«Η φωνή μου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω»
H 36χρονη σταρ της όπερας μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα» για το ταξίδι της ζωής της που την οδήγησε από μια μικρή πόλη της Νότιας Αφρικής στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Μου είπαν: «Για ποια όπερα θα μπορούσαν να σε προσλάβουν; Ισως για το «Πόργκι και Μπες». ΄Η καλύτερα για την «Αΐντα», όπου δεν θα χρειάζεσαι και μέικ απ. Δεν μπορώ να σε φανταστώ ως Ιουλιέτα ή Βιολέτα». Πρόκειται για ανάρτηση που έκανε στο Διαδίκτυο η Πρίτι Γέντε πριν από μερικές εβδομάδες και ενώ ερμήνευε στην Κρατική Οπερα της Βιέννης τη Βιολέτα Βαλερί από την «Τραβιάτα» του Βέρντι. Η διάσημη σοπράνο από τη Νότια Αφρική πρόκειται να επαναλάβει τον ρόλο, όπως προσφάτως ανακοινώθηκε, και στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου κατά την περίοδο 2021/22. Αυτές οι εμφανίσεις, η διεθνής καριέρα που κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια η 36χρονη τραγουδίστρια, αποτελούν την καλύτερη απάντηση σε εκείνον, όποιος και αν ήταν, που έβλεπε με δυσπιστία και άρνηση την παρουσία της στη σκηνή. Την ίδια στιγμή, σχόλια σαν τα δικά του επιβεβαιώνουν ότι ο ρατσισμός και οι φυλετικές διακρίσεις δεν ανήκουν στο παρελθόν αλλά εξακολουθούν να σκιάζουν και σήμερα την κοινωνία.
Από το 1955 που η κοντράλντο Μάριαν Αντερσον έγινε η πρώτη μαύρη τραγουδίστρια που εμφανίστηκε στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή δικαίωσης, δημιουργίας και ελπίδας για τους λυρικούς τραγουδιστές που είχαν τις ρίζες τους στην Αφρική, δεκάδες μαύροι καλλιτέχνες έχουν λάμψει στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει πως η πορεία τους προς την κορυφή ήταν ελεύθερη και ανεμπόδιστη. Πως δεν χρειάστηκε ενίοτε να κοπιάσουν περισσότερο σε σχέση με τους συναδέλφους τους της λευκής φυλής προκειμένου να πείσουν για την αξία τους. Πως δεν αντιμετώπισαν και εκείνοι συμπεριφορές προσβλητικές και απαξιωτικές, όπως οι πρόγονοί τους. Μόνο που τους παλαιότερους ο ρατσισμός τούς καθήλωσε, αποστερώντας τους πλήρως την ευκαιρία να δημιουργήσουν, να καλλιεργήσουν και να ξεδιπλώσουν τα χαρίσματά τους. Ενώ σήμερα οι απόγονοί τους, άνθρωποι με δυναμική και φιλοδοξίες, ορθώνουν ανάστημα και διεκδικούν το αυτονόητο: μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, αξιοκρατική και δίκαιη, όπου προϋπόθεση για την επιτυχία είναι το ταλέντο και η δουλειά. Ετσι, με το ταλέντο της και με καθημερινή σκληρή δουλειά ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλοπάτια της επιτυχίας η Πρίτι Γέντε, για να λάμπει σήμερα στη σκηνή της Κρατικής Οπερας της Βιέννης, της Οπερας της Βαστίλης στο Παρίσι και της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης. Και όμως, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που δεν γνώριζε τι σημαίνει λυρικό τραγούδι.
Από τους ύμνους στις άριες
Γεννημένες στο Πιτ Ρετίφ, μια μικρή πόλη της Νότιας Αφρικής, η Πρίτι (Pretty, δηλαδή όμορφη, χαριτωμένη) και η αδελφή της Νομπουέλο, που είναι επίσης λυρική τραγουδίστρια, προέρχονται από οικογένεια που δεν είχε σχέση με τον κόσμο της όπερας αλλά που αγαπούσε το τραγούδι. «Μεγαλώσαμε πάντα με τη μουσική μέσα στο σπίτι μας»,λέει η Πρίτι, «η γιαγιά μου μας μάθαινε θρησκευτικούς ύμνους και έτσι, με αυτόν τον τρόπο, άρχισα να αγαπώ το τραγούδι. Ωστόσο για την όπερα άρχισα να μαθαίνω μόλις το 2001. Ενα απόγευμα είδα στην τηλεόραση μια διαφήμιση της British Airways. Την είχαν επενδύσει μουσικά με το ντουέτο από τη «Λακμέ» του Ντελίμπ. Αυτή η μελωδία έδωσε το σινιάλο για την εκκίνηση, για το ξεκίνημα του ταξιδιού μου στο μελοδραματικό σύμπαν». Ηταν 16 ετών. Ενα κορίτσι που πήγαινε στο σχολείο, έχοντας μπροστά του ένα εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον, αλλά και απολαμβάνοντας, προστατευμένη ακόμα, «την αίσθηση της κοινότητας, μιας κοινότητας που πάντα έχω φυλαγμένη βαθιά στην καρδιά μου και που, ακόμα και σήμερα που οι υποχρεώσεις τρέχουν, πάντα την αποζητώ και βρίσκω χρόνο για να την επισκεφθώ».
Οι πρώτες διακρίσεις
Τότε, το ζητούμενο ήταν να φύγει. Αλλά για να ανοίξει τα φτερά της έπρεπε πρώτα να αποκτήσει τα απαραίτητα προσόντα. Φοίτησε αρχικά στο South African College of Music, από όπου αποφοίτησε με έπαινο, και στη συνέχεια (με διαβατήριο τις άριστες επιδόσεις της) στην Ακαδημία της Σκάλας του Μιλάνου. Τα συνεχή βραβεία που αποσπούσε κατά τη συμμετοχή της σε διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού άρχισαν να κάνουν γνωστό το όνομά της στους ατζέντηδες που προωθούσαν νέα ταλέντα. Από τις πιο σημαντικές βραβεύσεις της ήταν εκείνες στον Διεθνή Διαγωνισμό Τραγουδιού Χανς Γκάμπορ – Μπελβεντέρε της Βιέννης το 2009, στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιντσέντζο Μπελίνι το 2010 και τέλος στον διαγωνισμό Operalia, του Πλάθιντο Ντομίνγκο, το 2011. Την ίδια χρονιά, και ενώ έχει αρχίσει ήδη να τραγουδάει μικρούς ρόλους, εμφανίζεται δίπλα στον Αντρέα Μποτσέλι, σε συναυλία στο Central Park. Το 2013 κάνει το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης στον «Κόμη Ορί» του Ροσίνι και ακολούθως ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο στη Βιέννη. Συνεργάζεται στο άλμπουμ του Yanni «Inspirato», μαζί με τον Ντομίνγκο, τη Ρενέ Φλέμινγκ, τον Ρολάντο Βιγιαζόν και άλλους διάσημους τραγουδιστές. Μελετάει τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι με μια κορυφαία ερμηνεύτρια του ρόλου, τη Μαριέλα Ντεβία, και την ερμηνεύει με επιτυχία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Είναι ένας μόνο από τους σημαντικούς ρόλους, συμπεριλαμβανομένων της «Τραβιάτα» του Βέρντι, της Μαρίας από την «Κόρη του συντάγματος» του Ντονιτσέτι, της Λεϊλά από τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Μπιζέ και της Ελβίρας από τους «Πουριτανούς» του Μπελίνι, που της προσφέρουν τα μεγάλα θέατρα.
Οι καλύτεροί μου ρόλοι
Ποιον από εκείνους αγαπάει περισσότερο; «Είμαι προφανώς ένας πολύ τυχερός άνθρωπος»,λέει,«δεδομένου ότι μου δόθηκαν πολύ όμορφοι ρόλοι, πολύ όμορφη μουσική. Ετσι, επειδή όλα τα έργα που έκανα μέχρι σήμερα τα έχω ειλικρινά αγαπήσει, θα έλεγα πως αγαπημένος ρόλος είναι αυτός που κάθε φορά μελετώ. Αυτή την περίοδο ό,τι πιο αγαπημένο είναι η «Τραβιάτα», μια όπερα που αποτελούσε για εμένα όνειρο ζωής».Και πώς αποφασίζει ποιος θα είναι ο επόμενος αγαπημένος ρόλος της; Πώς δηλαδή επιλέγει το ρεπερτόριο που ερμηνεύει; «Είμαι πάντα εξαιρετικά προσεκτική»,υποστηρίζει, «ώστε οι ρόλοι που ερμηνεύω να ταιριάζουν στη φωνή μου. Προσέχω επίσης ώστε κάθε ρόλο να τον ερμηνεύω την κατάλληλη περίοδο, όταν είμαι απόλυτα έτοιμη τεχνικά και όταν έχω την υποκριτική ωριμότητα που απαιτείται για να τον αποδώσω. Ολοι οι ρόλοι μου, έτσι όπως προστίθενται στο ρεπερτόριό μου ο ένας μετά τον άλλο, έχουν συμβάλει στην ωρίμαση της φωνής μου αλλά και της καλλιτεχνικής προσωπικότητάς μου».
Μπορεί στο μέχρι σήμερα ταξίδι της ζωής της να είδε πολλά από τα πιο τρελά της όνειρα να πραγματοποιούνται, αλλά η Πρίτι Γέντε κατάλαβε από νωρίς πως, όσο και αν η εξαιρετικά προικισμένη φωνή της θα διευκόλυνε το ταξίδι, θα έπρεπε και η ίδια να συμπεριφερθεί με σωφροσύνη και να δουλέψει με συστηματικότητα. «Εννοείται πως φροντίζω με τον καλύτερο τρόπο για την υγεία του σώματος και της ψυχής μου» λέει. «Η φωνή μου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω, και αισθάνομαι ευλογημένη καθώς ζω τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου μέσα από αυτό το δώρο: τραγουδώντας και κάνοντας τους άλλους ευτυχισμένους με το τραγούδι μου». Στη δική της κοσμοθεωρία, επιτυχία σημαίνει «η κατάκτηση, βεβαίως, των επαγγελματικών μου στόχων, μέσα όμως από την κατανόηση των τεχνικών του σωστού τραγουδιού. Με την όσο γίνεται πιο άρτια χρήση της φωνής μου, ώστε να είμαι αποτελεσματική σε αυτό που κάνω. Οτιδήποτε άλλο δεν εξαρτάται από εμένα. Από πλευράς μου, το μόνο που μπορώ να κάνω, και που κάνω εξάλλου, είναι να φροντίζω τη φωνή μου και να εξελίσσομαι ως μουσικός».
Στη μετά COVID-19 εποχή
Η πανδημία που τη βγήκε στην καλύτερη στιγμή της καριέρας της ανέκοψε την πορεία της, με τα περισσότερα συμβόλαιά της να ακυρώνονται – όπως εξάλλου συνέβη με τα συμβόλαια όλων των συναδέλφων της. «Ηταν και εξακολουθεί να είναι μια περίοδος εξαιρετικά δύσκολη για όλους μας», σχολιάζει, «μια περίοδος εξαιρετικά σκληρή με τους καλλιτέχνες που ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς δουλειά, χωρίς αντικείμενο. Το καλό, ένας λόγος για τον οποίο μπορώ να δηλώσω σχεδόν ευτυχής, είναι πως μέσα σε αυτό το κακό μού δόθηκε η ευκαιρία να περάσω περισσότερο χρόνο με την αγαπημένη οικογένειά μου αλλά και να απολαύσω λίγη ξεκούραση. Τι άλλο να πω… Ελπίζω όταν αυτή η κατάσταση θα έχει παρέλθει, να έχουμε γίνει όλοι καλύτεροι άνθρωποι».
Θεωρεί πως οι νέοι ταλαντούχοι καλλιτέχνες που ονειρεύονται μια καριέρα σαν τη δική της «μπορούν να τα καταφέρουν, μπορούν να επιτύχουν όποιον ευγενικό στόχο θέσουν, αρκεί να είναι όσο το δυνατόν πιο καλά προετοιμασμένοι, να έχουν απόλυτη προσήλωση προς τον στόχο τους, και να μη φοβηθούν τη σκληρή δουλειά, από την οποία στο τέλος θα κριθούν τα πάντα». Και η ίδια εξακολουθεί άλλωστε να εργάζεται με πρόγραμμα, σε καθημερινή βάση, προετοιμάζοντας αυτή την περίοδο τρία ρεσιτάλ που θα δώσει μέσα στον Μάιο στη Γενεύη, στο Μπορντό (με τον τενόρο Μπενζαμέν Μπερνχάιμ) και στο Ντόρτμουντ (με τον τενόρο Σαβιέ Αντουάγα) – αν στο μεταξύ δεν αλλάξει κάτι λόγω των μέτρων για την πανδημία που συνεχώς αναπροσαρμόζονται σε όλες τις χώρες. Μελετάει και προετοιμάζεται για τους νέους ρόλους που θα έρθουν, ελπίζοντας τα πράγματα να πάνε τόσο καλά ώστε μια όχι πολύ μακρινή μέρα να καταφέρει να τραγουδήσει«τις τρεις βασίλισσες του Ντονιτσέτι, την «Αννα Μπολένα», τη «Μαρία Στουάρντα» και την Ελισάβετ από τον «Ρομπέρτο Ντεβερέ», όπερες που ονειρεύομαι εδώ και χρόνια να ερμηνεύσω. Οσο για το μεγάλο-μεγάλο όνειρό μου, αυτό είναι κάποια στιγμή, στο μακρινό μέλλον, να τραγουδήσω τη «Νόρμα» του Μπελίνι».
Οι εύκολες και οι δύσκολες στιγμές
Εχει βεβαίως πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της ώσπου να φορέσει τον χιτώνα της ιέρειας των Δρυϊδών, ενός από τους πιο απαιτητικούς, αν όχι του απαιτητικότερου ρόλου για τη φωνή της υψιφώνου στο μπελκάντο ρεπερτόριο.
Στο μεταξύ, δηλώνειαποφασισμένη να απολαύσει τη διαδρομή, όπως εξάλλου απολαμβάνει κάθε μικρή καθημερινή στιγμή σε αυτό το υπέροχο ταξίδι, σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον αλλά και απαιτητικό επάγγελμα που επέλεξε.
«Εχω ήδη τόσες όμορφες αναμνήσεις» λέει και θυμάται γελώντας μια παραγωγή του «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι στο Παρίσι, όπου «διασκεδάζαμε και γελούσαμε τόσο πολύ επί σκηνής που καμιά φορά παρασυρόμασταν και ξεχνούσαμε τις ατάκες μας. Ηταν από τις πιο ευτυχείς στιγμές της καριέρας μου».
Και οι πιο δύσκολες και τρομακτικές στιγμές; «Χωρίς δεύτερη σκέψη, ό,τι πιο τρομακτικό έχω ζήσει ήταν εκείνο το πρωί που ξύπνησα νιώθοντας έντονη αδιαθεσία και αδυναμία, μερικές μόνο ώρες πριν ανέβω στη σκηνή της Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης για να τραγουδήσω τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι».
Και εκείνο το βράδυ το κορίτσι από το Πιτ Ρετίφ της Νότιας Αφρικής τα κατάφερε. Και συνεχίζει. Γνωρίζοντας πως όσο μακριά και αν ονειρεύεται να φτάσει (ως τη «Νόρμα» και ακόμα παραπέρα, ερμηνεύοντας πιθανώς και άλλους δραματικούς ρόλους), όσο υψηλοί και αν είναι οι στόχοι του ταξιδιού που ξεκίνησε από τότε που πρωτάκουσε στην τηλεόραση τη «Λακμέ» του Ντελίμπ, είναι ήδη, με έναν τρόπο, νικήτρια.
Εχει ήδη κατακτήσει την κορυφή, καθώς θεωρείται από τις πιο προβεβλημένες και περιζήτητες ντίβες της νέας εποχής. Πώς, αλήθεια, της φαίνεται η προσφώνηση; «Είναι μεγάλη τιμή για εμένα», λέει, «εάν χρησιμοποιώντας τη λέξη ντίβα, αναφερόμαστε σε μια καλλιτέχνιδα που συγκεντρώνει την εκτίμηση, τον θαυμασμό και την αγάπη του κόσμου, και όχι σε μια εγωκεντρική και δύστροπή παρουσία. Γιατί έχει και αυτή την αρνητική σημασία. Υπάρχουν, γύρω μας, ντίβες και ντίβες. Στο δικό μου ταξίδι επιλέγω τη θετική εκδοχή!».

