Η κρίση των «αντιπρεσπιστών»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Προφανώς η πολιτική ζωή του τόπου μας δεν στερείται αντιφάσεων αυτή την περίοδο. Ισως μάλιστα, με την όλη μέχρι σήμερα πορεία του, ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να διεκδικήσει από τον Ανδρέα Παπανδρέου τον χαρακτηρισμό «ο Μέγας Αντιφατικός», τον οποίο απέδιδε στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ ένας δημοσιογράφος της παλιάς «Ελευθεροτυπίας». Πράγματι…
Ο πιο λαϊκιστής και δημαγωγός πολιτικός που ανέδειξε ίσως ποτέ ο δημόσιος βίος της χώρας, ο κατ’ εξοχήν ειδικός στο χάιδεμα των αφτιών, που έσπευδε να υπερθεματίσει και στην πιο παράλογη αξίωση εφόσον αυτή διέθετε ισχυρό λαϊκό έρεισμα, χάραξε στο λεγόμενο εθνικό ζήτημα μια πολιτική γραμμή με τα 2/3 της κοινωνίας εναντίον του… Ο άνθρωπος που συναλλασσόταν και συναλλάσσεται μόνο με το εφήμερο και το ευάκουστο προχώρησε σε μια διεθνοπολιτική επιλογή με μακροπρόθεσμες αναμφίβολα συνέπειες: Μια διεθνή Συμφωνία, η οποία έχει τεράστιο για τον ίδιο πολιτικό κόστος, πλην όμως – όπως πολλοί ειδικοί τουλάχιστον πιστεύουν – υπαγορευόταν από το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον… Αυτός που οδήγησε το ριζοσπαστικό κίνημα αλλαγής, του οποίου ηγείτο, σε μια ακραία κίνηση πολιτικής συναλλαγής και καιροσκοπισμού – κίνηση ικανή να του διασφαλίσει Νομπέλ, όχι ειρήνης αλλά, εφόσον υπήρχε, πολιτικού τυχοδιωκτισμού – επιλέγοντας ως συγκυβερνήτη τον εκφραστή του πιο χυδαίου και ψεκασμένου λόγου που έχει ποτέ αρθρωθεί στον εθνικό δημόσιο βίο, αποκήρυξε και συμμαχίες και καιροσκοπισμούς και τη μέχρι σήμερα διαδρομή του… (Ενδεχομένως κάνοντας, στο εσωτερικό πεδίο, τυχοδιωκτικές κινήσεις άλλου είδους.) Αυτός, δε, που δημιούργησε παρακρατικό και παραδικαστικό μηχανισμό για δίωξη των πολιτικών του αντιπάλων – ή, έστω, για δημιουργία εις βάρος τους εντυπώσεων – δρομολόγησε μια κίνηση, η «βελτιστοποίηση» των συνεπειών της οποίας θα προϋπέθετε την ευρύτερη δυνατή εθνική συνεννόηση.
Δικαιολογούν όμως άραγε αυτές οι αντιφάσεις τη στάση των «πρεσπομάχων»;
Οι περισσότεροι και οι πιο σοβαροί από αυτούς – δεν αναφέρομαι σε όσους, μετατρέποντας την εξωτερική πολιτική σε σύνθημα, αυτιστικά αναπαράγουν το «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» – αναδεικνύουν κάποιες «ατέλειες» της Συμφωνίας. Ή κάποιες ατελείς συνταγματικές προσαρμογές της έως χθες ακατονόμαστης γείτονος. Μήπως όμως όλοι αυτοί βλέποντας το δέντρο χάνουν το δάσος; Μήπως εστιάζουν στη μικρή εικόνα και αδιαφορούν για τη μεγάλη; Ειδικότερα:
Σε ένα θέμα στις συμβολικές διαστάσεις του οποίου έχουν εδώ και δεκαετίες επενδυθεί οι ευαισθησίες των δύο εμπλεκόμενων λαών… Σε ένα ιστορικό πρόβλημα, οι ρίζες του οποίου πάνε πάνω από έναν αιώνα πίσω… Θα μπορούσε να βρεθεί λύση που να μην προσβάλλει το συμβολικό συνειδησιακό «οπλοστάσιο», ίσως και το ιστορικό ασυνείδητο, τμημάτων και των δύο λαών; Και θα ήταν άραγε προς όφελός μας η διατήρηση της προηγούμενης κατάστασης; (Εφόσον το δίλημμα δεν είναι η επιλογή ανάμεσα στην παρούσα και την «ιδανική» για εμάς συμφωνία, αλλά ανάμεσα στην παρούσα συμφωνία και την προηγούμενη κατάσταση, μάλιστα με όλη τη Δύση εναντίον μας…) Μήπως λοιπόν μια στατική – ή επί χάρτου μόνον – ανάλυση της κατάστασης τελικά υποβαθμίζει τη θετική διεθνοπολιτική δυναμική της προσέγγισης των δύο κρατών, η οποία μεσοπρόθεσμα, εφόσον δεν υπάρξουν από καμία πλευρά παλινωδίες, μπορεί να γίνει προσέγγιση των δύο λαών;
Επιπροσθέτως, πού θα οδηγούσε η απώλεια του ευνοϊκού για την επίλυση του θέματος momentum; Δεν θα έφερνε στα βόρεια σύνορά μας, αντί των δυτικών θεσμών και δυνάμεων, την πουτινική Ρωσία, με τις διαχρονικές βλέψεις της στην περιοχή; Δεν θα παρείχε παρεμβατικές δυνατότητες στην Τουρκία του Ερντογάν; Δεν θα αύξανε τον κίνδυνο διάλυσης ενός, για πολλούς λόγους, ιδανικού για εμάς βόρειου γείτονα, εύκολα μετατρέψιμου σε πολιτικό και οικονομικό σύμμαχο (για να μη γράψω προτεκτοράτο) της χώρας μας; Και μια ενδεχόμενη διάλυση του κράτους αυτού δεν θα παρείχε ζωτικό χώρο σε περιφερειακές δυνάμεις φύσει «αιγαιοστρεφείς» και πολύ – πιο – επικίνδυνες για την ασφάλεια και τα συμφέροντά μας; Για να μη θυμηθούμε τι «κέρδισε» η χώρα μας όλες τις φορές της ιστορίας της, κατά τις οποίες αποξενώθηκε από τους ισχυρούς δυτικούς συμμάχους της.
Συγκεφαλαιώνοντας θα έκανα μια έκκληση στους πρεσπομάχους οι οποίοι, ευλόγως, για λόγους πολιτικούς αλλά και αισθητικούς, απεχθάνονται τον σημερινό πρωθυπουργό: Μήπως δεν θα ήταν σκόπιμο να λησμονείται ότι και ένα χαλασμένο ρολόι κάποιες στιγμές του 24ώρου δείχνει τη σωστή ώρα; Και μήπως οι φορείς του ορθολογισμού δεν θα έπρεπε τη συγκεκριμένη στιγμή να αρνούνται την αλήθεια ενός τέτοιου ρολογιού; (Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να πεταχθεί στα σκουπίδια, διότι, εκτός των άλλων, μολύνει και το περιβάλλον…)
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

