Εχουν περάσει ακριβώς 40 χρόνια από τη χρονιά που η μορφή και το όνομα της Μέριλ Στριπ άρχισαν να αποκτούν δυναμική. Το 1979 ήταν η χρονιά προβολής του «Κράμερ εναντίον Κράμερ» (για την οποία ταινία το 1980 η Στριπ θα κέρδιζε το πρώτο της Οσκαρ) αλλά και η χρονιά που η σημαντικότερη ίσως αμερικανίδα ηθοποιός της εποχής μας διεκδικούσε το πρώτο της Οσκαρ – β’ ρόλου, για τον «Ελαφοκυνηγό». Ηταν επίσης η χρονιά του «Μανχάταν», της μοναδικής συνεργασίας της με τον Γούντι Αλεν, όπου υποδύθηκε τη λεσβία πρώην γυναίκα του, μια άκρως αντιπαθητική ηρωίδα.

Η Στριπ, η οποία στις 22 Ιουνίου 2019 κλείνει τα 70, δεν ήταν δα και κανένα κοριτσάκι όταν τα έκανε όλα αυτά. Ηταν ήδη 30 χρόνων. Η θεατρική πορεία της όμως είχε αναδείξει προ πολλού το ταλέντο της και έτσι το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια καλή ευκαιρία στο σινεμά. Τη βρήκε και κατάφερε να γίνει παγκόσμιο φαινόμενο, η απόλυτη εγγύηση για την ποιότητα μιας ταινίας, αλλά συγχρόνως μια ηθοποιός σπάνιας ευγένειας και επαγγελματικού ήθους, σεβάσμια.

Δεν υπήρξε ποτέ εκθαμβωτικά όμορφη, ούτε διέθετε ιδιαίτερο σεξαπίλ. Μπορούσε όμως να παίξει οτιδήποτε (ακόμα και μια σέξι γυναίκα, όπως έκανε στις «Γέφυρες του Μάντισον»), μπορούσε να κλάψει οποτεδήποτε και μπορούσε να προκαλέσει ένα σιντριβάνι συναισθημάτων στον θεατή, σχεδόν αβίαστα. Μπορούσε και εξακολουθεί να μπορεί.

Κατέχει το ρεκόρ υποψηφιοτήτων ηθοποιού στα Οσκαρ (21) και τρία βραβεία: το β’ ρόλου για το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» και το α’ ρόλου για την «Εκλογή της Σόφι» και τη «Σιδηρά κυρία». Παραμένει δραστήρια, είτε παίζοντας για το κέφι της (στο «Η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει» π.χ., που προβάλλεται στα σινεμά αυτή την περίοδο), είτε σε μία από τις προσεχείς ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, με τον οποίο συνεργάζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο.

Ο Ρίτσαρντ Γκιρ κλείνει επίσης τα 70 εφέτος (στις 31 Αυγούστου) και σε αντίθεση με τη Στριπ δεν έχει υπάρξει ποτέ υποψήφιος για Οσκαρ. Εχει πει ότι οι θρησκευτικές ενασχολήσεις του με το Θιβέτ είναι σημαντικότερες από τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και είναι πιθανόν η ακέραιη αυτή στάση του να έχει παίξει ρόλο σε ό,τι αφορά τις διακρίσεις και τα βραβεία.

Παιδί των seventies κι αυτός, έγινε απότομα σουπερστάρ παίζοντας στο «Επάγγελμα ζιγκολό», αλλά στην πορεία η καριέρα του κάπου σκάλωσε παρά τις ενδιαφέρουσες επιλογές του· από το «Χωρίς ανάσα» του Τζιμ Μακ Μπράιντ (ριμέικ του «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ») μέχρι το «Κότον Κλαμπ» του Φράνσις Κόπολα και τις «Βρώμικες υποθέσεις» του Μάικ Φίγκις, όπου βρίσκουμε τον Γκιρ στην καλύτερη κινηματογραφική ερμηνεία του.

Δεν σταμάτησε ποτέ να είναι συμπαθής στον κόσμο και με το «Pretty woman», δίπλα στην Τζούλια Ρόμπερτς, η καριέρα του αναζωογονήθηκε. Εργάζεται με συνέπεια, δεν τον ενδιαφέρουν τα πολλά (έχει μόλις 59 τίτλους στη εργογραφία του) και παραμένει συνεπής στα βουδιστικά του «καθήκοντα».

1969 Τζένιφερ Λόπεζ, Κέιτ Μπλάνσετ, Ρενέ Ζελβέγκερ, Τζένιφερ Ανιστον

 

Η «κρίση» των πενήντα

Αν υπήρχε Οσκαρ γυναικείων οπισθίων, η Τζένιφερ Λόπεζ θα το κέρδιζε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Υπήρξε μια εποχή που μέχρι και η ίδια έκανε πλάκα για το διασημότερο μέρος του σώματός της. Βέβαια, οι ερμηνευτικές ικανότητες της γεννημένης στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης λατίνας σουπερστάρ ήταν πάντα συζητήσιμες και σίγουρα αν δεν υπήρχαν οι αισθηματικές κομεντί όπως η «Καμαριέρα» και η «Κακιά πεθερά» το κοινό δεν θα τη θυμόταν από τις δραματικές ερμηνείες της.

Aψογη επαγγελματίας, που έχει ταυτοχρόνως μάθει να χειρίζεται με ευχέρεια τον εαυτό της, κάκιστη στα προσωπικά της, που έχουν απασχολήσει πολύ τα ταμπλόιντ. Εχουμε καιρό να τη δούμε στην οθόνη και αυτό θα γίνει με το «Second act» που προβάλλεται από τις 5 Ιανουαρίου. Μια κομεντί βέβαια, τι άλλο.

Στο αντίθετο άκρο, η Αυστραλέζα Κέιτ Μπλάνσετ αν παίξει ποτέ σε κομεντί (όπως το «Osean’s 8» που είδαμε εφέτος) το κάνει για το κέφι της. Οταν το περιοδικό «Τime» τη συμπεριέλαβε στη λίστα των 100 ανθρώπων που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη, η Μπλάνσετ ήταν μόλις 38 και ο βασικός λόγος της ένταξής της στη λίστα ήταν η αναγνωρισιμότητά της από τη δουλειά της στον κινηματογράφο και στο θέατρο.

Ηθοποιός τεράστιας υποκριτικής γκάμας και όχι απαστράπτουσας ομορφιάς, η Μπλάνσετ είναι κάτοχος δύο Οσκαρ (α’ ρόλου – «Θλιμμένη Τζασμίν», β’ ρόλου – «The Aviator»), έχει στο ενεργητικό της εμβληματικούς ρόλους, όπως της Βασίλισσας Ελισάβετ σε δύο ταινίες, έχει υπάρξει καλλιτεχνική διευθύντρια της Εταιρείας Θεάτρου του Σίδνεϊ και έχει ζήσει μεγάλες στιγμές διασημότητας ως Νεράιδα στις ταινίες του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» και του «Χόμπιτ».

Είναι χορτασμένη και έχει πολλά ακόμη να δώσει.

Κάτι που δεν είμαι βέβαιος ότι ισχύει στην περίπτωση της Ρενέ Ζελβέγκερ, η οποία δεν δείχνει να μεγαλώνει και τόσο γοητευτικά και σίγουρα δεν είχε την πορεία που θα περίμενε κανείς μετά το Οσκαρ που κέρδισε για την «Επιστροφή στο Cold Mountain». Για την ακρίβεια, η μόνη εικόνα της που τελικά θυμάσαι είναι της τροφαντής ξανθούλας των «Ημερολογίων της Μπρίτζετ Τζόουνς».

Επιφυλάσσομαι ωστόσο για το 2019, διότι αυτή θα είναι η χρονιά της «Judy», της ταινίας του Ρούπερτ Γκολντ όπου η Ζελβέγκερ υποδύεται τη θρυλική ηθοποιό και τραγουδίστρια Τζούντι Γκάρλαντ, μία από τις πιο καταραμένες φιγούρες στην ιστορία της αμερικανικής σόουμπιζ.

Από τη δική της πλευρά, η ελληνικής καταγωγής Τζένιφερ Ανιστον δεν φαίνεται να έχει καταφέρει κάτι που να πιάσει τη δημοτικότητα της σειράς «Τα φιλαράκια» που έκλεισαν τον κύκλο τους πριν από 14 χρόνια, ύστερα από μία δεκαετία τηλεοπτικού μεγαλείου για την πρωταγωνίστριά τους. Ο χωρισμός της από τον Μπραντ Πιτ το 2005, ύστερα από πέντε χρόνια γάμου, υπήρξε πλήγμα στη ζωή και ίσως στην καριέρα της, αν και η Ανιστον εργάζεται, χωρίς όμως να έχει να παρουσιάσει κάτι το ξεχωριστό. Με την εξαίρεση ίσως της «μαύρης» κωμωδίας «Αφεντικά για σκότωμα» (2011), που υπήρξε τεράστια επιτυχία (και είχε μία συνέχεια), και του δράματος «Cake», που την οδήγησε στις Χρυσές Σφαίρες, όχι όμως και στα Οσκαρ.