Η γέφυρατουλευκούμε τομαύρο
O θάνατος του ηθοποιού και σκηνοθέτη, σε ηλικία 95 ετών, αποτελεί τεράστιο γεγονός όχι μόνο στον χώρο της 7ης Τέχνης αλλά και στις βάσεις ολόκληρης της αμερικανικής κοινωνίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Με όλη τη σημασία της λέξης, ο Σίντνεϊ Πουατιέ, ο οποίος πέθανε την προπερασμένη Παρασκευή στο Λος Αντζελες, υπήρξε και παραμένει ένα σύμβολο για την αφροαμερικανική κοινότητα. Mε το Οσκαρ καλύτερου Α’ ανδρικού ρόλου που το 1963 κέρδισε για την ταινία «Κάτω από το βλέμμα του Θεού» («Lillies of the Field»), ο Πουατιέ κατάφερε να ανοίξει δρόμους. Η μοναδική φορά έως τότε που μαύρος ηθοποιός είχε κερδίσει Οσκαρ ήταν το 1940, όταν η Χάτι Μακ Ντάνιελ παρέλαβε το Β’ γυναικείου ρόλου για το «Οσα παίρνει ο άνεμος». Συνεπώς, ο Πουατιέ είναι ο άνθρωπος στον οποίο οφείλουν πολλά δεκάδες άλλοι μεταγενέστεροί του μαύροι ηθοποιοί και καλλιτέχνες, από την Νταϊάνα Ρος μέχρι τον Εντι Μέρφι, από την Αντζελα Μπάσετ, τον Γουίλ Σμιθ και τον Ντενζέλ Ουάσιγκτον, μέχρι τον Τζέιμι Φοξ, τη Βαϊόλα Ντέιβις και τον Τσάντγουικ Μπόουσμαν, ο οποίος ίσως θα ήταν ο Σίντνεϊ Πουατιέ της εποχής μας αν δεν είχε χάσει πρόωρα τη ζωή του το 2020 από καρκίνο, σε ηλικία μόλις 43 ετών.
Σύμβολο στα sixties
Σε εποχές αδιανόητα δύσκολες για τους μαύρους των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Σίντνεϊ Πουατιέ κατάφερε να σπάσει το φράγμα που χώριζε το λευκό από το μαύρο. Ή, καλύτερα, να γίνει η «γέφυρα» που ένωσε το λευκό και το μαύρο. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η Κου Κλουξ Κλαν έκαιγε και λιντσάριζε ακόμη μαύρους, ενώ μαύροι ηγέτες όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονούνταν.
Το μίσος των λευκών απέναντι στους μαύρους ήταν ακόμη απύθμενο, αρκεί να θυμηθούμε θηριωδίες όπως αυτή στο Σεντ Ογκοστίν της Φλόριδας το 1964: όταν μια ομάδα λευκών και αφροαμερικανών ακτιβιστών μπήκε στην πισίνα ενός ξενοδοχείου, ο διευθυντής του έριξε οξύ σε αυτήν. Και να που τότε, εκείνη τη σκληρή εποχή, η κάμερα μιας ταινίας μυθοπλασίας τόλμησε δείξει έναν νεαρό μαύρο αστυνομικό να χαστουκίζει έναν λευκό προύχοντα στην καρδιά του αμερικανικού Νότου, ανταποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο το χαστούκι που είχε δεχθεί ο ίδιος από τον λευκό. Ο μαύρος αυτός ήταν ο αστυνομικός Βίρτζιλ Τιμπς, η ταινία η «Ιστορία ενός εγκλήματος» («In the Heat of the Night») και ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον ήρωα, ο Σίντνεϊ Πουατιέ.
Οσο για τη χρονιά, ήταν το 1967, κομβική στην καριέρα του Πουατιέ, καθώς και οι τρεις ταινίες του που παρουσιάστηκαν τότε ήταν γροθιά στο στομάχι των ρατσιστών και παραμένουν οι κορυφαίες της καριέρας του. Στο «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ» («Guess Who’s Coming to Dinner») ήταν ο αρραβωνιαστικός της κατάλευκης Κάθριν Χόουτον ο οποίος θα πρέπει να συναντήσει τα μελλοντικά πεθερικά του, την Κάθριν Χέπμπορν και τον Σπένσερ Τρέισι. Και στο «Στον Κύριό μας με αγάπη» («To Sir With Love») ο Πουατιέ υποδύθηκε τον καθηγητή που αναλαμβάνει την εκπαίδευση μιας δύσκολης τάξης με λευκά παιδιά στο Λονδίνο.
Ο Πουατιέ, ο οποίος γεννήθηκε στο Μαϊάμι της Φλόριδας αλλά μεγάλωσε στις Μπαχάμες από τις οποίες κατάγονταν οι γονείς του, είχε δύσκολη παιδική ηλικία λόγω της φτώχειας.
Στα 15 του, ο ταξιτζής πατέρας του τον έστειλε στο Μαϊάμι για να ζήσει με τον αδελφό του και σπουδάζοντας να ξεκινήσει από εκεί τη σταδιοδρομία του. Εκεί και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Πουατιέ έζησε στο πετσί του τη ρατσιστική αντιμετώπιση των λευκών Αμερικανών, κάτι που του προκάλεσε σοκ, αφού στις Μπαχάμες περιβαλλόταν μόνο από μαύρους.
Το πέρασμα της «Λυσιστράτης»
Στα 18 του πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου για να επιβιώσει έκανε κάθε δουλειά που μπορούσε, βρίσκοντας συχνά κατάλυμα για ύπνο σε τουαλέτες σταθμών λεωφορείων. Η πρώτη οντισιόν του στο American Negro Theatre ήταν τόσο απογοητευτική που ώθησε τον Πουατιέ σε ένα εξάμηνο εντατικών μαθημάτων για να καλυτερεύσει τόσο την αγγλική γλώσσα όσο και την υποκριτική του. Η δεύτερη προσπάθειά του στον ίδιο θίασο απέφερε καρπούς και έγινε μέλος του μέχρι τη στιγμή που κάποιος ατζέντης τον παρατήρησε σε πρόβες και τον επέλεξε για μια παράσταση της «Λυσιστράτης» στο Μπρόντγουεϊ. Σύντομα ο Πουατιέ κατάφερε να καταξιωθεί στον καλλιτεχνικό χώρο μοιράζοντας τις δραστηριότητές του ανάμεσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, με πρώτη εμφάνιση στο φιλμ νουάρ του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς «Αδιέξοδο» (1950), δίπλα στον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ. Εκεί ο Πουατιέ κρατά τον ρόλο ενός νεαρού γιατρού που υπό την απειλή όπλου φροντίζει έναν λευκό, ρατσιστή γκάνγκστερ.
Ηταν φυσικό στις αρχές της καριέρας του ο Πουατιέ να τυποποιηθεί παίζοντας ρόλους ανθρώπων που εξαιτίας του χρώματός τους ζούσαν κάθε μορφής καταπίεση. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ρόλους είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον και από τις ταινίες της πρώτης περιόδου του ξεχωρίζουν η κλασική πλέον «Ζούγκλα του μαυροπίνακα» («The Blackboard Jungle», 1955), όπου υποδύεται έναν μαύρο μαθητή σε κακόφημο σχολείο λευκών της Νέας Υόρκης, και το γκανγκστερικό φιλμ του Μάρτιν Ριτ «Εσπασα τα δεσμά μου», στο οποίο ο ήρωάς του γίνεται φίλος με έναν λευκό τυχοδιώκτη (Τζον Κασσαβέτης) προκειμένου να ξεφύγει από την καταπίεση του ρατσιστή αφεντικού του.
Σπάζοντας τις αλυσίδες…
Οπότε φτάνουμε στο 1958 και στην ταινία του Στάνλεϊ Κρέιμερ «Οταν σπάσαμε τις αλυσίδες» («The Defiant Ones»). Αλυσοδεμένοι, δύο δραπέτες, ένας μαύρος, ο Πουατιέ, και ένας λευκός, ο Τόνι Κέρτις, θα πρέπει να βάλουν στην άκρη τα προσωπικά τους μίση και να συνεργαστούν για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους σε μια εφιαλτική, σχεδόν δυστοπική αμερικανική επαρχία. Η ταινία θα φέρει τους δύο πρωταγωνιστές της στις υποψηφιότητες των Οσκαρ και αυτή θα είναι η πρώτη φορά που άνδρας μαύρος ηθοποιός προτάσσεται για αυτό το βραβείο.
Mετά τη δεκαετία του 1960 ο Πουατιέ στράφηκε και στη σκηνοθεσία. Γύρισε εννέα μεγάλου μήκους ταινίες, ενασχολούμενος με όλα τα είδη και με το βλέμμα του στραμμένο κυρίως προς την κωμωδία. Μάλιστα οι κωμωδίες του «Τώρα δεν μας σταματάει τίποτε» και «Στη φωλιά της τρέλας» με πρωταγωνιστή τον Τζιν Γουάιλντερ υπήρξαν τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Στη δεκαετία του 1990 ο Πουατιέ υπήρξε πολύ φειδωλός ως ηθοποιός στον κινηματογράφο. Τελευταία ταινία του στο σινεμά ήταν το «Τσακάλι» δίπλα στους Ρίτσαρντ Γκιρ και Μπρους Γουίλις. Το 2001 στο «The Last Brickmaker in America» έκανε την τελευταία του εμφάνιση σε οπτικοακουστικό μέσο, την τηλεόραση.

