Η Κύπρος και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στην Αν. Μεσόγειο

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) έχει – ή θα έπρεπε να έχει – ως πάγιο στρατηγικό στόχο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής την επίλυση του Κυπριακού. Αυτό ισχύει για πολλούς λόγους και κυρίως διότι η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων είναι πολιτικά, νομικά και ηθικά απαράδεκτη. Σε πολιτικό επίπεδο θα έπρεπε να είναι επίσης αντιληπτό το γεγονός ότι χωρίς την επίλυση αυτού του ιστορικού και γεωπολιτικού προβλήματος, η Κύπρος δεν μπορεί να αναμένει μια πραγματικά σταθερή κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ή σε επίπεδο περιφερειακών ισορροπιών. Οσο το πρόβλημα μένει ανοιχτό, το status quo θα παραμένει ρευστό και, κατ’ επέκταση, αντικείμενο αναθεώρησης. Θα επηρεάζεται από μεταβλητές που σχετίζονται με τις πτυχές της σύγκρουσης και θα εξαρτάται από διεθνείς συστημικούς παράγοντες, όπως είναι τα περιφερειακά μοτίβα εχθρότητας και φιλίας. Συνεπώς, η άποψη που θέλει το status quo να είναι ακίνδυνο και βιώσιμο, τουλάχιστον έως ότου μεταβληθούν οι συνθήκες προς όφελος της ΚΔ, είναι εν πολλοίς αβάσιμη.
Είναι φυσικά προφανές ότι η ΚΔ δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα από μόνη της. Για αυτό τον λόγο επιδίδεται σε μια προσπάθεια εξεύρεσης διεθνούς υποστήριξης προς τον σκοπό της «δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής» λύσης. Ολες οι συμμετοχές της ΚΔ σε διεθνή φόρα και οργανισμούς εμπεριείχαν πάντοτε και αυτή τη διάσταση. Η ίδια η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004 θεωρήθηκε ως μια εξέλιξη που θα λειτουργούσε καταλυτικά για τη λύση του Κυπριακού, προς όφελος της ΚΔ, δεδομένης και της διασύνδεσης του προβλήματος με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Μπορούμε σήμερα να πούμε με ασφάλεια ότι αυτή δεν ήτανε μια ρεαλιστική θεώρηση. Αργότερα, η εύρεση υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ και οι ευνοϊκές συγκυρίες που προέκυψαν με τη διάρρηξη των τουρκο-ισραηλινών και τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων (σε συνάρτηση με την επιδείνωση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων) επέτρεψαν στην ΚΔ να αποπειραθεί μια στρατηγική εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης: τον πολλαπλασιασμό, δηλαδή, της ισχύος της μέσω της ενίσχυσης των δικών της πόρων και μέσων (π.χ. υδρογονάνθρακες) και της συνεργασίας με τρίτους-εξωτερικούς δρώντες.
Ετσι αναπτύχθηκαν σιγά-σιγά οι διμερείς σχέσεις στην περιοχή και αργότερα οι γνωστές ως τριμερείς συνεργασίες – ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου και Αιγύπτου – Ελλάδας – Κύπρου. Στη συνέχεια προέκυψε η διεύρυνση της συνεργασίας με την εγκαθίδρυση του Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο έχει, ωστόσο, μονοθεματικό χαρακτήρα. Οι προσπάθειες αυτές, που παρουσιάζουν σημάδια πρωτο-περιφερισμού ή περιφερειακής ενοποίησης, αναπτύχθηκαν σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού σε σχέση με την Τουρκία. Τα περισσότερα κράτη που συμμετέχουν σε αυτά τα σχήματα συνεργασίας διατηρούν στον έναν ή στον άλλον βαθμό προβληματικές σχέσεις με την Αγκυρα. Ετσι, μέχρι το τέλος της περασμένης δεκαετίας δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο μια κατάσταση διπολικού περίπου ανταγωνισμού: από τη μια πλευρά η Τουρκία και η αναθεωρητική της πολιτική, από την άλλη οι προσπάθειες περιφερειακής ενοποίησης (χωρίς την Τουρκία). Στο μεταξύ, οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού κινήθηκαν από το θετικό μομέντουμ του 2015-2017, στην κατάρρευση των συνομιλιών στον Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017 και, πλέον, στην αλλαγή υποδείγματος με τη συζήτηση περί «νέων ιδεών», συνομοσπονδίας και δύο κρατών. Είναι στο πλαίσιο αυτού του εσωτερικού και εξωτερικού χάσματος που αναμένεται να συγκληθεί η άτυπη Πενταμερής για το Κυπριακό στο τέλος του μήνα.
Το ερώτημα είναι εάν η περιφερειακή πολιτική της ΚΔ έχει αποδώσει σε σχέση με τον στόχο της επίλυσης του Κυπριακού. Η σύντομη απάντηση είναι «όχι». Πρώτον, διότι δεν υπήρξε κάποια στρατηγική διασύνδεση των δύο, πέρα από τις παραινέσεις προς την Τουρκία για συμμόρφωση. Φαίνεται πως η ΚΔ στην Ανατολική Μεσόγειο κινείται σχεδόν παραμερίζοντας την ανάγκη για επίλυση του Κυπριακού, εφόσον οι εξωτερικές προσπάθειες δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες εσωτερικές. Δεύτερον, διότι κανένας περιφερειακός εταίρος δεν φάνηκε πρόθυμος να συνδράμει ουσιαστικά τις προσπάθειες της ΚΔ για αποφυγή των νέων δεδομένων που προκύπτουν από την τουρκική εξαναγκαστική πολιτική. Επιπλέον, υπάρχει μια παραδοξότητα στις περιφερειακές σχέσεις που αναπτύσσονται. Η προσπάθεια της περιφερειακής ενοποίησης, που είναι εξ ορισμού συμμετοχική και ειρηνική, δεν μπορεί να επιτελεί τον σκοπό του εξισορροπητικού πόλου ισχύος έναντι της Τουρκίας. Πρώτον, διότι αυτό υποσκάπτει την ίδια της τη λογική και, δεύτερον, διότι λόγω του «χαμηλής πολιτικής» χαρακτήρα των συνεργασιών, πολύ απλά δεν δύναται, εκ των πραγμάτων, να έχει αποτελεσματικά και με όρους ισχύος έναν εξισορροπητικό ρόλο.
Ως αποτέλεσμα, το Κυπριακό καθίσταται μέρος του περιφερειακού ανταγωνισμού με συνθήκες που δεν ευνοούν τους σκοπούς της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής ή της επίλυσης του προβλήματος. Συνεπώς, παρά το ότι αυτό το πλαίσιο περιφερειακής συνεργασίας είναι κάτι πολύ θετικό και αναγκαίο, είναι ταυτόχρονα περιορισμένο. Η ΚΔ θα πρέπει αφενός να ξεπεράσει τη σύγχυση μεταξύ των σκοπών της συνεργασίας και της εξισορρόπησης (ή να τις γεφυρώσει καλύτερα) και, αφετέρου, να τις συνδέσει αποτελεσματικότερα με τον ουσιαστικό στόχο της επίλυσης του Κυπριακού.
++++++++++
Ο κ. Ζήνωνας Τζιάρρας είναι διεθνολόγος-ερευνητής στο PRIO Cyprus Centre και συγγραφέας του βιβλίου «Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο» (Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2020).

