«Η βαθιά φύση ενός κατασκόπου είναι να εξαπατά και να χειραγωγεί, να λέει ψέματα και να πεθαίνει». Η αποφθεγματική φράση που συνοψίζει το επάγγελμα του πράκτορα ανήκει στον χαρακτήρα-κλειδί του μυθιστορήματος Mad Dogs (εκδ. Πόλις) του 73χρονου Τζέιμς Γκρέιντι και εκφέρεται ακριβώς πριν από την τελική αναμέτρηση της ξέφρενης υπόθεσής του. «Πέντε μανιακοί στην καρδιά της πραγματικότητας», όπως τη διατυπώνει επιγραμματικά o Ράσελ, η ιστορία έχει ως αφετηρία ένα ψυχιατρικό κατάστημα για μέλη της CIA τα οποία εμφανίζουν σοβαρό μετατραυματικό σύνδρομο έπειτα από αποστολές. Οταν ο ψυχίατρός τους δολοφονείται αναπάντεχα, ο Βικ, ο Ράσελ, ο Ερικ, ο Ζέιν και η Χέιλι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόνος είναι έργο αποστατών εντός της υπηρεσίας προκειμένου να ενοχοποιηθούν οι ίδιοι και να καλυφθεί η συνωμοσία που έχει εξυφανθεί. Παρανοϊκή ιδέα ανθρώπων που έχουν υποστεί στο παρελθόν σκληρά σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια επιτελώντας το καθήκον τους ή πραγματική πλεκτάνη; Ο βετεράνος Τζέιμς Γκρέιντι, συγγραφέας των Εξι ημερών του Κόνδορα, γνωστών από την κινηματογραφική εκδοχή τους ως «Τρεις μέρες του Κόνδορα» το 1975 σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πουατιέ με Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Φέι Ντάναγουει στους κύριους ρόλους, οδηγεί την πενταμελή ομάδα των «ελαττωματικών» πρακτόρων σε ένα κλασικό κυνήγι κατασκόπων με μεταμφιέσεις, αποκαλύψεις, διαρρήξεις, προδοσίες, εκτελέσεις, μοιραίες γυναίκες και θεαματικούς τίτλους τέλους. Γραμμένο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το μυθιστόρημα αποτελεί παράλληλα δείγμα των δημιουργικών αναζητήσεων ενός είδους στη μεταψυχροπολεμική εποχή όπου το ιδεολογικό επίχρισμα των μυστικών υπηρεσιών έχει ξεφτίσει και ο παράγων άνθρωπος υποκαθίσταται σταδιακά από την τεχνολογία.