Η γοητευτική «νεράιδα» του Θρακικού Πελάγους
Η ιστορία της νεαρής πόλης μας που δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τον σιδηρόδρομο και τελικά έγινε παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπων και πολιτισμών
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η σκιαγράφηση της ιστορίας μιας πόλης – εν προκειμένω της Αλεξανδρούπολης – δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σε αυτή την απαιτητική διαδικασία βρήκαμε «ενισχύσεις» στο πρόσωπο του Θεόδωρου Ορδουμποζάνη, πρώην προέδρου του ΔΣ του Γενικού Πανεπιστημιακού Περιφερειακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης και σήμερα διευθυντή και εκδότη της εφημερίδας «Πολίτης της Θράκης» και αρθρογράφου σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά.
Ο κ. Ορδουμποζάνης μας μίλησε για την ιστορία της πόλης μας, τις διαδρομές των κατοίκων της μέσα στους αιώνες και όλα όσα την κάνουν να ξεχωρίζει σήμερα. Μέσα από τη συνομιλία μας κάναμε ένα ταξίδι στον χρόνο με σημείο εκκίνησης τον μύθο. Ας το μοιραστούμε!
Το πέρασμα του Οδυσσέα
Στο νότιο τμήμα του Νομού Εβρου βρίσκεται η όμορφη πόλη μας, η Αλεξανδρούπολη, που βρέχεται από το Θρακικό Πέλαγος. Είναι μια από τις νεότερες πόλεις της Ελλάδας με μόλις 182 χρόνια ύπαρξης και 102 χρόνια από την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό. Στην περιοχή αυτή στην αρχαιότητα ζούσαν οι Κίκονες, ένα αρχαίο θρακικό φύλο, με τους οποίους συναντήθηκε ο Οδυσσέας κατά τη επιστροφή του από την Τροία. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Αλεξανδρούπολη βρισκόταν η αρχαία πόλη Σάλη.
Η ιστορία της πόλης μας είναι συνδεδεμένη με τον σιδηρόδρομο. Ολα ξεκίνησαν το 1870, όταν ο σουλτάνος αποφάσισε να συνδέσει τη σιδηροδρομική γραμμή Παρίσι – Κωνσταντινούπολη (το γνωστό «Οριάν Εξπρές») με το Θρακικό Πέλαγος, δηλαδή μια σιδηροδρομική γραμμή που θα ένωνε την Αδριανούπολη με τη θάλασσα. Για τον λόγο αυτόν, αφού απέρριψε το λιμάνι της Αίνου για πρακτικούς λόγους (ήταν ρηχό εξαιτίας των προσχώσεων του ποταμού Εβρου), επέλεξε έναν τόπο στη δυτική όχθη του ποταμού Εβρου, ο οποίος, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ήταν ένας μικρός οικισμός ψαράδων, ενώ σύμφωνα με άλλους ήταν έρημος και δασώδης.
Μικρή πόλη, μεγάλη αγκαλιά
Το όνομα του μικρού αυτού οικισμού ήταν Δεδέαγατς, δηλαδή το «δέντρο του παππού», γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, στη σκιά μιας μεγάλης βελανιδιάς ζούσε ένας ερημίτης, ή κατ’ άλλους από τη λέξη «δρυς», από ένα μεγάλο δέντρο που βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα το κτίριο της Νομαρχίας.
Με την έναρξη των εργασιών για τον σιδηρόδρομο κατέφθασαν στο Δεδέαγατς μηχανικοί, εργάτες, τεχνίτες, ναυτικοί και έμποροι από την Ευρώπη, από την ελεύθερη Ελλάδα και από την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ συσσωρεύονταν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και προωθούνταν σε άλλες αγορές. Ετσι, η μικρή πόλη έγινε μια μεγάλη αγκαλιά που δέχθηκε Ελληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, Βούλγαρους και Φραγκολεβαντίνους και η πόλη αποκτά έναν κοσμοπολίτικο όσο και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα.
Τότε στην πόλη δημιουργήθηκαν σχολεία, εκκλησίες (ορθόδοξες και καθολικές), συναγωγές, τζαμιά, ξενοδοχεία, τράπεζες και προξενεία, ανάμεσά τους και ελληνικό προξενείο όπου το 1905 διορίζεται ως υποπρόξενος ο Ιων Δραγούμης.
Διπλή αλλαγή ονόματος
Κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, το Δεδέαγατς κατελήφθη από ένα τάγμα μηχανικού του ρωσικού στρατού και μια ομάδα μηχανικών ανέλαβε και εκπόνησε το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της μικρής νέας πόλης. Το ρυμοτομικό αυτό σχέδιο αποτελεί ακόμη και σήμερα πρότυπο με φαρδιές οδούς οριζόντιες και κάθετες που οδηγούν στην παραλία.
Την 14η Μαΐου 1920, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι συμμαχικές δυνάμεις παραδίδουν την πόλη στον ελληνικό στρατό και ο στρατηγός Μαζαράκης-Αινιάν μπαίνει θριαμβευτικά στην πόλη και για πρώτη φορά ανεμίζει περήφανα η ελληνική σημαία σε κτίριο της παραλίας όπου στεγάζεται σήμερα το ταχυδρομείο. Τότε η πόλη άλλαξε όνομα και από το τουρκικό Δεδέαγατς ονομάστηκε Νεάπολη. Πολύ σύντομα, ωστόσο, άλλαξε και πάλι όνομα ύστερα από πρόταση του πρώτου δημάρχου της πόλης Εμμανουήλ Αλτιναλμάζη και ονομάστηκε Αλεξανδρούπολη προς τιμήν του βασιλιά Αλέξανδρου. Ο νεαρός αυτός βασιλιάς (ο οποίος αργότερα πέθανε από δάγκωμα μαϊμούς) επισκέφθηκε την πόλη διερχόμενος για την Αδριανούπολη όπου είχε εγκατασταθεί η ελληνική διοίκηση της Θράκης.
Πρόσφυγες και
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Λίγα χρόνια αργότερα, η πόλη αλλάζει φυσιογνωμία αφού ανοίγει και πάλι την αγκαλιά της να δεχθεί χιλιάδες πρόσφυγες που εγκαταλείπουν κυνηγημένοι τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο και την Καππαδοκία μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Εγκαταστάθηκαν οργανωμένα ανά καταγωγή σε περιοχές γύρω από τον πυρήνα της πόλης όπου δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες. Ετσι τώρα συνυπάρχουν διαφορετικές κουλτούρες, ήθη και έθιμα και αυτό το κράμα κάνει την πόλη ακόμη πιο γοητευτική και δίνει ώθηση στην παραγωγή και στην αγορά της περιοχής. Ιδρύονται μικρές βιοτεχνίες, μύλοι, εμπορικά καταστήματα και ποτοποιίες. Ο Μαλαματίνας με την πασίγνωστη ρετσίνα του μετέφερε την ποτοποιία του από την Ανατολική Θράκη στην Αλεξανδρούπολη. Το 1940 ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Αλεξανδρούπολη ακολουθεί τη μοίρα της υπόλοιπης Ελλάδας. Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την πόλη και αμέσως μετά την παραδίδουν στους Βούλγαρους. Ακολουθεί ο εμφύλιος πόλεμος.
Με το τέλος των πολέμων αρχίζει στην Αλεξανδρούπολη η ανοικοδόμηση της πόλης και εγκαινιάζονται μεγάλα έργα, όπως η αποχέτευση. Συγχρόνως γίνονται και έργα ανάπλασης όπως αυτό στην παραλιακή ζώνη της πόλης. Το 1948 χτίζεται το εμβληματικό τοιχίο κάτω από τον Φάρο και αργότερα γκρεμίζονται τα κτίρια γύρω του που χρησίμευαν για κατοικίες των φαροφυλάκων.
Ευημερία και πολιτισμός
Αρχίζει μια περίοδος, που φθάνει μέχρι τις μέρες μας, που η πόλη μας ευημερεί. Χτισμένη σε νευραλγικό σημείο, καλείται να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση των λαών Ανατολής και Δύσης. Με τις υπέροχες ακτές της και τα αξιοθέατά της προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες όχι μόνο από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από τις γειτονικές μας χώρες. Αποπνέει μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα και οι καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνονται, όπως η Γιορτή Κρασιού, γίνονται πόλοι έλξης. Η επίσκεψη στο Δέλτα του Εβρου και στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου προσφέρει στον επισκέπτη αξέχαστες εμπειρίες απαράμιλλης ομορφιάς. Η Ιερά Μονή της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας στις Φέρες, τα Ρωμαϊκά Λουτρά της Τραϊανούπολης, η Αρχαία Εγνατία Οδός και ο αρχαιολογικός χώρος της Ζώνης είναι μερικά μόνο από τα ενδιαφέροντα αξιοθέατα της περιοχής που ταξιδεύουν τον επισκέπτη σε μια άλλη εποχή. Η τοπική κουζίνα είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες στην Ελλάδα, καθώς έχει ενσωματώσει συνταγές, μυστικά και υλικά από τις γαστρονομικές παραδόσεις όλων των λαών που συνυπάρχουν εδώ όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και από τη φημισμένη θρακιώτικη κουζίνα.
Η ωραία «νεράιδα» της Θράκης σας περιμένει λοιπόν για να σας κλείσει στην αγκαλιά της ακούγοντας τον Ορφέα να παίζει τη λύρα του και θαυμάζοντας την Ευρυδίκη να χορεύει τριγύρω.
Σήμα κατατεθέν της πόληςκαι στολίδι του λιμανιού
Οταν στη δεκαετία του 1870 άρχισε να δημιουργείται ένας λιμενίσκος στον ίδιο χώρο που είναι το σημερινό λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, φάνηκε η ανάγκη εγκατάστασης κι ενός φάρου που θα διευκόλυνε τους ντόπιους ναυτικούς αλλά και τους ναυτιλλoμένους από και προς τον Ελλήσποντο. Ετσι, δυτικά του λιμανιού, κτίστηκε ένας κυλινδρικός πύργος με φαρδιά βάση, από αρμολογημένη πέτρα, στην κορυφή του οποίου τοποθετήθηκε φάρος, δηλαδή πυρσός, που χρησιμεύει στην ακτοπλοΐα και στην πελαγοδρομία. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για το χτίσιμο δεν είναι γνωστό. Εγκαινιάστηκε και τέθηκε σε λειτουργία για πρώτη φορά την 1η Ιουνίου 1880.
Ο αρχικός μηχανισμός του, ένα καλλιτεχνικό σύνολο χυτού μετάλλου και κρυστάλλων, είχε κατασκευαστεί στο Παρίσι το 1880 από τους Barbier & Fenestre. Σήμερα ο μηχανισμός αυτός βρίσκεται καλοδιατηρημένος στο Ναυτικό Μουσείο στον Πειραιά, αποτελώντας ένα από τα εντυπωσιακά εκθέματά του.
Στην αρχή λειτουργούσε με ασετιλίνη. Αργότερα λειτουργούσε με πετρέλαιο, με τη μέθοδο της πυράκτωσης. Από το 1974 λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα αλλά διαθέτει και εφεδρικές φιάλες με ασετιλίνη για την περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος.
Επισκευές και μετασκευές στο κτίριο του φάρου έγιναν το 1946 και το 1955. Το 2002 αντικαταστάθηκε ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός του με νέας τεχνολογίας. Στην κορυφή του κτίσματος βρίσκεται ο θάλαμος του φανού. Γύρω από τον φανό περιστρέφεται ένας κοίλος καθρέφτης που στέλνει φως στα τοποθετημένα γύρω του πρίσματα. Η κίνηση του καθρέφτη πριν χρησιμοποιηθεί το ηλεκτρικό ρεύμα απαιτούσε μια διαδικασία με αντίβαρα και τροχαλίες που φρόντιζε ο φαροφύλακας. Για να φτάσει κανείς στην κορυφή του πρέπει να περάσει τα 98 σκαλοπάτια του με τα έξι μεγάλα πλατύσκαλα. Δίπλα από κάθε πλατύσκαλο υπάρχει στενόμακρο παραθυράκι, προς τη νότια μεριά του, για να φωτίζεται το εσωτερικό του.
Το κτίριο του φάρου έχει ύψος 18 μέτρα από το έδαφος και 27 μέτρα (εστιακό ύψος) από τη μέση στάθμη θαλάσσης. Χαρακτηριστικό του φάρου είναι τρεις λευκές αναλαμπές του κάθε 15 δευτερόλεπτα. Με ιδανικές καιρικές συνθήκες είναι ορατός από απόσταση 24 ναυτικών μιλίων (περίπου 44 χλμ.). Λειτουργεί υπό την επιτήρηση προσωπικού της Υπηρεσίας Φάρων και είναι ένας από τους λίγους επιτηρούμενους φάρους που υπάρχουν σήμερα. Είναι το ναυτικό σύμβολο της Αλεξανδρούπολης.
Στο πλαίσιο του εορτασμού της Ναυτικής Εβδομάδας 1994 από τον Σύλλογο Αρχαιοφίλων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ν. Εβρου τοποθετήθηκε στην είσοδό του μαρμάρινη πλάκα με το ιστορικό του. Ο φάρος της Αλεξανδρούπολης σήμερα χαρακτηρίζεται και επίσημα μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το κτίριο του φάρου είναι το μοναδικό (μαζί με τον Γαλλικό Σταθμό) που δεν βομβαρδίστηκε τον Οκτώβριο του 1915 από την «Αντάντ».

