Ηκλιματική αλλαγή είναι πλέον ορατή στον θεσσαλικό κάμπο, τη μεγαλύτερη και πιο εύφορη πεδιάδα της χώρας. Σύμφωνα με τον καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νίκο Δαναλάτο, η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα, κατά ένα βαθμό Κελσίου μέσον όρο τα τελευταία 30 χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα να επιταχύνεται η ανάπτυξη των φυτών και η εξατμισοδιαπνοή. Αυτό έχει επίπτωση, για παράδειγμα, στα σιτηρά καθώς δεν καταφέρνουν να «ψωμώσουν» και να αποκτήσουν εκείνα τα θρεπτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ποιότητά τους.
Εκείνο όμως που είναι το πλέον ανησυχητικό για τον καθηγητή και πρώην πρόεδρο της Γεωπονικής Σχολής, είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε γενικευμένη εγκατάλειψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων τόσο στη χώρα μας όσο και στη θεσσαλική πεδιάδα, λόγω υπογονιμότητας και ερημοποίησης. Το φαινόμενο αυτό που έχει ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν περίπου 2 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία, ενώ μόλις τα τελευταία 3 χρόνια εγκαταλείφθηκαν περίπου 200.000 στρέμματα στη Θεσσαλία (εκ των οποίων τα 150.000 στρέμματα στον Ν. Λάρισας), είναι πολυπαραγοντικό. Οφείλεται και στην υπερεκμετάλλευση και εντατικοποίηση των καλλιεργειών, αλλά και στην κλιματική αλλαγή.
Την ίδια ώρα δηλαδή που προηγμένες χώρες στον αγροτικό τομέα, όπως το Ισραήλ και η Ολλανδία, δημιουργούν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, είτε με την τεχνητή ευφορία σε ερήμους στο Ισραήλ είτε με την επιχωμάτωση και τη δημιουργία μέσα στη θάλασσα νέων εδαφών στην Ολλανδία, στην Ελλάδα, που έχει τις καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες, ερημοποιούνται και μειώνονται καλλιεργήσιμες εκτάσεις λόγω της έλλειψης ενός οργανωμένου σχεδίου!
Ηυπογονιμότητα των εδαφών στη Θεσσαλία, όπως έχει καταγράψει το εργαστήριο του κ. Δαναλάτου, οφείλεται στο γεγονός ότι πλέον τα εδάφη οξειδώνονται λόγω της εντατικοποίησης των καλλιεργειών, της κλιματικής αλλαγής και της έλλειψης σχεδίου αμειψισποράς. Χάνουν την οργανική τους ύλη, το πάχος υποδιπλασιάζεται χρόνο με τον χρόνο και τα εδάφη αυτά φτάνουν σε ένα οριακό σημείο (μη επιστρεπτό) που όσο λίπασμα και να βάλει ο γεωργός, όσο νερό και να τα ποτίσει, τα συνολικά έσοδα από την καλλιέργεια των εδαφών αυτών είναι μικρότερα από τα έξοδα (οι εισροές μεγαλύτερες από τις εκροές), άρα καθίστανται ασύμφορα και εγκαταλείπονται. Το γόνιμο έδαφος από 50 εκατοστά πάχους που ήταν πριν από 30 χρόνια στον θεσσαλικό κάμπο, έχει μειωθεί σε μη αποδεκτά επίπεδα, ακόμη και στο 1,5 εκατοστό, ιδιαίτερα στα επικλινή εδάφη στον άξονα Νίκαιας – Φαρσάλων, όπου έχουμε καλλιέργειες 450.000 στρεμμάτων κυρίως χειμερινών σιτηρών, ψυχανθών και οσπρίων…
Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός πλέον ότι τα τελευταία χρόνια οι βροχές δεν ευνοούν την καλλιέργεια των σιτηρών, αφού πέφτουν άκαιρα χρονικά και με μεγάλη ένταση και πιο αραιά, ώστε να μην προλαβαίνει το υπέδαφος να φτιάξει τις αποθήκες νερού τις απαραίτητες για το ριζικό σύστημα και την ανάπτυξη των φυτών.
Αντίθετα, οι άκαιρες περσινές και φετινές καλοκαιρινές μπόρες, πέραν του ότι κατέστρεψαν καλλιέργειες, είχαν ως αποτέλεσμα την αναβλάστηση, ώστε να παρατηρείται η χρήση τόνων ζιζανιοκτόνων (κυρίως Roundup) για την καταπολέμησή τους. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια αντί του κίτρινου χρώματος από τα σιτηρά που αλωνίστηκαν παρατηρείται ένα έντονο πράσινο χρώμα στον κάμπο!
Το εργαστήριο του κ. Δαναλάτου έχει υπολογίσει πως μόνο για την ανάπτυξη των χειμερινών σιτηρών, χωρίς να υπολογίζονται οι εαρινές και πιο υδροβόρες καλλιέργειες (καλαμπόκι, βαμβάκι, βιομηχανική τομάτα), στον θεσσαλικό κάμπο απαιτούνται 100 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως… Ποσότητα που είναι σχεδόν ίση ή και μεγαλύτερη από εκείνη που εκταμιεύεται από τα δύο μοναδικά μεγάλα τεχνητά φράγματα της Θεσσαλίας (Πλαστήρα και Σμοκόβου).
Φυσικά τα φράγματα αυτά σε ό,τι αφορά τον αρδευτικό τους χαρακτήρα προορίζονται για την κάλυψη των αναγκών των εαρινών καλλιεργειών και όχι για τα χειμερινά σιτηρά, τα οποία θα έπρεπε να αναπτύσσονται μόνο με τις χειμερινές και ανοιξιάτικες βροχές, οι οποίες αρχίζουν να σπανίζουν τα τελευταία χρόνια στον κάμπο και όταν έρχονται δεν είναι οι σιγανές βροχές που ποτίζουν τα εδάφη, αλλά οι κατακλυσμιαίες που τα πλημμυρίζουν, λόγω και της απουσίας γενικότερα ταμιευτήρων ορεινής υδρονομίας.
Συμπερασματικά στη Θεσσαλία την τελευταία δεκαετία, λόγω της απουσίας κεντρικού σχεδιασμού από την πολιτεία, συντελείται ένα οικονομικό έγκλημα, εγκαταλείπονται πάλαι ποτέ γόνιμα εδάφη που επί εκατοντάδες χρόνια έθρεψαν τον ελληνικό πληθυσμό και οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές για την εθνική οικονομία, που ένας από τους πυλώνες ανάπτυξής της πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία είναι η παραγωγή και εξαγωγή τροφίμων. Σε μία δεκαετία, αν συνεχιστεί η εγκατάλειψη αγροτικών γαιών, λόγω ερημοποίησης, θα έχει απομείνει σχεδόν η μισή καλλιεργήσιμη έκταση στην πιο ελπιδοφόρα και γόνιμη πεδιάδα της χώρας, που χαρακτηρίστηκε από γεωτεχνικούς και ως η «Καλιφόρνια της Ευρώπης».