«Η Ιστορία έγραψε και δεν ξεγράφει. Και είναι αλήθεια αυτό που είπε κάποτε ο Αλτουσέρ: «Η Ιστορία διαρκεί πολύ»». Αυτά δήλωνε ο κ. Τσίπρας στις 14/12 στο Παλέ ντε Σπορ, αντιπαραβάλλοντας την εδώ σταδιακή επάνοδο της ευημερίας με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που, υπό δεξιές κυβερνήσεις, κατρακυλούν στον εθνικισμό και στην κοινωνική αναλγησία. Η παραπομπή, προφανώς, ενίσχυε το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε αφού οι βελτιώσεις δεν έρχονται αστραπιαία, «όπως είπε ο Αλτουσέρ».

Αλλά το βιβλίο του Αλτουσέρ τιτλοφορείται L’avenir dure longtemps – Το μέλλον διαρκεί πολύ – και, κυρίως, διόλου δεν αφορά την υπομονή που απαιτείται για να ευδοκιμήσουν οι αγώνες της Αριστεράς. «Γράφω αυτό το βιβλίο, Οκτώβριος του 1982, βγαίνοντας από μια τρομερή δοκιμασία (…) διότι στραγγάλισα τη γυναίκα μου, που ήταν τα πάντα για μένα», διαβάζουμε στην έκδοση που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το 1990. Συνεπώς, «το μέλλον» που «διαρκεί πολύ» έχει να κάνει με τη διαχείριση των τύψεών του, κατά την οκταετία που του απέμενε να ζήσει, και την έφεση να ερμηνεύσει τη «σφοδρή και απρόβλεπτη κρίση συγχύσεως φρενών» η οποία τον ώθησε στη δολοφονία. Είχε εξάλλου σκεφτεί και τίτλους, όπως Σύντομη ιστορία ενός φονιά ή Μιας νύχτας η αυγή. Εάν δεν δει κανείς το βιβλίο ως φλύαρη απολογία για τη δίκη από την οποία απηλλάγη (με το «ακαταλόγιστο» που χαριστικά τού αποδόθηκε), μπορεί να το δει ως διερεύνηση του κόσμου της τρέλας από έναν φιλόσοφο που έπεσε θύμα της. Οπου η σχέση με τη σύζυγό του αναμειγνύεται με την παιδιόθεν εξέλιξη της κατάθλιψής του, τις ίντριγκες στο γαλλικό ΚΚ ή τον Σπινόζα και τον Μακιαβέλι. Αλλά μέχρι εκεί.

Πώς αυτά κολλούν με τις αργές καρποφορίες των χειρισμών του ΣΥΡΙΖΑ και το «είναι αλήθεια αυτό που είπε κάποτε ο Αλτουσέρ» μόνο ο κ. Τσίπρας και οι εξίσου αναλφάβητοι λογογράφοι του μπορεί να το ξέρουν.

Κανείς απ’ όσους βρεθήκαμε φοιτητές τη δεκαετία του 1960 δεν γλίτωσε από την επαναστατική έκσταση που σάρωνε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αποζημιωθήκαμε βέβαια με τη σεξουαλική απελευθέρωση της περίφημης δεκαετίας, φορτωθήκαμε όμως όλη τη βλακεία να επιδιώκουμε, ως διανοούμενοι, να γίνουμε επίτιμα μέλη του προλεταριάτου, όταν το αληθινό προλεταριάτο εξαφανιζόταν από την Ιστορία. Σε αυτό το μαζικό και ανεπίγνωστο θέατρο, ο Αλτουσέρ ήταν από τους κορυφαίους ηθοποιούς. Πρώτο έστεκε το δικό του όνομα στο Lire le Capital – Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο –, το 1965, και οι ανά τον κόσμο αριστεροί ενέσκυψαν στη μελέτη του, ως μοναδικής οδού προς τη συναίρεση διανοουμένων-προλεταρίων. Ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τη χούντα των συνταγματαρχών, εάν όχι εξαιτίας της, το να είσαι αριστερός δεν ήταν πια επιλογή αλλά προορισμός. Και ο Αλτουσέρ εισηγούνταν μια «θεωρητική πρακτική» που επέτρεπε να διακρίνεις τον «ιδεολογικό» Μαρξ των Χειρογράφων του 1844 από τον «επιστημονικό» του Κεφαλαίου. Τέτοιες βαθύνοες διεισδύσεις στον μαρξισμό! Εφάμιλλες σχεδόν εκείνων που προσέφερε και η σεξουαλική απελευθέρωση.

Μας διέφευγε βέβαια ότι η θέση «δεν γίνεται να διαβάσουμε πραγματικά το Κεφάλαιο χωρίς να ζητήσουμε τη βοήθεια της μαρξιστικής φιλοσοφίας, την ίδια στιγμή που θα τη διαβάζουμε μέσα στο Κεφάλαιο» ήταν θέση που θα συνυπέγραφε και ο άγιος Ανσελμος, πολύ πριν από τον Αλτουσέρ. Διότι το «πρώτα πιστεύω και μετά κατανοώ» ταιριάζει πρωτίστως σε θεολογικά μυστήρια και σε μια σκέψη αδρανή μες στην προεξοφλημένη εγκυρότητά της. «Credo ut intelligam» το έλεγε ο Ανσελμος, αλλά οι εικοσάχρονοι του 1960 εδραιώναμε την αθεΐα μας εκεί επάνω. Το κακό είναι πως όταν η Χούντα είχε προ πολλού παρέλθει και οι εικοσάχρονοι του 1960 γίναμε πενηντάρηδες του 1990, συνεχίσαμε να παίρνουμε στα σοβαρά τα φληναφήματα της «νέας Αριστεράς». Ο Αγγελος Ελεφάντης μόχθησε μεταφράζοντας Το μέλλον διαρκεί πολύ και το περιοδικό Ο πολίτης αφιέρωσε σειρά άρθρων σε αυτή την εκ των ένδον διερεύνηση μιας «φονικής φαντασίωσης». Καίτοι υλοποιημένη, η φαντασίωση περνούσε σαν «επιθυμία ζωής, αγάπης και σωτηρίας», εξαιτίας της «αμφιθυμίας των φαντασιώσεων», όπως στο τέλος του βιβλίου διατείνεται ο συγγραφέας.

Φαίνεται όμως ότι υπήρχαν και πενηντάρηδες του 1990 (εβδομηντάρηδες πια) που διάβαζαν διαγωνίως τον Αλτουσέρ και τους συν αυτώ. Συγκρατώντας από εκεί ό,τι βόλευε ή μόνο τους τίτλους. Και αυτούς όχι πάντα σωστά. Με την άνεση, τώρα, να παραβαίνουν υποσχέσεις του 2014 παραπέμποντας λ.χ. στο βιβλίο του Λένιν Ενα βήμα πίσω δύο βήματα μπρος (sic), να ανάγουν την ασυναρτησία σε «επιστημολογική τομή» ή να προβάλλουν ως «ταξική μεροληψία» τη συνέργεια των μπατζανάκηδων. Τα αλτουσεριανά μετα-δόγματα προσφέρονται άλλωστε για οποιαδήποτε ερμηνεία. Από τέτοιους δεξιοτέχνες της «θεωρητικής πρακτικής» αντλεί διανοουμένους ο ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιος τους θα φρόντισε να μεταβιβάσει τη βαθύνοιά του στον κ. Τσίπρα. Κι αυτός, με τη σειρά του, συγκράτησε μόνο παρερμηνευμένους τίτλους: «μέλλον» = Ιστορία = προσδοκίες της Αριστεράς = ξαναψηφίστε με στις επόμενες και στις μεθεπόμενες εκλογές, ώστε, χωρίς βιασύνη, να οικοδομηθεί ο σοσιαλιστικός παράδεισος. Στον οποίο, ως γνωστόν, καταργούνται οι εκλογές και η ευημερία μένει ακλόνητη.

Δεν ξέρω τι άλλο νόμιζε πως λέει ο κ. Τσίπρας με τον Αλτουσέρ και το «η Ιστορία διαρκεί πολύ». Η δική του ιστορία πάντως, ως πρωθυπουργού, έχει διαρκέσει ανυπόφορα πολύ.

Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.