Μάριος Σουάμπ: «Η γυναίκα είναι σημαντικότερη από τα ρούχα»
Ο διεθνούς φήμης ελληνοαυστριακός σχεδιαστής που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του ZEUS+ΔIONE, μιλάει αποκλειστικά στο BHMAgazino για το νέο επαγγελματικό βήμα του και για τους ισχυρούς δεσμούς του με την Ελλάδα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ο Μάριος Σουάμπ εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μπροστά από ένα μεγάλο (αληθινό) παράθυρο. Υπάρχει η αμυδρή υποψία ότι υπάρχει κάποιο φυτό στον εξωτερικό χώρο, ίσως ένα γιασεμί, αλλά μάλλον πρόκειται για μια οπτική ψευδαίσθηση ή για μια ολίγον ρομαντική προσδοκία. Μπορείς άνετα να τον φανταστείς δίπλα σε «μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι» όπως έλεγε ο ποιητής, κι ας είναι Ελληνας μόνο κατά το ήμισυ. Η δουλειά του εξάλλου έχει αποδείξει ότι η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια αναφορά στο εκλεκτικό μείγμα του ιδιώματος που έγινε γνωστό ως Marios Schwab και σάρωσε τις πασαρέλες από την Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου το 2006, όταν έκανε και την πρώτη του εμφάνιση ως πολλά υποσχόμενος σχεδιαστής μόδας. Ο Σουάμπ απέδειξε ότι δεν αναδείχθηκε τυχαία ο «Καλύτερος Νέος Σχεδιαστής» των British Fashion Awards της ίδιας χρονιάς, και αρκετά σύντομα είδε όλες τις λαμπερές γυναίκες της μόδας και του θεάματος, από την Κέιτ Μος και την Τζέσικα Αλμπα έως την Κάιλι Μινόγκ και την Ντέμι Μουρ, να σπεύδουν να φορέσουν δημιουργίες του και μεγάλους οίκους μόδας, από τον Halston έως τον Martin Margiela, να τον εντάσσουν στο δυναμικό τους. Από το 2015 και μετά, ο Μάριος Σουάμπ αποτραβήχτηκε από τις πασαρέλες. Αρχισε να διδάσκει στο London College of Fashion του University of the Arts του Λονδίνου, να κάνει συμβουλευτική σε εταιρείες, ενώ ξεκίνησε και μια niche εταιρεία με μαγιό, την Οn Τhe Ιsland, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία «να βρίσκεσαι στο Λονδίνο και να νοσταλγείς τη θάλασσα, το θέμα που σε φέρνει πιο κοντά στον προορισμό σου» όπως θα πει. Αν και παλιός γνώριμος με τη Δήμητρα Κολοτούρα, τη μία εκ των ιδρυτριών του fashion & lifestyle brand ZEUS+ΔIONE (ως γνωστόν, η άλλη είναι η Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, η οποία ωστόσο δεν συμμετέχει πλέον στο σχήμα της εταιρείας), οι δυο τους «ξανασυστήθηκαν» χάρη στην παρέμβαση μιας κοινής φίλης, της Μαρίας Λαιμού, η οποία εκπροσωπεί αμφότερα τα brands μέσω του λονδρέζικου showroom RainbowWave. O 43χρονος Mάριος Σουάμπ ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση (creative direction) του brand, αποφασισμένος να συνεχίσει τη ζωή του και στο Λονδίνο. Δεδομένων των συνθηκών και στις δύο χώρες, από το προηγούμενο lockdown βρίσκεται στην Αθήνα, κοντά στην οικογένειά του, και έχει ήδη ετοιμάσει την πρώτη συλλογή της εταιρείας για τη σεζόν Ανοιξη/Καλοκαίρι 2021, αντλώντας έμπνευση από το 1821.
Πώς αποφασίσετε να συνεργαστείτε με την εταιρεία ZEUS+ΔIONE;
«Γιατί είναι ένα brand που επικεντρώνεται στην εκλεπτυσμένη κατασκευή, το λεγόμενο craftsmanship, και συνεργάζεται με έλληνες τεχνίτες που συνεχίζουν μια μακρά παράδοση. Εχει βοηθήσει να ανοίξουν και να αναπτυχθούν μονάδες στο Σουφλί του Εβρου. Αυτό που πάντα με γοητεύει στη δουλειά μου είναι το να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους που κάνουν μια συγκεκριμένη, περίπλοκη τεχνική και να μαθαίνω τα μυστικά τους. Κάτι τέτοιο δεν έχω ξαναδεί να συμβαίνει οργανωμένα στην Ελλάδα όσα χρόνια ερχόμουν ως επισκέπτης, μιας και έχω φύγει πολύ μικρός από τη χώρα. Θεωρώ πως το μεγαλύτερο τμήμα μιας ελληνικής κολεξιόν είναι σημαντικό να παράγεται στην Ελλάδα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει ποτέ 100%. Ας γίνεται το μέγιστο σε αυτήν και ας είναι εμπνευσμένο από αυτήν, με σεβασμό στο παρελθόν και στη φύση. Αυτή είναι η οπτική μου, η έμπνευση και ο τρόπος με τον οποίο θέλω να δημιουργήσω μέσα από τη ZEUS+ΔIONE».
Πώς σκοπεύετε να διαμορφώσετε την αισθητική προσέγγιση της εταιρείας;
«Σε κάθε συνεργασία πρέπει να συμβαδίζεις με τα βασικά στοιχεία της ιστορίας της εταιρείας. Αυτό που έκανα είναι μια αναθεώρηση στους κώδικες της εταιρείας. Σκέφτηκα ότι ένα ελληνικό brand το οποίο δείχνει τόσο σεβασμό στη δημιουργία της κατασκευής θα πρέπει να ανήκει στην κατηγορία ειδών πολυτελείας (luxury market). Ενα ωραίο κέντημα, για παράδειγμα, πρέπει να πληρωθεί όσο του αξίζει, επίσης σκέφτηκα ότι αυτό πρέπει να είναι ένα διαχρονικό κομμάτι, κάτι που συνυπάρχει με όλα τα δομικά στοιχεία του sustainability. Η πρώτη κολεξιόν που έχω σχεδιάσει είναι πολύ σημαντική για εμένα. Επικεντρώνεται σε στοιχεία που είναι σημαντικό να μην ξεχαστούν, στο να βρουν τα παραδοσιακά στοιχεία τη σύγχρονη εκδοχή τους στις μέρες μας. Ο λόγος ύπαρξης ενός ελληνικού luxury brand αυτή τη στιγμή είναι να διατυπώσει με έναν καινούργιο τρόπο τι αντιπροσωπεύει την Ελλάδα όχι μόνο σε ένα ελληνικό πλαίσιο αλλά και για το διεθνές κοινό, δίχως να προσφεύγει στο φολκλόρ ή στο boho chic. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που δέχθηκα τους τελευταίους μήνες ήταν από έναν λαογράφο, ο οποίος βλέποντας την πρώτη κολεξιόν κατάλαβε από πού έχω αντλήσει την έμπνευσή μου».
Θα έλεγε κάποιος ότι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο για έναν σχεδιαστή είναι ότι έχουν φορέσει ρούχα του γυναίκες όπως η Κέιτ Μος ή η Κρίστεν Στιούαρτ.
«Δεν μπορώ να πω ότι δεν με ενδιαφέρει να φοράει τα ρούχα μου μια γνωστή γυναίκα, ιδίως όταν τα αναδεικνύει όμορφα. Νομίζω όμως ότι πρέπει να υπάρχει ένα «βάθος» στον σχεδιασμό, να αφηγείσαι μια ωραία ιστορία για να θέλει μια γυναίκα να αγοράσει ένα ρούχο για να το κρατήσει».
Ποια είναι τελικά η γυναίκα στην οποία απευθύνεται η αισθητική προσέγγιση που ακολουθείτε με τη ZEUS+ΔIONE;
«Η Ελληνίδα είναι η πρώτη και σημαντικότερη. Ο τρόπος που σχεδιάζω σκοπεύει να συμπληρώσει με φυσικό τρόπο την προσωπικότητά της και τoν τρόπο που ζει. Σε σχέση με το χρώμα του δέρματος, τα μαλλιά, το ύφος της, τον τρόπο που διασκεδάζει ή κατεβαίνει τη Σταδίου, αλλά και με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν όταν φοράει τα ρούχα. Να είναι ρούχα που μπορείς να τα φοράς, να τα χαίρεσαι, να σε ομορφαίνουν, να έχουν ελληνικά στοιχεία για τα οποία να θέλεις να μάθεις περισσότερες πληροφορίες. Αρχισα να σκέφτομαι ποια είναι αυτή η γυναίκα ή ποιο είναι αυτό το κορίτσι, γιατί ήθελα να απευθυνθώ σε ηλικίες από 22-25 έως 60-70 ετών. Κατέληξα σε έναν συγκεκριμένο τύπο γυναίκας που θυμάμαι από πιο παλιά, στις συνομήλικές μου όταν έφυγα από την Ελλάδα το ’92. Ηταν κορίτσια που ένιωθαν αυτοπεποίθηση με τη φυσικότητά τους, δεν έβαφαν τόσο πολύ τα μαλλιά τους, είχαν πρότυπα κοπέλες που δεν αγωνιούσαν για την εικόνα τους, όπως η Γουαϊνόνα Ράιντερ. Δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη τα social media και τα «it girls» και ο κόσμος είχε περιθώριο να διαμορφώνει το δικό του στυλ μέσα από τα ρούχα που φορούσε».
Πόσο σχέση έχει αυτή η Ελληνίδα που αφήσατε πίσω με αυτή που βλέπετε τώρα στους δρόμους της Αθήνας;
«Είναι το ίδιο κορίτσι, το οποίο έχει προχωρήσει από τότε, όπως κι εγώ. Θα ήθελα να πιστεύω ότι είναι μια γυναίκα που αγοράζει με ηθική συνείδηση το ρούχο της, όπως και εγώ εντάσσω ηθικές παραμέτρους στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζω. Δηλαδή, κάθομαι και σκέφτομαι πώς θα εξαντλήσω το ύφασμα, τι τιμή θα έχει το ρούχο, πώς μπορούμε να το φτιάξουμε σε καλύτερη τιμή ώστε να μπορέσει να αγοραστεί από ένα μεγαλύτερο κοινό και με τρόπο που να συμβαδίζει με τη φιλοσοφία της εταιρείας: βιωσιμότητα, ηθική. Για εμένα ήταν σημαντικό να δημιουργηθεί μια κολεξιόν η οποία δεν θα έχει στεγανά. Το κυρίαρχο στοιχείο της να είναι ότι θα τη φορέσει η Ελληνίδα και παράλληλα θα είναι ανταγωνιστική με κάθε άλλο luxury brand στην Ευρώπη».
Γιατί πιστεύετε ότι έχει σημασία αυτή η προσέγγιση σήμερα, αυτή η σύγχρονη ερμηνεία της ελληνικότητας;
«Γιατί είναι η καλαίσθητη πλευρά της Ελλάδας. Γιατί, δυστυχώς, ενώ υπάρχει πολύς κόσμος που προσπαθεί και κάνει ωραία πράγματα, δεν έχουμε φθάσει ακόμα συλλογικά σε ένα σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε δημιουργήσει την καινούργια εικόνα της Ελλάδας».
Της Ελλάδας ή της ελληνικής μόδας;
«Αποφεύγω να αναφέρομαι στη μόδα συγκεκριμένα, είναι βέβαια το επάγγελμά μου και ο τρόπος σκέψης μου, όμως πέρα από αυτήν υπάρχει η αισθητική του ντιζάιν, του επίπλου, του κεραμικού, του κοσμήματος, της αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα διαθέτει πλέον μια δυνατή εικαστική τέχνη και ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και τραβάει τα βλέμματα από όλον τον κόσμο. Είναι ένα ωραίο στοίχημα που έχουμε βάλει εμείς οι νεότεροι να αναδείξουμε την Αθήνα πιο συνειδητά, με έναν καλλιτεχνικό τρόπο».
Αλήθεια, γιατί σταματήσατε να σχεδιάζετε για τη δική σας εταιρεία, τη Marios Schwab;
«Δεν θα έλεγα ότι το σταμάτησα, αλλά ότι έκανα μια παύση. Την εποχή που δούλευα για το δικό μου brand αλλά σχεδίαζα επίσης για τον γαλλικό οίκο Martin Margiela άρχισα να καταλαβαίνω ότι το να έχεις την προσωπική σου εταιρεία επιφέρει οικονομική και οργανωτική επιβάρυνση σε έναν σχεδιαστή του δικού μου μεγέθους. Επίσης, υπήρχε και το παγκόσμιο φαινόμενο της «παρακμής» της βιομηχανίας της μόδας, καθώς έπρεπε να επανεξεταστεί η βιωσιμότητα και η ηθική του τρόπου με τον οποίο εργαζόμαστε. Ηθελα λοιπόν να κάνω μια παύση από τη Marios Schwab σε μια εποχή που η εταιρεία μου ήταν ακόμα υγιής. Να μπορέσω να πληρώσω όλους τους ανθρώπους που δούλευαν για εμένα, να μην υπάρξει κανένα πρόβλημα που θα με επιβαρύνει, αλλά να δω και την αισθητική μου προσέγγιση υπό ένα άλλο πρίσμα. Για παράδειγμα, σχεδίαζα βραδινά φορέματα επί το πλείστον, events occasion wear, και αυτό το είδος ρουχισμού άρχισε να μην είναι απαραίτητο. Νομίζω ότι ήταν η σωστή στιγμή για αυτή την απόφαση. Ανοίχτηκαν άλλοι, πολύ ενδιαφέροντες ορίζοντες».
Ησασταν creative director της εταιρείας Halston, head designer του Maison Margiela την περίοδο 2014-15 και έχετε συνεργαστεί και τον οίκο Swarovski. Τι αποκομίσατε από κάθε συνεργασία;
«Ημουν νεότερος όταν πήγα στη Νέα Υόρκη και ασχολήθηκα με τον Halston, αλλά έμαθα πολλά σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούν εμπορικά οι Αμερικανοί. Σχετικά με τον οίκο Swarovksi, συνεργάστηκα επανειλημμένα με τη Νάντια Σβαρόφκσι στο κομμάτι του evening wear, κάτι που μου άρεσε πολύ γιατί έπρεπε κάθε φορά να συνεισφέρω με διαφορετικό τρόπο στη συνεργασία μας, δημιουργώντας κεντήματα που είχαν αναφορές σε εννοιολογικές ιδέες. Επίσης, είχε πολύ ενδιαφέρον και ο οίκος Margiela, ένας από τους πιο σημαντικούς του 20ού αιώνα και από τους πρώτους που συνέδεσαν την πολυτέλεια με τη βιωσιμότητα και την ανακύκλωση. O Μαρτζέλα μίλησε με το έργο του και όχι με την παρουσία του, κάτι που υπήρξε παράδειγμα στην πορεία της δουλειάς μου».
Θα τα είχατε καταφέρει όλα αυτά αν δεν είχατε βρεθεί στο Λονδίνο; Αν δεν απατώμαι, πήγατε το 2003 για να ολοκληρώσετε τις σπουδές σας στο Central Saint Martins αφότου φοιτήσατε στο Esmod Fashion School στο Βερολίνο.
«Το σημαντικό στην Αγγλία είναι ότι ένα ταλέντο μπορεί να αναδειχθεί ανεξάρτητα από την εθνικότητά του. Χρωστάω πολλά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το British Fashion Council και η βιομηχανία της μόδας στην Αγγλία, που έχουν ως προτεραιότητα να βοηθούν τους νέους σχεδιαστές».
Μετά από τέτοια καριέρα στο εξωτερικό διστάσατε να επιστρέψετε, έστω εν μέρει, στην Ελλάδα, όπου οι προθέσεις είναι πάντα αγαστές αλλά η υλοποίησή τους βρίσκει συχνά εμπόδια;
«Είναι διαφορετικό να δουλεύεις εδώ, αλλά αυτή η συνεργασία μού έχει αλλάξει τη γνώμη για όσα άκουγα σχετικά με το πώς δουλεύουμε στην Ελλάδα. Υπάρχει μια κοινή θέληση για να λειτουργήσουν όλα στην εντέλεια μέσα στην εταιρεία, από την κοπέλα που δουλεύει στο λογιστήριο έως εκείνη που θα δουλέψει το ρούχο αλλά και στους εξωτερικούς συνεργάτες. Ολοι πιστεύουμε πραγματικά σε αυτό που κάνουμε».
Υπάρχει κάποιος σχεδιαστής/σχεδιάστρια που αποτελεί πρότυπο για εσάς για τον τρόπο με τον οποίο κάνει μόδα στην εποχή μας;
«Η Στέλα Μακ Κάρτνεϊ. Πιστεύω ότι ο τρόπος σκέψης της είναι συνεπής και απευθύνεται διαχρονικά σε μια συγκεκριμένη γυναίκα που είναι συνειδητοποιημένη. Η εικόνα που έχει διαμορφώσει για την εταιρεία της είναι πραγματικά αξιοζήλευτη».
Ποιες πιστεύετε θα είναι οι επιπτώσεις από το σοκ που επέφερε η πανδημία στον χώρο της μόδας;
«Η πανδημία έχει εξαντλήσει πολλές μικρές εταιρείες, σχεδιαστές και σχεδιάστριες που έχουν κάνει πολύ ωραίες δουλειές και σωστές από ηθική άποψη. Είναι πολύ λυπηρό που κάποιοι θα αφανιστούν. Παράλληλα, νομίζω ότι πλέον η κάθε εταιρεία προσπαθεί να βελτιώσει την επικοινωνία με τον καταναλωτή και αναπτύσσει έναν πιο υπεύθυνο διάλογο μαζί του. Θέλω να ελπίζω όμως ότι η πανδημία δεν θα επισκιάσει κάτι που είναι άκρως πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή: τον διάλογο που έχει ξεκινήσει γύρω από την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα. Αυτά τα θέματα έχουν ταρακουνήσει πολύ περισσότερο τη βιομηχανία από ό,τι η πανδημία και για όλους τους σωστούς λόγους. Πρέπει να καταλάβουμε πώς παράγονται και από πού προέρχονται τα ρούχα».
Μιλάτε με πολλή αγάπη για την Ελλάδα και αποτελεί σημείο αναφοράς στη δουλειά σας. Πώς αποφασίσατε να φύγετε από τη χώρα στα 15 σας και να πάτε στην Αυστρία και να φοιτήσετε στο Annahof Schule στο Σάλτσμπουρκ;
«Ηθελα να σπουδάσω μόδα και επέλεξα την Αυστρία επειδή γνώριζα βέβαια τη γλώσσα ως μισός Αυστριακός, αλλά και επειδή πρόσφερε την ευκαιρία σε ένα παιδί με καλλιτεχνικές τάσεις να τελειώσει το σχολείο και να έχει μάθει κάποια πράγματα πολύ σημαντικά σε αρμονία με την ιδιοσυγκρασία του. Ηταν η σωστή απόφαση για εμένα, γιατί ήμουν ένα παιδί υπερκινητικό που αγαπούσε την τέχνη και που ήταν δύσκολο να το βάλεις κάτω να διαβάσει χημεία και μαθηματικά. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν λίγο «εκκεντρικός», δηλαδή εσωστρεφής, ήσυχος, και μου άρεσαν συγκεκριμένα πράγματα, όπως το να σχεδιάζω ή να δημιουργώ με τα χέρια μου, πράγμα που μπορεί να φαινόταν περίεργο για ένα αγόρι της ηλικίας μου. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα σχολείο για κορίτσια και ήμουν το μόνο αγόρι, το πρώτο που μπήκε στη συγκεκριμένη σχολή, η οποία ήταν πολύ παραδοσιακή και μάθαινε στις κοπέλες τη μοδιστρική και το κέντημα».
Γιατί εγκαταλείψατε όμως το παιδικό σας όνειρο να γίνετε χορευτής;
«Μου άρεσε πολύ το μπαλέτο. Οταν ήμουν περίπου 10 χρόνων με πήγε ο πατέρας μου σε μια σχολή χορού, ενώ είχε κάνει μια συμφωνία με τη δασκάλα για να μου πουν ότι μάλλον δεν θα ήμουν πολύ καλός. Ετσι έχασα την ευκαιρία να γίνω ο έλληνας Νουρέγεφ (γελάει). Ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα είχε τελικά πολύ ενδιαφέρον».
Πάντως, τα 15 είναι δύσκολη ηλικία για να βρεθεί κανείς μόνος του στο εξωτερικό.
«Ναι, έφυγα νωρίς, αλλά πήρα μαζί μου πολύ όμορφες εικόνες. Ηταν πολύ ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Ημασταν τυχεροί γιατί ο πατέρας μου ήταν λάτρης της Ελλάδας και πλέον είναι περισσότερο Ελληνας από ό,τι Αυστριακός. Επειτα, είχα έναν παππού που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά ήταν πολύ ανοιχτόμυαλος, τόσο ώστε να στείλει τις κόρες του που μεγάλωναν στην Εδεσσα τη δεκαετία του ’50 να σπουδάσουν στο Γκρατς. Εκεί γνωρίστηκαν και οι γονείς μου. Με άφηναν να κάνω τα περισσότερα πράγματα που ήθελα, γι’ αυτό και δεν με εμπόδισαν να ακολουθήσω την αγάπη μου για το πρακτικό κομμάτι της δημιουργίας, δεν θα πω τη μόδα, αλλά το πώς να φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου. Τα ρούχα ήταν για εμένα ένας προσβάσιμος τρόπος για να δημιουργώ κάτι ωραίο. Επλαθα και πλάθω ιστορίες και γύρω από αυτές τις ιστορίες αρχίζω και σχεδιάζω για τις γυναίκες. Γιατί η γυναίκα είναι πάντα σημαντικότερη από τα ρούχα. Κάπως έτσι, και με τη βοήθεια της μουσικής και του κινηματογράφου, βρισκόμουν σε επαφή με την Ελλάδα που νοσταλγούσα όσο βρισκόμουν στο εξωτερικό. Αγαπούσα τη ρεμπέτικη μουσική, τον Χατζιδάκι, την Καραΐνδρου, τους Stereo Nova, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Φέρρη και ζούσα με το όνειρο της Ελλάδας. Ημουν πάντα πολύ συναισθηματικός με αυτό το θέμα. Απλώς μου άρεσε πολύ ο τόπος που γεννήθηκα και ο τρόπος που συνδεόμαστε σαν λαός».

