Η ήρεμη δύναμη της επιστήμης και της γνώσης
Ο καθηγητής που με την ψυχραιμία και τους ήπιους τόνους έπεισε τους Ελληνες για τη σοβαρότητα της πανδημίας και την ανάγκη να υπακούσουν στις εντολές των ειδικών
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μέσα στην ατυχία της πανδημίας οι Ελληνες στάθηκαν τυχεροί, καθώς στο τιμόνι της αντιμετώπισης βρέθηκε ένας άνθρωπος σαν τον Σωτήρη Τσιόδρα. Μέσα σε ένα περιβάλλον όπου επικρατούσαν η σύγχυση, η άγνοια, η υστερία και οι αντικρουόμενες απόψεις ο κ. Τσιόδρας κράτησε χαμηλούς τους τόνους και με την ψύχραιμη στάση του κατάφερε να πείσει τους έλληνες πολίτες για τη σοβαρότητα της κατάστασης και για την ανάγκη συνεργασίας εκ μέρους τους στην προσπάθεια να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Ολοι θυμούνται ότι στο πρώτο κύμα της πανδημίας η χώρα μας ήταν ένα από τα φωτεινά παραδείγματα, έχοντας καταφέρει να κρατήσει χαμηλό τον αριθμό των κρουσμάτων και των θανάτων, ενώ οι πολίτες έδειξαν πρόθυμοι να ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες των ειδικών, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι η καθημερινότητά τους θα άλλαζε ριζικά.
«Τεράστιο βάρος, μεγάλη ευθύνη»
Σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό η επιτυχία με την οποία η Ελλάδα αντιμετώπισε το πρώτο κύμα οφείλεται στον κ. Τσιόδρα, ο οποίος καθημερινά ενημέρωνε τους πολίτες για την εξέλιξη της πανδημίας και φρόντιζε να τους συμβουλεύει για το πώς θα αντιμετώπιζαν την κατάσταση με τον καλύτερο τρόπο και τις λιγότερες παράπλευρες απώλειες. Ηταν την 1η Φεβρουαρίου 2020 που με απόφαση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη ανέλαβε τη θέση του επίσημου εκπροσώπου του υπουργείου Υγείας και του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), ενώ ήταν επιστημονικός υπεύθυνος στη διαχείριση της Covid-19 και για μεγάλο διάστημα έφερε την ευθύνη για την υγειονομική ενημέρωση των πολιτών. Παράλληλα είναι υπεύθυνος για τη συνεργασία των ελληνικών υγειονομικών αρχών με τις ανάλογες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες αρχές.
«Από την πρώτη στιγμή που βγήκα στην κάμερα το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι πρέπει να πω την αλήθεια απέναντι στον κόσμο, όπως ήταν γνωστή εκείνη τη στιγμή και ότι είμαι μέρος του όλου. Αυτό ήταν τεράστιο βάρος και μεγάλη ευθύνη. Κοινωνική ευθύνη, όχι ατομική, γιατί πάντα σκέφτεσαι ότι μπορείς να πεις κάτι που μπορεί να μην ερμηνευθεί σωστά ή και να παρεξηγηθεί» είχε δηλώσει πριν από μερικούς μήνες, ενώ είχε παραδεχθεί ότι δεν είναι δύσκολο να παρεξηγηθεί κάποιος που εκτίθεται σχεδόν καθημερινά στην τηλεόραση.
Επιστήμονας με διεθνές βεληνεκές
Ο κ. Τσιόδρας είναι καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δ΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου ΠΓΝ «Αττικόν». Γεννήθηκε το 1965 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, ενώ η καταγωγή του είναι από το Νεοχώρι, ένα μικρό χωριό στον Νομό Αργολίδας, που απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από το Αργος. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και το Λύκειο στην Αθήνα και στη συνέχεια εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από όπου πήρε μεταγραφή ως αριστούχος για την Ιατρική Σχολή Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε το 1991 με βαθμό πτυχίου «άριστα».
Στη στρατιωτική του θητεία υπηρέτησε στο Πεζικό ως υγειονομικός και ειδικεύθηκε στην παθολογία στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Ξεκίνησε να κάνει το αγροτικό του στο Κέντρο Υγείας του Αστρους Κυνουρίας, αλλά πριν το ολοκληρώσει αναχώρησε για τις ΗΠΑ, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Εμεινε εκεί για επτά χρόνια, ξεκινώντας από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Albert Einstein» στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, όπου δίδαξε και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Temple.
Επιλέχθηκε ως μοναδικός υποψήφιος από ξένη χώρα στο πρόγραμμα εξειδίκευσης στην Παθολογα – Λοιμωξιολογία στο Beth Israel Deaconess Medical Center της Βοστώνης, που αποτελεί το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Εξειδικεύθηκε επί τέσσερα χρόνια με υποτροφία κλινικού ερευνητή. Ελαβε τον μεταπτυχιακό του τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και την ειδικότητα της Λοιμωξιολογίας από την Αμερικανική Επιτροπή Εσωτερικής Παθολογίας, μετά από εξετάσεις. Επέστρεψε το 2001 στην Ελλάδα, όπου μετά την ολοκλήρωση της αγροτικής του θητείας εργάστηκε ως λοιμωξιολόγος στο ΚΕΕΛΠΝΟ.
Το 2002 αναγορεύθηκε διδάκτορας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και στη συνέχεια ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής εξέλιξης ως τη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή. Επίσης εργάστηκε ως λοιμωξιολόγος στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2002 στο Σολτ Λέικ (ΗΠΑ), ενώ στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 ήταν ο υπεύθυνος γιατρός για το σύστημα Ολυμπιακής Συνδρομικής Επιτήρησης. Εχει δημοσιεύσει περισσότερα από 200 συγγράμματα, λαμβάνοντας 5.955 βιβλιογραφικές αναφορές. Παράλληλα είναι βαθιά θρησκευόμενος και στον ελεύθερο χρόνο του είναι ιεροψάλτης. Το 1995 παντρεύτηκε τη Μίνα Τσιόδρα και μαζί έχουν αποκτήσει επτά παιδιά.
«Δεν έχουμε ταυτότητα χωρίς τους ηλικιωμένους»
Η ψύχραιμη στάση του καθηγητή Τσιόδρα ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας έγινε αντικείμενο εξαιρετικά θετικών σχολίων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η εφημερίδα «New York Times» τον χαρακτήρισε έναν από τους «ήρωες της επιστήμης στα χρόνια του κορωνοϊού». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν έγινε αντικείμενο και αρνητικών σχολίων, ιδιαίτερα από μερίδα αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης που του άσκησαν έντονη κριτική για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της καραντίνας όταν εθεάθη να ψέλνει σε άδεια εκκλησία στην Αθήνα.
Μια από τις πλέον ανθρώπινες στιγμές του ήταν όταν κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής ενημέρωσης των πολιτών στις 21 Μαρτίου δάκρυσε όταν μίλησε για τους θανάτους των γιαγιάδων και των παππούδων, όπως είπε, ενώ υπογράμμιζε σε όλους τους τόνους ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη.
«Μου έγραψε κάποιος γνωστός μου, πολύ σοβαρός επιστήμονας, από τους παγκόσμια καταξιωμένους ανθρώπους, πως κάνουμε πολλή φασαρία για λίγους ηλικιωμένους και ανίκανους από τα χρόνια νοσήματα συμπολίτες μας… Η απάντηση είναι πως τιμούμε όλους, σεβόμαστε όλους, προστατεύουμε όλους, αλλά κατ’ εξοχήν αυτούς. Δεν μπορούμε να υπάρχουμε ούτε να έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς» είπε με εμφανή συγκίνηση δίνοντας το στίγμα του χαρακτήρα του.

