«Ζω με την οικογένειά μου στη Νέα Ερυθραία και εργάζομαι ως υπεύθυνη πωλήσεων σε εταιρεία οπτικών στο Μαρούσι. Ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξα φυγόποινος ή φυγόδικος. Τα όσα επιβαρυντικά καταθέτουν για μένα είναι ψευδή και αισχρά, αποτελούν αποκυήματα φαντασίας και αποτελούν προϊόντα χρήσης ναρκωτικών ουσιών».
Σε αυτή την αναφορά είχε προχωρήσει στις 5 Σεπτεμβρίου 2016, σε απολογητικό υπόμνημά της για υπόθεση συμβολαίου θανάτου, η 33χρονη γυναίκα που έπεσε θύμα εν ψυχρώ δολοφονίας πριν από πέντε ημέρες στο υπόγειο γκαράζ του σπιτιού της στην Κηφισιά. Πρόκειται για την έβδομη δολοφονία μέσα σε περίπου 16 μήνες που έχει χαρακτηριστικά δράσης του οργανωμένου εγκλήματος, όπου φαίνεται να εξελίσσεται ένας αδυσώπητος «πόλεμος» ή να βρίσκονται νέοι πληρωμένοι δολοφόνοι.

Ληστείες με βόμβες και… μπουλντόζες

Με την ΕΛ.ΑΣ. να επιχειρεί να ανιχνεύσει τη μυθιστορηματική πορεία και τις ποινικές εμπλοκές της 33χρονης (απηλλάγη από όλες τις κατηγορίες σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό), αφού είχε κατηγορηθεί για τον φόνο μιας 29χρονης γυναίκας το 2009 στον Πειραιά και για συμμετοχή σε ληστείες χρηματαποστολών στην Αθήνα με μπουλντόζες και… βόμβες.
Ακόμα είχε ερευνηθεί, από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, μετά τη φονική έκρηξη του δέματος-βόμβα στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης το καλοκαίρι του 2010, καθώς και για ύποπτες επαφές της με νονούς της νύχτας, αλλά και στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. από ειδικές υπηρεσίες. Με τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. να μιλούν για «μια ιδιαίτερα όμορφη γυναίκα με κινηματογραφική ζωή που φαινόταν να έλκεται από τον κόσμο της παρανομίας και να επιδιώκει συνέχεια ρήξεις και συγκρούσεις και να αναζητά τα τελευταία χρόνια τη λύτρωσή της». Με τους οικείους της να μιλούν για «μια γυναίκα που ενδιαφερόταν μόνο για την οικογένειά της και όλες οι ενέργειές της ήταν νόμιμες».
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. η άτυχη γυναίκα είχε από την περίοδο 2003-2004, μέσα από διάφορους κύκλους γνωριμιών, επαφές με νονούς της νύχτας και με έλληνες και αλβανούς ποινικούς. Ορισμένες από αυτές τις γνωριμίες επιβεβαιώνει η ίδια σε απολογητικά υπομνήματα και άλλα έγγραφα των δικαστικών φακέλων της που παρουσιάζει «Το Βήμα της Κυριακής».

Η αδυναμία στα όπλα και οι αιματηρές επιθέσεις

Οπως ανέφεραν στην εφημερίδα μας άνθρωποι που τη γνώριζαν, «φαινόταν να της αρέσουν τα όπλα (σ.σ.: σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης είχε φωτογραφίες όπου πυροβολούσε με αυτόματο όπλο) και να αναφέρεται συνέχεια σε αιματηρές επιθέσεις ενώ μιλούσε συχνά σκληρά και με απόλυτο τρόπο. Μας έδειχνε ότι αντιμετώπιζε κάποια προσωπικά προβλήματα, αλλά εκείνη το αρνιόταν. Κι αργότερα πληροφορηθήκαμε ότι άρχισε να συμμετέχει σε ληστείες, ενώ βεβαίως είχε τεράστια οικονομική-οικογενειακή άνεση».
Στις 19 Οκτωβρίου 2009 η ΕΛ.ΑΣ. σχημάτισε μεγάλη δικογραφία σε βάρος της, όπου εμφανιζόταν με δύο Ελληνες ηλικίας 33 και 44 ετών όπως και άλλους άγνωστους δράστες να έχουν προχωρήσει σε σειρά εντυπωσιακών ληστρικών επιθέσεων. Αρχικά τον Ιανουάριο του 2009 σε υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας στην Πύλη Τρικάλων, από όπου αφαίρεσαν 210.000 ευρώ. Στις 3 Μαρτίου 2009, χρησιμοποιώντας ένα κλεμμένο φορτηγό ψυγείο από το Μοσχάτο, εγκλώβισαν στο Χαϊδάρι αυτοκίνητο χρηματαποστολής και προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να σπάσουν το παρμπρίζ χρησιμοποιώντας βαριοπούλα και εκρηκτικό μηχανισμό με φιτίλι.

Πυροβολισμοί σε χρηματαποστολή

Επίσης πυροβόλησαν κατά του οδηγού της χρηματαποστολής και τελικά τράπηκαν σε φυγή. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Μαρτίου, χρησιμοποιώντας κλεμμένο σκαπτικό μηχάνημα από τη Νέα Φιλαδέλφεια, εγκλώβισαν αυτοκίνητο χρηματαποστολής στον Αλιμο όπου ο χειριστής του σκαπτικού χτυπούσε το θωρακισμένο όχημα με τον εκσκαφέα από την οροφή για να το παραβιάσει, χωρίς επιτυχία.
Επιπλέον τότε είχε εξεταστεί αν η ίδια συμμορία σχετιζόταν με την αρπαγή στις 24 Απριλίου 2009 περίπου 1 εκατ. ευρώ από χρηματαποστολή στη Δάφνη, όπου πάλι χρησιμοποιήθηκε κλεμμένος εκσκαφέας. Τελικώς η 33χρονη απηλλάγη σε δεύτερο βαθμό από αυτές τις κατηγορίες, ύστερα και από τις απολογίες των συγκατηγορούμενών της που αρνήθηκαν την εμπλοκή της στην εγκληματική δράση τoυς.

Οι έρευνες και το… μήνυμα

Η 33χρονη επιπλέον είχε «εντοπιστεί» σε έρευνα που είχε πραγματοποιήσει το καλοκαίρι του 2010 η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία μετά τη δολοφονία του υπασπιστή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη Γιώργου Βασιλάκη, ο οποίος άνοιξε δέμα-βόμβα το οποίο φαίνεται να είχε αποστείλει ο καταζητούμενος ποινικός Βασίλης Παλαιοκώστας. Τότε από την αλληλουχία των τηλεφωνικών κλήσεων και από τον έλεγχο συνομιλιών γνωστών ποινικών που μπορεί να σχετίζονταν με τον καταζητούμενο Παλαιοκώστα οι αστυνομικοί φαίνεται να κατέγραψαν και δικές της συνομιλίες. Σε αυτές μιλούσε με χαρακτηριστική ευκολία για εγκληματικές ενέργειες που είχαν συμβεί (όχι με δική της ανάμειξη), για συνεννοήσεις της με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. και σε περιπτώσεις μικροεπεισοδίων στον Πειραιά κ.λπ.
Η άτυχη 33χρονη είχε τέλος πυροβοληθεί από αγνώστους και το βράδυ της 6ης Οκτωβρίου 2011 στην λεωφόρο Βεΐκου στο Γαλάτσι. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. δεν αποκλείουν η επίθεση αυτή να σχετίζεται με λόγους αντιζηλίας. Υστερα από αυτό το συμβάν είχε φύγει για δύο χρόνια στην Αγγλία και από τότε δεν είχε απασχολήσει τις διωκτικές αρχές.
Η ΕΛ.ΑΣ. για να εξιχνιάσει τη δολοφονία της ερευνά ορισμένες ασαφείς πληροφορίες για «προστριβές» της με νονούς της νύχτας που είχαν προσφάτως δολοφονηθεί, καθώς και ορισμένες αναρτήσεις της στο Διαδίκτυο προ μερικών ημερών «για κάποιους που έχουν πρόβλημα κι αν πιάσουν το μήνυμα, καλώς».

Το συμβόλαιο, οι εκβιάσεις και τα 20 ψευδώνυμα

Η 33χρονη είχε κατηγορηθεί – αλλά απαλλαγεί σε δίκη που πραγματοποιήθηκε προ μερικών μηνών – ως ηθικός αυτουργός στην εν ψυχρώ δολοφονία στις 5 Μαΐου 2009 μιας 29χρονης γυναίκας σε ζαχαροπλαστείο στα Καμίνια. Το θύμα εκείνης της ενέργειας ήταν σύζυγος κατηγορουμένου για εκβιάσεις και τοποθετήσεις εκρηκτικών μηχανισμών, ο οποίος είχε δολοφονηθεί τον Ιούνιο του 2007 έξω από καφετέρια στην Καλλίπολη του Πειραιά.
Στοιχεία για αυτό το έγκλημα φαίνεται να προέκυψαν από κατάθεση τον Οκτώβριο του 2009 ενός 48χρονου λιβανέζου επιχειρηματία στο πλαίσιο μιας άλλης έρευνας που πραγματοποιούσε τότε η Ασφάλεια Αττικής για την επίθεση το 2007 με καυστικό υγρό κατά του ποινικολόγου Παύλου Σαράκη. Ο αλλοδαπός είχε καταθέσει ότι είχε ακούσει έναν έλληνα «νονό» να κομπορρημονεί ότι «εκείνος είχε αναλάβει τη δολοφονία της άτυχης 29χρονης στα Καμίνια ύστερα από παραγγελία μιας ελληνίδας γνωστής του (σ.σ.: πρόκειται για την 33χρονη που δολοφονήθηκε στην Κηφισιά)».
Για τη δολοφονική επίθεση η γυναίκα έδωσε 40.000 ευρώ, από τα οποία 20.000 για προκαταβολή. Και αυτό διότι ήθελε να εκδικηθεί την 29χρονη επειδή είχε συνάψει δεσμό με τον ποινικό φίλο της. Λέγοντας μάλιστα ότι «θέλω να της πιω το αίμα».
Ο
πως ανέφερε ο ίδιος μάρτυρας, ο δολοφόνος της 29χρονης ήταν Αλβανός με το όνομα «Γιάννης», ο οποίος είχε ακόμα 20 ψευδώνυμα, όπως «Πάπα», «Αριαν», «Μουράτι» κ.ά., και συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2016. Ο ίδιος άνθρωπος είχε θεωρηθεί ύποπτος για την επίθεση, πάλι με καυστικό υγρό, το 2008 εναντίον της τότε εργαζομένης σε εταιρεία καθαριότητας και νυν ευρωβουλευτού Κωνσταντίνας Κούνεβα. Ωστόσο σε δίκη που πραγματοποιήθηκε προ μερικών μηνών η 33χρονη και ο κατηγορούμενος ως φυσικός αυτουργός αθωώθηκαν.