την ξαναδιαβάζει κανείς. Η λογοτεχνία, στην πραγματικότητα, μας παρέχει ένα ιδιαίτερο είδος μόνιμου ενεστώτα, πραγματοποιεί την ευχή μας να «σταματήσουμε» τον χρόνο και να ζήσουμε τη στιγμή. Στο μυθιστόρημα το ιστορικό και το άμεσο, το παροδικό και το μόνιμο, μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα».
Λέτε, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα είναι κι αυτό ένα είδος μαγείας;
«Ισως. Αναμφίβολα, η μαγεία, η ιδέα της μαγείας έχει νόημα, έχει μια σαγήνη που υπερβαίνει εκείνη της ταχυδακτυλουργίας πάνω στη σκηνή. Αλλά πάλι, οι ανησυχίες ενός μάγου στη σκηνή είναι οι αδιάλειπτες ανησυχίες της ζωής όλων μας: η ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα, η εξαπάτηση και η αλήθεια, η εμφάνιση και η εξαφάνιση, το ύψιστης σημασίας για την ταχυδακτυλουργία ζήτημα της μεταμόρφωσης, του πώς κάτι μεταβάλλεται σε κάτι άλλο, το μυστήριο του πώς κάποια πράγματα τελικά μπορούν και συμβαίνουν. Κομβικά και θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης εμπειρίας που με απασχολούν στο έργο μου εδώ και πολύ καιρό».
{SYG}Γκράχαμ Σουίφτ{SYG}{TIT}Να ’μαστε, λοιπόν… {TIT}{EKD}Μετάφραση Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Μίνωας, 2020, σελ. 200, τιμή 14,40 ευρ{EKD}ώ

